Η Fed έσφιξε ώσπου κάτι έσπασε: Τώρα τι;

1 year ago 105

Η παύση στις επιτοκιακές αυξήσεις της Fed δεν ήρθε παρά την τραπεζική αναταραχή. Το βασικό επιτόκιο ανέβηκε κατά 25 μονάδες. Αλλά είναι σαφές πως η κατάρρευση τριών τραπεζών και τα διογκούμενα προβλήματα σε ακόμη δύο δεν ήταν κάτι που μπορούσε ο Τζερόμ Πάουελ να αγνοήσει. Η χθεσινή αύξηση είναι μία από τις τελευταίες στον πλέον επιθετικό κύκλο νομισματικής σύσφιγξης από τη δεκαετία του 1980. Με 9 διαδοχικές αυξήσεις η κεντρική τράπεζα οδήγησε το βασικό επιτόκιο από το 0,08% στις αρχές του 2022 στο εύρος του 4,75% με 5% σήμερα, προκειμένου να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό. Το πέτυχε; Όχι ακριβώς. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή έχει μεν αποκλιμακωθεί από τα υψηλά των 40 ετών, αλλά παραμένει τριπλάσιος του στόχου στο 6%. Αυτό το στοιχείο επικαλούνταν όσοι έβλεπαν τις επιτοκιακές αυξήσεις να έχουν μακρά συνέχεια ακόμη. Αλλά υπολόγιζαν χωρίς τη νέα τραπεζική κρίση, που ειδικά στην περίπτωση των ΗΠΑ έδειξε ότι το βάρος των επιτοκίων για κάποιους αποδεικνύεται δυσβάσταχτο.

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις της Federal Reserve, αφού οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομική και γεωπολιτική σκηνή δεν έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια να μας εκπλήσσουν (συνήθως δυσάρεστα). Αλλά είναι βέβαιο, όπως διεφάνη και από τις δηλώσεις του Πάουελ, ότι θα σκεφτεί διπλά και τριπλά την όποια νέα αύξηση. Και τούτο γιατί βαδίζει σε ένα τεντωμένο σχοινί. Έχει από τη μία να παλέψει ακόμη με την ακρίβεια και από την άλλη να διασφαλίσει ότι δεν θα ρίξει τον τραπεζικό τομέα σε τρικυμία διαρκείας και την οικονομία σε ύφεση.

Ο διπλός ρόλος της Fed

Ο ρόλος της είναι να φροντίζει τόσο το χρηματοπιστωτικό σύστημα όσο και την οικονομία. «Θεωρητικά πρόκειται για δύο διαφορετικές δουλειές, που απαιτούν διαφορετικά εργαλεία» σχολιάζει η WSJ. Πράγματι η κεντρική τράπεζα προσπαθούσε έως τώρα να κρατήσει σε απόσταση τους δύο ξεχωριστούς ρόλους. Όταν όμως τα υψηλά επιτόκια αντί να ρίχνουν τις τιμές πλήττουν τις περιφερειακές τράπεζες που είχαν επενδύσει σε κρατικά ομόλογα, τα πράγματα περιπλέκονται και οι γραμμές στη διάκριση των ρόλων θολώνουν. Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank το έδειξε με τον πλέον εμφατικό τρόπο.

Στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο δουλειές δεν χωρίζονται τόσο εύκολα. Τα υψηλότερα επιτόκια έχουν ως στόχο να επιβραδύνουν την ανάπτυξη και να αποκλιμακώσουν τον πληθωρισμό μέσω μιας σειράς καναλιών, ένα από τα οποία αυξάνει το κόστος δανεισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με αποτέλεσμα να δανείζουν λιγότερο. Η διαδικασία συνήθως εξελίσσεται ομαλά, αλλά μερικές φορές βίαια: οι πιο ευάλωτοι μπορεί να φτάσουν στην κατάρρευση ή στο χείλος του γκρεμού, με αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός σε καταναλωτές και επενδυτές και το πλήγμα στην οικονομία να είναι ισχυρότερο από όσο θα ήθελε η Fed. Στη Wall Street αυτές τις ημέρες ακούγεται και πάλι έντονα η ρήση: «Η Fed σφίγγει μέχρι να σπάσει κάτι».

Στις ενέργειές της την Τετάρτη, η Fed αναγνώρισε ότι κάτι έσπασε. Όχι στην οικονομία, ακόμη, αν και το φοβάται. Πρόσφατα στοιχεία έδειξαν ότι η οικονομική ανάπτυξη παρέμενε σε θετική τροχιά και ο υποκείμενος πληθωρισμός παραμένει επίμονα υψηλός. Ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ δήλωνε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες  στο Κογκρέσο ότι οι τάσεις πιθανότατα θα απαιτούσαν τα επιτόκια να ανέβουν ίσως κατά πολύ πάνω και από το 5,25%. Οι εκτιμήσεις των αξιωματούχων της Fed που δημοσιεύθηκαν μετά τη χθεσινή συνεδρίαση δείχνουν ότι ο κ. Πάουελ και οι συνάδελφοί του έχουν εγκαταλείψει αυτά τα σχέδια και βλέπουν πια το εύρος στόχου για το επιτόκιο στο 5% – 5,25%. «Εξετάζουμε τι συμβαίνει μεταξύ των τραπεζών και ρωτάμε αν θα υπάρξει κάποια αυστηροποίηση των πιστωτικών όρων», εξήγησε ο Πάουελ στους δημοσιογράφους. «Κατά κάποιον τρόπο, αυτό υποκαθιστά τις αυξήσεις επιτοκίων». Με τις πιστωτικές συνθήκες να αναμένεται ότι θα αυστηροποιηθούν, οι αξιωματούχοι της Fed υποβάθμισαν την εκτίμησή τους για την ανάπτυξη στο 0,4% φέτος και στο 1,2% το επόμενο έτος από 1,6%.

Τα μηνύματα Γκρίνσπαν και Μπερνάνκι για τον Πάουελ

Εάν οι προβλέψεις και οι υποθέσεις της Fed αποδειχθούν σωστές – με την τραπεζική αστάθεια να περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό και τον πληθωρισμό να ολισθαίνει προς το 2% από 6% – τότε οι ασκήσεις ισορροπίας της θα είναι επιτυχείς. Υπάρχουν ωστόσο πολλοί άλλοι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσαν να πάνε τα πράγματα, και δύο ειδικότερα προκαλούν τη μεγαλύτερη ανησυχία. Το ένα είναι ότι η Fed μπορεί να έχει ήδη αντιδράσει υπερβολικά και θα δούμε τις επιπτώσεις αυτής της υπερβολής να ξετυλίγονται μέσα στους επόμενους μήνες.

Υπάρχει προηγούμενο. Το 1987, ο τότε πρόεδρος της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν, ως αυστηρό «γεράκι» αύξησε τα επιτόκια σε τέτοιο βαθμό, που η αγορά κατέρρευσε. Αναγκάστηκε να τα μειώσει ταχύτατα. Η αιμορραγία της αγοράς δεν άφησε κανένα οικονομικό αποτύπωμα, ο πληθωρισμός κατέγραψε υψηλότερα επίπεδα και η Fed έπρεπε και πάλι να σφίξει περισσότερο, με αποτέλεσμα την ύφεση από το 1990-91. Το 1998, ο κ. Γκρίνσπαν μείωσε και πάλι τα επιτόκια ως απάντηση στις δονήσεις που προκλήθηκαν από ένα τεράστιο, αδύναμο hedge fund, τη Long Term Capital Management. Μέχρι να αρχίσει και πάλι να αυξάνει τα επιτόκια, είχε φτάσει η φούσκα του dot.com.

Ο κ. Πάουελ θέλει με κάθε τρόπο να αποφύγει τέτοιες αλλεπάλληλες μεταβολές στην πολιτική του.

Ο άλλος κίνδυνος είναι ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πιο εύθραυστο από ό,τι αντιλαμβάνεται η Fed, με αποτέλεσμα η αύξηση των επιτοκίων αυτή την εβδομάδα να το καταστήσει ακόμη πιο εύθραυστο.

Το 2007, στις πρώτες εβδομάδες της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο τότε πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, προσπάθησε να διατηρήσει χωριστά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη νομισματική πολιτική μειώνοντας το προεξοφλητικό επιτόκιο αλλά όχι το βασικό επιτόκιο χρηματοδότησης. Είδε όμως την κρίση των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου να λαμβάνει μορφή χιονοστιβάδας και αναγκάστηκε να χαλαρώσει συνολικά τη νομισματική πολιτική.

Διαβάστε ακόμη: Βύθισαν τη Wall Street οι δηλώσεις Γέλεν για τις καταθέσεις 

Read Original