Κύριε διευθυντά
Την άνοιξη του 1941 επέστρεψε στο χωριό (Μαλακάσι Καλαμπάκας) ο πατέρας μου, από τον πόλεμο της Αλβανίας, με λάφυρο μια νεαρή φοράδα. Ηταν ένα πανέξυπνο ζώο, με το οποίο είχα γίνει φίλος. Τη θεωρούσα μέλος της οικογένειας. Οταν έγινα δεκάχρονος (1945) την καβαλίκευα με σαμάρι αλλά και χωρίς, και καμάρωνα ως δεινός ιππέας καθώς κάλπαζε, όταν την οδηγούσα για βοσκή αλλά και στην επιστροφή τα βράδια. Την είχα εκπαιδεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε όταν περνούσε ένα μικρό ποτάμι έξω από το χωριό, με την αφεντιά μου στη ράχη της, δεν έμπαινε στο νερό, αλλά βάδιζε επάνω στη δοκό που χρησίμευε ως γέφυρα για τους πεζούς. Σε άλλες δύο περιπτώσεις, κυριολεκτικά με κατέπληξε. Σε μία από αυτές με την εξυπνάδα της και στην άλλη με την υπευθυνότητά της.
Το καλοκαίρι του 1946, ένα φορτηγό αυτοκίνητο με άλευρα της ΟΥΝΡΑ (UNRRA) ξεφόρτωσε στα μισά του αυτοκινητόδρομου για το χωριό, γιατί μια γέφυρα είχε καταρρεύσει. Κάποιος υπεύθυνος χτύπησε την καμπάνα και ακολούθησε μήνυμα μέσω τηλεβόα (που είχαμε πολλούς μήνες να ακούσουμε) ότι όσοι διέθεταν ζώα θα έπρεπε να πάνε και να μεταφέρουν τους σάκους της ΟΥΝΡΑ με το αλεύρι στην πλατεία του χωριού. Εγώ ήμουν πολύ μικρός για να μπορέσω να φορτώσω τη φοράδα, αλλά σκέφτηκα ότι κάποιοι μεγάλοι θα ήταν εκεί για να τη φορτώσουν. Γι’ αυτό και πήγα,αλλά με καθυστέρηση. Οταν έφτασα έφιππος στην πεσμένη γέφυρα, τα φορτία της ΟΥΝΡΑ είχαν ήδη μεταφερθεί στο χωριό. Τυχαίως, εκεί βρήκα τον Αριστείδη Παύλη, ο οποίος και αυτός με το άλογό του είχε φτάσει αργά. Ο Αριστείδης ήταν 6-7 χρόνια μεγαλύτερός μου. Οι δύο ιππείς γυρίσαμε τα ζώα στον αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση την επιστροφή στο χωριό. Οταν βρεθήκαμε ο ένας κοντά στον άλλο, ο Αριστείδης μου πρότεινε:
– Τα τρέχουμε;
– Σύμφωνος.
Ομως, πριν κάνω οτιδήποτε, είτε με φωνή είτε με σκούντημα στη φοράδα, ενδεικτικό εντολής για να αρχίσει τον καλπασμό,όπως συνήθιζα όταν ήθελα να τρέξει, με αιφνιδίασε. Δεν πρόλαβα να συλλαβίσω την απάντηση «Σύμφωνος», στον Αριστείδη και το πανέξυπνο ζώο άρχισε έναν τέτοιο φρενήρη καλπασμό στον αυτοκινητόδρομο, που με τρόμαξε. Γαντζώθηκα στο σαμάρι με δύναμη και έγειρα προς τα εμπρός επάνω της τόσο πολύ, ώστε να μη βλέπω τίποτε μπροστά μου,αλλά μόνο τον δρόμο κάτω από το σώμα της. Μόλις φτάσαμε στην πλατεία, η φοράδα σταμάτησε απότομα λες και άκουσε: Αλτ! Δεν κινήθηκε παρά μόνον όταν άκουσε δίπλα της τον Αριστείδη να προστάζει το άλογό του να σταματήσει. Δεν είπα στον Αριστείδη ότι είχαν κοπεί τα ήπατά μου από τον φόβο, για να μη μειώσω την εντύπωσή του για το τετράποδο ζώο μου αλλά και για τον καβαλάρη του. Τον άφησα να με θαυμάζει. Ηταν η πρώτη και η τελευταία φορά που η αγαπημένη μου φοράδα μού έδειξε απείθεια, αλλά με ανέδειξε νικητή.
Μερικές ημέρες αργότερα, επέστρεφα μαζί της στο σπίτι, στο τέλος της ημερήσιας εξόδου της «ανά τους αγρούς». Από μακριά είδε τον αμέριμνο καβαλάρη ο αείμνηστος Γιάννης Καστούδης, πρεσβύτερός μου κατά τρία-τέσσερα χρόνια, και σκέφθηκε να μου κάνει έκπληξη. Κρύφτηκε στους θάμνους, στο κάτω μέρος του αυτοκινητοδρόμου, λίγο πριν ανηφορίσουμε για το χωριό, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Οταν πλησιάσαμε αρκετά, πετάχτηκε απότομα μπροστά μας ο Γιάννης, βγάζοντας μια άγρια φωνή. Η φοράδα τρόμαξε,σηκώθηκε απότομα στα πίσω της πόδια και εγώ βρέθηκα με την πλάτη στο έδαφος κάτω από την κοιλιά της. Ο Γιάννης,φοβισμένος από το «κατόρθωμά του», το ’σκασε. Δεν μπορώ να υπολογίσω για πόσο μετά το πέσιμο δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω ούτε να κινηθώ.
Συνήλθα σιγά σιγά. Σηκώθηκα, έπιασα στα χέρια μου το καπίστρι και βαδίζοντας πλέον, οδήγησα τη φοράδα στο σπίτι.
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι το πανέξυπνο ζώο, μόλις με αντιλήφθηκε πεσμένο ανάσκελα κάτω από το σώμα του, έμεινε ακίνητο σαν άγαλμα από πάνω μου, όση ώρα ήμουν αναίσθητος, για να μη μου κάνει μεγαλύτερη ζημιά. Ηταν σαν να μου ζητούσε συγγνώμη που έγινε αιτία να πάθω το ατύχημα. Κράτησα το συμβάν μυστικό από τους γονείς μου,επειδή φοβήθηκα ότι θα μου στερούσαν τη φοράδα αν το αποκάλυπτα. Την άλλη ημέρα, μόλις ο Γιάννης Καστούδης με είδε στην πλατεία, έτρεξε να μου ζητήσει συγγνώμη για το επικίνδυνο, όπως αποδείχθηκε, παιχνίδι του.
Τον Σεπτέμβριο του 1946, λίγο πριν αρχίσει το σχολικό έτος,ο πατέρας με αιφνιδίασε με την απόφασή του να πουλήσει την αγαπημένη μου φοράδα ώστε να είμαι αφοσιωμένος στα μαθήματα του σχολείου. Είμαι βέβαιος ότι είχε «παράπλευρες πληροφορίες» για τη ζωή μου με το «έλλογο τετράποδο». Η απουσία του με λύπησε πολύ.