Η νουβέλα «Μικρά πράγµατα σαν κι αυτά» είναι το πρώτο βιβλίο της Ιρλανδής Κλαίρης Κίγκαν (Claire Keegan, γενν. 1968) που μεταφράζεται στα ελληνικά (Μεταίχμιο, 2022). Ο μύθος του βασίζεται σε μια μακρά ιστορία βίας, εκμετάλλευσης, κακοποίησης και θανάτου χιλιάδων κοριτσιών και γυναικών στα διαβόητα πια σήμερα Πλυσταριά της Μαγδαληνής (Magdalen Laundries), φρικτό έργο γυναικείων μοναχικών αδελφοτήτων. Δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό αριθμό των κοριτσιών που έχασαν εκεί τη ζωή τους. Η ταινία του Πίτερ Μούλλαν (Peter Mullan) «The Magdalene Sisters», 2002 (στα ελληνικά, με τον τίτλο «Οι κόρες της ντροπής») έκανε παγκοσμίως γνωστό αυτό το ανοσιούργημα. Το τελευταίο Πλυσταριό ή Πλυντήριο της Μαγδαληνής έκλεισε το 1996.
Τι πιο πρόσφορο θέμα άραγε από αυτό, για να καταγγείλεις τη σκληροκαρδία και τη διαστροφή καλογριών και ιερέων της Καθολικής Εκκλησίας, τη βαναυσότητα των πατέρων των κοριτσιών αυτών που τα θεωρούσαν ντροπή τους και τα έδιωχναν από το σπίτι, την κοινωνία ολόκληρη που ήξερε και σιωπούσε; Και ακόμη τι καλύτερη αφορμή για να θίξεις μεγάλα ζητήματα, όπως, αίφνης, «πατριαρχική κοινωνία και έμφυλη βία» ή «σεξουαλικότητα και χριστιανισμός»; Η ολιγογράφος Κίγκαν ωστόσο δεν θα πάρει τον δρόμο αυτό, της ηθικής καταγγελίας ή των οικουμενικών ζητημάτων. Καλή συγγραφέας καθώς είναι, ξέρει πως, όταν το θέμα είναι από μόνο του συγκλονιστικό, πρέπει να βρεις πιο έμμεσους και πλάγιους δρόμους να το προσεγγίσεις, όσο μάλιστα η τεκμηριωμένη καταγγελία έχει ήδη γίνει από δημοσιογράφους, ιστορικούς, και εξεταστικές επιτροπές. Η νουβέλα της Κίγκαν δεν είναι για τα Πλυσταριά της Μαγδαληνής –τα Πλυσταριά υπάρχουν πριν από την ιστορία (στην αφιέρωση) και μετά το τέλος της (στη «Σημείωση για το κείμενο»)–, η νουβέλα είναι για τον Μπιλ Φέρλονγκ, έναν μικρέμπορο καυσόξυλων και κάρβουνου, παντρεμένου και πατέρα πέντε κοριτσιών, στη μικρή πόλη Νιου Ρος, όπου στον λόφο της, πέρα από τον ποταμό Μπάροου, δεσπόζει –με όλες τις σημασίες της λέξης– το μοναστήρι με το Πλυσταριό του. Είναι δουλευταράς, τα παιδιά του προκόβουν στα γράμματα, η γυναίκα του είναι άξια και αποφασισμένη να προστατέψει την οικογένειά της και να τα βγάλει πέρα στη ζωή – κάτι που οδηγεί σχεδόν πάντα στα όρια της απονιάς. Ο Μπιλ δεν γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας του. Η μάνα του έμεινε έγκυος στα δεκάξι της, η οικογένεια έκοψε κάθε σχέση μαζί της, μα εκείνη δεν πήρε τον δρόμο για τα Πλυσταριά της Μαγδαληνής, όπως τόσα και τόσα κορίτσια που βρέθηκαν στη θέση της, γιατί η χήρα προτεστάντισσα στην οποία δούλευε ως υπηρέτρια την κράτησε και τη φρόντισε, όπως φρόντισε και τον ίδιο τον Μπιλ, όταν πέθανε η μάνα του και εκείνος ήταν μόλις δώδεκα χρόνων. Στο σχολείο θα υποστεί ως νόθος τη βαναυσότητα των συμμαθητών του.
Μια νουβέλα για τον Μπιλ Φέρλονγκ, έναν μικρέμπορο καυσόξυλων και κάρβουνου, παντρεμένου και πατέρα πέντε κοριτσιών.
Είμαστε τώρα στο 1985, πλησιάζουν Χριστούγεννα, το κρύο έχει ζορίσει, και ο Μπιλ έχει πολλή δουλειά. Ενώ όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά, ο Μπιλ δεν κοιμόταν ήσυχος, «ένιωθε ένα σφίξιμο, δεν ήξερε γιατί» (σ. 22), «κάτι ένιω[θ]ε να τον πνίγει» (σ. 37). Μια μέρα που έφερε κάρβουνο στο μοναστήρι ένα κορίτσι τον παρακαλεί να την πάρει από εκεί. Ο Μπιλ αρνείται, γιατί έχει γυναίκα και παιδιά (σ. 53) – μα το κορίτσι δεν έχει κανέναν! Την Κυριακή, προπαραμονή των Χριστουγέννων, θα ξαναπάει παραγγελία στο μοναστήρι και θα συναντήσει ένα άλλο κορίτσι, τη Σάρα, που έχει γεννήσει πριν από τρεις μήνες, αλλά το μωρό της το έχουν πάρει οι καλόγριες για να το δώσουν (δηλαδή να το πουλήσουν) σε υιοθεσία. Την έχουν κουρέψει και αυτήν άτσαλα –παμπάλαιη μορφή τιμωρίας και διαπόμπευσης των γυναικών– και κλειδαμπαρώσει στην αποθήκη με το κάρβουνο, μια σκιά, δίπλα στα περιττώματά της. Η μικρή Σάρα ικετεύει και αυτή τον Μπιλ να την πάρει μαζί του, αλλά εκείνος φοβάται και αρνείται. Δεύτερη άρνηση. Θα γυρίσει σπίτι του για να πάνε όλοι μαζί, οικογενειακώς, στην εκκλησία. Ο Μπιλ, έπειτα από όσα είδε στο μοναστήρι και έπειτα από αυτό που εκείνος δεν έκανε, αρνείται πεισματικά να κοινωνήσει (σ. 88), συλλαμβάνοντας από μόνος του, αυτός ο λιγογράμματος καρβουνιάρης, τη θεολογική αλήθεια ότι η κοινωνία δεν είναι μια απροϋπόθετη τελετουργική συνήθεια. Εχει αρχίσει πια η αντίστροφη ηθική μέτρηση, γι’ αυτό και δυσφορεί με την ευτυχία του σπιτιού του. Πώς να ευτυχείς με τα παιδάκια σου, όταν έχεις δει τη Σάρα; Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αφετηρία κάθε πράξης καλοσύνης και αγάπης, στη δυσφορία με τη δική σου ευτυχία, όταν γύρω σου άλλοι υποφέρουν.
Την άλλη μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, αφού τελειώσει τις δουλειές του και αγοράσει τα λουστρίνια που επιθυμούσε η γυναίκα του, τα βήματά του θα τον φέρουν ξανά στο μοναστήρι, θα τον φέρουν εκεί όπου ήθελε να φτάσει, για να πάρει τη Σάρα σπίτι του. Τη σκεπάζει με το πανωφόρι του και διανύουν μαζί τη μικρή πόλη, εκείνος με το κουτί με τα λουστρίνια και εκείνη ξυπόλυτη. Ο Μπιλ δεν είναι άγιος ούτε ήρωας, ο Μπιλ φοβάται, φοβάται την αντίδραση της γυναίκας του, φοβάται τη δύναμη των καλογριών, φοβάται τη στάση της κοινωνίας. Ο Μπιλ είναι διχασμένος, ένα κομμάτι του εαυτού του είναι με τη φροντίδα της οικογένειάς του (στο ένα χέρι, το κουτί με τα λουστρίνια) και ένα άλλο με τη φωνή της καλοσύνης (στο άλλο χέρι, η Σάρα, έστω και ξυπόλυτη). Είναι ικανός ωστόσο να πάρει την απόφαση της καλοσύνης, επειδή και εκείνος δέχτηκε κάποτε καλοσύνη από την κυρία Γουίλσον, την προτεστάντισσα, από τον Νεντ, τον εργάτη της φάρμας της (που μπορεί να είναι και ο πατέρας του), ακόμη και από την άγνωστη νεαρή γυναίκα που του πρόσφερε το τσαγερό για να καταφέρει να ανοίξει το παγωμένο λουκέτο. Ο Μπιλ ξέρει καλά τι τον περιμένει από εδώ και πέρα. Το χειρότερο όμως το έχει αφήσει πίσω του! Εχει αφήσει πίσω του την ντροπή που θα κουβαλούσε σε όλη του τη ζωή, αν δεν είχε τολμήσει να βοηθήσει τη Σάρα. «Οσο κι αν του έμελλε να υποφέρει από δω και στο εξής, θα ήταν σίγουρα λιγότερο από ό,τι είχε ήδη υπομείνει το κορίτσι δίπλα του, και ίσως να μην το πλησίαζε ποτέ» (σ. 120).