Τρία χρόνια κράτησε η επιλογή από τον ίδιο. Τέσσερις διάσημες και πολυσυζητημένες δεκαετίες καριέρας έπρεπε να αντιπροσωπευθούν από μόλις 153 εικόνες, κάποιες μάλιστα που δεν είχαν δημοσιευθεί ποτέ στο παρελθόν. Επρεπε οι «Ανείπωτες ιστορίες» να δώσουν το εύρος, αυτό που ο ίδιος ο Πέτερ Λίντμπεργκ υπήρξε ως φωτογράφος, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο.
Η έκθεση ξεκίνησε στη Γερμανία και ταξίδεψε στην Ισπανία και στην Ιταλία εν μέσω περιορισμών της πανδημίας για να βρεθεί αυτή τη φορά στις Βρυξέλλες, την καρδιά της Ευρώπης.
Γεννημένος το 1944 ως Πέτερ Μπρόντμπεγκ πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Ντούισμπουργκ «στο πιο καταθλιπτικό μέρος της Γερμανίας», με τα τεράστια γκρίζα εργοστάσια της πόλης να στοιχειώνουν την αισθητική του. Ως παιδί η επαφή του με την τέχνη ήταν ανύπαρκτη, όπως έλεγε ο ίδιος, περνώντας τον χρόνο του ως τερματοφύλακας στην ομάδα χάντμπολ. Η ενηλικίωση όμως έφερε και τις πρώτες αναζητήσεις και αυτές τον οδήγησαν στην Καλών Τεχνών του Βερολίνου, στιγμή που επίσης τον καθορίζει. Οχι για τη σχολή την ίδια καθώς δεν την ολοκληρώνει ποτέ, αλλά για την καθημερινή εικόνα, εκείνου του μελισσιού νεαρών φοιτητριών που με φούρια τρέχει με αθλητικά παπούτσια και τζιν από το ένα μάθημα στο άλλο. Σε αυτή την εικόνα, μιας γειωμένης στη γη ενδιαφέρουσας γυναίκας, επιλέγοντας τα ρούχα της με γνώμονα την άνεση, ο Λίντμπεργκ θα γυρίσει ξανά και ξανά στις τόσες συνεντεύξεις του.
Οι αναζητήσεις στην τέχνη συνεχίζονται μέχρι που το 1971 δουλεύει ως βοηθός του φωτογράφου Χανς Λουξ, ενώ μόλις δύο χρόνια αργότερα έχει το δικό του στούντιο. Δουλεύει για το Stern με σπουδαίους φωτογράφους, όπως ο Χέλμουτ Νιούτον ή ο Γκι Μπουρντέν χτίζοντας τη φήμη του και μια σημαντική καριέρα. Αυτό όμως που αφορά την Ιστορία είναι όταν ο Αλεξάντερ Λίμπερμαν το 1987, γεννημένος στην Ουκρανία καλλιτέχνης (γλύπτης, ζωγράφος αλλά και φωτογράφος ο ίδιος) ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Vogue, τον καλεί στο γραφείο του ζητώντας του να κάνει φωτογραφίσεις για το περιοδικό. Ο Λίντμπεργκ είναι αρνητικός. Πολύ μακιγιάζ, στυλιζάρισμα, κόνσεπτ γυναικών που επιδεικνύουν τον πλούτο του συζύγου τους, όλα μακριά από την αισθητική του και ψεύτικα. Για να κάμψει την άρνησή του, ο Λίμπερμαν τού δίνει το ελεύθερο στη θεματολογία και το στήσιμο της φωτογράφισης. «Πήγαινε όπου θες, κάνε ό,τι θες», του λέει.
Ο Λίντμπεργκ «επιστρέφει» στη Vogue το 1988, με μια φωτογραφία που έμελλε να γίνει κομμάτι της ιστορίας της μόδας και των περιοδικών. «Κοίταξαν τις φωτογραφίες, μετά εμένα, μετά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους», λέει στη συνέντευξή του στο Showstudio και «μετά μου λένε τι να τις κάνουμε αυτές;» απορρίπτοντάς τες. Εξι μήνες μετά, τη διεύθυνση της Vogue αναλαμβάνει η Αννα Γουίντουρ και ανασύρει κάποιες φωτογραφίες από μια παραλία στη Σάντα Μόνικα όπου έξι άγνωστα μοντέλα με πρόχειρα πιασμένα τα μαλλιά τους πίσω και φορώντας ανδρικά, υπερμεγέθη, λευκά πουκάμισα με ελάχιστο μακιγιάζ, κοιτούν κατάματα τον φακό. Η Γουίντουρ αναθέτει στον Λίντμπεργκ να κάνει εξώφυλλο για το περιοδικό και εντάσσει τη συγκεκριμένη φωτογραφία στην πιο εμβληματική έκδοση της δεκαετίας, σε αυτή για τα 100 χρόνια της Vogue.
Τέσσερις δεκαετίες συναρπαστικής καριέρας συμπυκνώθηκαν σε 153 εικόνες, επιλεγμένες σοφά και με κόπο από τον ίδιο τον φωτογράφο.
Με τους δικούς του κανόνες
Ο Λίντμπεργκ γράφει ιστορία ή μάλλον για να είμαστε ακριβείς, γράφει την ιστορία της φωτογραφίας μόδας με τους δικούς του κανόνες, γράφει το δικό του κεφάλαιο όπως το ορίζει ο ίδιος. Φωτογραφίες ως επί το πλείστον ασπρόμαυρες, με κάποιες εξαιρέσεις «γιατί στην Αννα (Γουίντουρ) δεν αρέσει το Α/Μ», μοντέλα χωρίς μακιγιάζ, χωρίς καθόλου ρετούς ή photoshop. Η μόνιμη ερώτηση που του κάνουν οι δημοσιογράφοι είναι η θέση της μόδας στις δημιουργίες του, για να πάρουν μια διπλωματική απάντηση. Ο Λίντμπεργκ θεωρεί ότι όταν αφαιρείς τα περισσότερα πράγματα από μια φωτογραφία, όλα όσα θεωρούνται «διακόσμηση», τότε είναι που πραγματικά δημιουργείς μια άχρονη εικόνα. Γι’ αυτό και είναι λιτός, δεν παρακολουθεί τη μόδα, δεν πηγαίνει σε επιδείξεις και όμως είναι ο φωτογράφος που έδωσε νέα πνοή σε διάσημα περιοδικά του κλάδου φέρνοντας μια επανάσταση όχι μόνο γι’ αυτά αλλά και για τη γυναικεία εικόνα.
Για τους περισσότερους η διάσημη φωτογραφία της παραλίας στη Σάντα Μόνικα είναι η δημιουργία των super models. Είναι, για να το αναλύσουμε με μερικούς σύγχρονους όρους γυναικείας χειραφέτησης, η δυνατότητα που έδωσε σε κάποια μοντέλα να απεκδυθούν τον ρόλο της «κρεμάστρας» και να αποκτήσουν ταυτότητα, όνομα και επώνυμο και πάνω σε αυτό μια προσωπικότητα, δυνατότητα που μέχρι πρότινος στον χώρο της μόδας ήταν άγνωστη. Με άλλα λόγια, κάθε φωτογραφία του Λίντμπεργκ έφερε τη γυναικεία επανάσταση σε μια βιομηχανία που λατρεύει μόνο τη νεότητα και την τελειότητα. Η «ομορφιά δεν έχει να κάνει με τη νεότητα», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Πάτρικ Χέιντμαν για το The Talks. «Εκτιμώ την απίστευτη ομορφιά της Σαρλότ Ράμπλινγκ στα 70 της χρόνια».
Στις «Ανείπωτες ιστορίες» υπάρχουν τα πάντα, από τις φωτογραφήσεις με σενάριο που έκανε (αξίζει κανείς να ψάξει και να απολαύσει την κινηματογραφική μεταφορά με τους εξωγήινους για τη Vogue Italia), εικόνες γκρίζων εργοστασίων, τοπίων και πρόσωπα. Μοντέλα ή ηθοποιοί σε τεράστια πορτρέτα με εμφανή κάθε ατέλεια στα πρόσωπά τους σε εικόνες που σου κόβουν την ανάσα από την ομορφιά που μεταφέρουν.
«Untold stories» («Ανείπωτες ιστορίες»), Espace Vanderborght, Βρυξέλλες, έως τις 14 Μαΐου.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr