«Η ανωτερότητα της Ελλάδας είναι η ταπεινότητά της»

1 year ago 91

«Πάνω απ’ την πόλη πετούσαν πόθοι. / Μερικοί τρέχανε να προστατεύσουν το ελάχιστο».

«Κλέβω» έναν στίχο από ένα ποίημα που μου έστειλε την περασμένη Κυριακή για να σας συστήσω τον Γιάννη Ναζλίδη. Ποιητή, ζωγράφο αλλά κυρίως χέρια και ψυχή στο «Εκκοκκιστήριο Ιδεών» της Βέροιας. «Εκκοκκιστήριο καλών αισθημάτων» μου το είπαν οι μαθητές του Γυμνασίου που ανέβασαν εκεί τη θεατρική τους παράσταση.

Παρουσιάσεις βιβλίων, εκθέσεις γελοιογραφίας, ποιητικές βραδιές αλλά και τσιμπούσια για να συζητήσουμε για τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και να σκεφθεί κανείς ότι όλα άρχισαν με μια καταστροφή. Μια ατέλειωτη χαλαζόπτωση που «έκαψε» τα πάντα στον κάμπο της Βέροιας.

«Η ανωτερότητα της Ελλάδας είναι η ταπεινότητά της»-1

– Ησουν εκεί στη χαλαζόπτωση του ’55;

– Ναι, αλλά πολύ μικρός. Ο μπαμπάς που είχε προπληρώσει τις αγορές του βαμβακιού, ήταν αδύνατο να πάρει πίσω τα λεφτά από δυστυχισμένους αγρότες οι οποίοι δεν θα είχαν καμία παραγωγή. Κι έτσι, βούλιαξε το καράβι μας και σώθηκα εγώ.

– Αν δεν είχε συμβεί, θα ήσουν τώρα ένας μεγάλος εκκοκιστής…

– Eνας βλάκας με Mercedes, με γούστα ιδιαίτερα, με ταξίδια μεγάλα. Ευτυχώς, ο καλός Θεός φρόντισε να με κρατήσει στα ελληνικά όρια. Ο Ελύτης λέει, «μια ελιά, μια θάλασσα…». Αν με κλείσουν φυλακή και μου δώσουν τα άπαντα του Ελύτη, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο.

– Τον Ελύτη ξεχωρίζεις απ’ όλους;

– Και μου κάνει χαρά να θυμάμαι ότι ο πατέρας του, που λεγόταν Αλεπουδέλης και είχε μια σαπωνοποιία, του είπε «έλα ν’ αναλάβεις» και του είπε «μπαμπά εγώ δεν θέλω τα σαπούνια». Και τον αποκλήρωσε. Κι όταν μετά πήρε το βραβείο Νομπέλ, μια κουβέντα του μ’ έκανε να κλάψω πολύ. «Πόσο λυπάμαι που δεν μιλάτε ελληνικά και μπορείτε να καταλάβετε μόνο το 15% απ’ αυτά που γράφω».

– Μιλάνε τις δικές τους γλώσσες όμως που εμείς δεν καταλαβαίνουμε.

– Οι γλώσσες οι δικές τους είναι ένας καθρέφτης αντικειμένων. «Excuse me» δεν θα πει «σου δίνω χώρο». Σε συγχωρώ όμως θα πει «συν-χώρο». Ολες οι λέξεις έχουν ένα βάθος. Δεν είναι λέξεις που τρέχουν στα στόματα. Είναι ιδέες και νοήματα που φιλοξενούνται στις καρδιές των ανθρώπων.

– Θα μου μιλήσεις δηλαδή για την ανωτερότητα της ελληνικής φυλής;

– Ανωτερότητα όχι με την έννοια «ζήτω η Ελλάς, κάτω όλοι οι άλλοι», όχι τέτοιο πράγμα. Η ανωτερότητα είναι η ταπεινότητά της, η γλυκύτητά της. «Το πνεύμα το άγιον, το κύριον, το ζωοποιόν», λέει η Εκκλησία. Μια κληρονομιά που άφησαν στους σύγχρονους τενεκέδες Ελληνες.

– Στο ερώτημα «πιστεύετε ότι η κουλτούρα σας είναι ανώτερη όλων των άλλων λαών;», το 89% των Ελλήνων λέει «ναι». Είσαι και εσύ μέσα σ’ αυτούς;

– Ναι και θα ζητωκραύγαζα, όχι για να πρωταγωνιστήσω σε μια επίδειξη ανωτερότητας αλλά για να πω μια αλήθεια που ο κόσμος σήμερα τη στερείται. Η κλασική αρχαιότητα έκανε τα έργα για να αγάλλονται οι θεοί. Οταν πήγα στο Λονδίνο στο Μουσείο λύγισα. Οπως έπεσα κάτω και στο Metropolitan Museum όταν είδα τα ειδώλια. Θεέ μου! Θεέ μου! Η ελληνική τέχνη είναι μια κυβέρνηση του πνεύματος. Ο Καντίνσκι είπε μια εξαιρετικά ωραία κουβέντα: «Σκεφτείτε δυο ανθρώπους οι οποίοι έχουν στα γόνατά τους ανοιγμένο ένα βιβλίο. Στο ελληνικό άγαλμα ένας άνθρωπος διαβάζει το βιβλίο, στο ρωμαϊκό είναι ένας πίθηκος, ο οποίος κοιτάζει ένα βιβλίο».

– Εάν όμως προβάλλεις τόσο πολύ το μεγαλείο των αρχαίων, μετά νομίζεις ότι όλος ο κόσμος σού οφείλει. Δεν ξέρω αν θυμάσαι έναν ταξιτζή που έκλεψε κάτι τουρίστες και όταν τον έπιασαν, είπε «μα, για να δουν την Ακρόπολη των προγόνων μου, δεν έπρεπε να μου δώσουν 200 ευρώ;».

– Εγώ δεν έχω καμία τέτοια αντίληψη. Το γεγονός όμως είναι ότι οι Ελληνες πήγαιναν στην αγορά όχι για ν’ αγοράσουν κονσέρβες, αλλά για ν’ αγορεύσουν… Πήγαινε ένας στο κέντρο, μιλούσε, γυρνούσε, έμπαινε άλλος. Και καλλιεργούσαν ένα πνεύμα. Αυτό είναι μια αξία καταπληκτική, και αν στη θέση των Ελλήνων ήταν οι Σκωτσέζοι, ζήτω οι Σκωτσέζοι.

– Εγώ θα επιμείνω. Εμείς τι σχέση έχουμε μ’ αυτό;

– Το να χαιρόμαστε που οι προπαππούδες μας έκαναν τέτοιο πολιτισμό, αυτό δεν θέλει ούτε να υποβιβάσει ούτε να ρίξει κανέναν. Ξέρεις εσύ άλλον πολιτισμό που να είπε «φέρτε όλα τα λεφτά να τα πετάξουμε στους θεούς»; Και έκαναν τον Παρθενώνα.

– Μήπως έχει περάσει τόσο νερό στο αυλάκι οπότε, να το πω σαν υπερβολή, δεν δικαιούμαστε να πιστεύουμε ότι είμαστε οι απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων;

– Ερχεται ο Πίτερ Μπρουκ και λέει «είμαι αιχμάλωτος των ελληνικών τραγωδιών». Οταν λοιπόν ο Μπρουκ σηκώνεται και λέει με σκυμμένο το κεφάλι, «ερχόμαστε ν’ ακουμπήσουμε αξίες οι οποίες είναι αξεπέραστες», αυτό τώρα, γιατί να μην το περηφανευτώ; Οχι για να πω σε κάποιον ξένο «εγώ είμαι Ελληνας, εσύ είσαι τίποτα», όχι, προς Θεού… Αλλά είναι γεγονός ότι ο πολιτισμός μας κατάφερε και προχώρησε πολύ πιο μπροστά. Εκανε το πνεύμα καθημερινότητα, είπε «εσείς πολεμάτε, εμείς κάνουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κανείς δεν θα σηκώσει σπαθιά…». Είμαι περήφανος πολύ ρε γαμώτο, που έχουμε μια τέτοια ιστορία και τέτοιους ανθρώπους από πίσω μας.

«Ο καλός Θεός φρόντισε να με κρατήσει στα ελληνικά όρια. Ο Ελύτης λέει, “μια ελιά, μια θάλασσα…”. Αν με κλείσουν φυλακή και μου δώσουν τα άπαντα του Ελύτη, δεν χρειάζομαι κάτι άλλο».

– Πόσων χρόνων είσαι;

– Εκλεισα τα 17 χθες… Είμαι 71.

– Α, το αντιστρέφεις.

– «Πόσες φορές δεν υποσχέθηκα να ζητήσω συγγνώμη / απ’ τους μήνες που δεν ήμουν ερωτευμένος. / Πόσες φορές δεν υποσχέθηκα να μη μεγαλώσω άλλο».

– Πώς δεν κατέβηκες ποτέ για δήμαρχος;

– Μου είπαν τόσες φορές. Τι να κάνω εγώ για δήμαρχος;

– Βουλευτής;

– Και βουλευτής μου είπαν. Δεν ξέρω αν γνωρίζεις τα κατορθώματα ενός δημάρχου στη Χιλή. Οι ταξιτζήδες έβαλαν ένα κουτί στο οποίο όλοι έγραφαν τις εντυπώσεις τους. Κάθε μήνα ο καλύτερος ταξιτζής έπαιρνε έπαινο. Δημιούργησε και μια παρέα από ντυμένους καρναβάλια, οι οποίοι όταν έβλεπαν αυτοκίνητα πάνω στα πεζοδρόμια, άρχισαν και χόρευαν γύρω από τα αυτοκίνητα. Εκανε καταπληκτικά πράγματα. Και εγώ έχω εκατό τέτοιες ιδέες.

– Για πες μου την πιο προωθημένη.

– Είπα ν’ αναρτήσουμε πέντε ταμπλό στις πέντε μεγάλες οδούς της Βέροιας και τα παιδιά της Γ΄ Λυκείου να γράφουν εκεί ό,τι θα ήθελαν να πουν στους συμπολίτες τους. «Είμαι ο τάδε, τα λεωφορεία μέχρι πότε θα πηγαίνουν Αγιο Γεώργιο;». «Προς το Παρίσι θα πάει κανένα;». «Είμαι η Ελένη, πέρασα στη Νομική, τα λεφτά στο σπίτι είναι λίγα, αν έχετε την καλοσύνη όσοι μπορείτε να με βοηθήσετε». Διάφορα τέτοια εξαιρετικά ωραία. Είπα να γράφουν στα πλαϊνά των λεωφορείων: «Συμπολίτη τι κάνεις; Είσαι καλά; Πάρε με τηλέφωνο».

– Ποιητής, ζωγράφος…

– Εχω γράψει 3.700 τόσα ποιήματα. Αλλά άμα με πει κανείς έτσι τον βαράω στα μούτρα. Οταν ήμουν 16 χρόνων ο μπαμπάς, πτωχευμένος, έκανε κάτι δουλειές και αγόρασε έναν πίνακα του Σιφναίου και τον έφερε δώρο σ’ εμένα. Κι όταν ήμουν φοιτητής, έπαιρνα 220 δραχμές την εβδομάδα, 50 δραχμές τις έδινα σε μια γκαλερί και αγόραζα έργα. Αγόρασα του Σικελιώτη ένα έργο, έναν «Ευαγγελισμό». Λέω «αυτό θα το πάρω εγώ», λέει «είσαι τρελός, ξέρεις πόσο κάνει; 20.000». Λέω «δεν έχει σημασία πόσο κάνει, εγώ θα το πάρω». Πώς τυχαίνει και έρχεται ο Σικελιώτης στην γκαλερί. Λέω «με συγχωρείτε, θέλω να πάρω αυτό το έργο». «Πάρ’ το παιδί μου». «Ναι, αλλά 20.000 κάνει, εγώ είμαι φοιτητής». «Ε, τι να κάνουμε;». Λέω «θα το κλέψω». Λέει «τι είσαι εσύ ρε;». Αρχίζουμε, μιλάμε, μιλάμε… λέει μετά: «Κώστα, δώσ’ το για 2.000». Και τον πήρα.

– Από πού το εμπνεύστηκες αυτό το παζάρι;

– Είμαι τρελαμένος με μια πράξη του Λένον. Επαιξαν μια φορά για τους σημαντικούς ανθρώπους του Λονδίνου, τις δούκισσες κ.τ.λ. Και λέει «καλησπέρα, ευχαριστούμε πάρα πολύ που ήρθατε, θα παρακαλούσα οι τελευταίες σειρές να δώσουν από 5 ευρώ και οι πρώτες σειρές να μας δώσουν τα βραχιόλια τους, τα δαχτυλίδια τους και τα κολιέ τους».

– Ελύτης και Λένον, λοιπόν.

– Μπιτκλομανής παιδιόθεν. Εκανα κι άλλο ωραίο. Με τη Μαίρη, τη γυναίκα μου, είχαμε ένα σπίτι στη Βέροια, όπου δύσκολα θα μετρούσες λιγότερους από 15 ανθρώπους μέσα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Κι επειδή αυτό δεν μας άφηνε στιγμή να είμαστε μόνοι, έγραψα μια ανακοίνωση στην πόρτα ότι «εγώ και η Μαίρη αποφασίσαμε για τρεις μέρες να μην έρθει κανένας στο σπίτι γιατί έχουμε να πούμε κάτι πολύ ερωτικό». Ηταν πολύ καλύτερο αυτό που έγραψα, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτό ήταν το νόημα… Ο Νταλάρας με λέει «τσογλάνι». Τον ξέρω από το ’70. Ημουν στον Σύλλογο Φοιτητών Βεροίας και τον φωνάξαμε να έρθει μαζί με τη Χαρούλα, που τότε πρωτοέβγαινε. Στο κέντρο «Η ελιά» είχε γύρω γύρω 500 μυστικούς αστυνομικούς. Και αρχίζει με το: «Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός». Είναι ευαίσθητο τσογλάνι ο Γιώργος, ωραίος άνθρωπος.

– Πώς αντιμετωπίζουν τις τρέλες σου οι συμπολίτες σου;

– Είχαμε ένα διαμέρισμα απέναντι από το Γυμνάσιο, ένα ρετιρέ που κοιτούσε την αυλή του σχολείου και κάναμε χορογραφίες στο μπαλκόνι, 15 άτομα. Και όλοι οι μαθητές στράφηκαν στο ρετιρέ και κοιτούσαν εμάς. Χτυπάει το κουδούνι, κανείς δεν φεύγει. Φωνάζουν οι καθηγητές, «ελάτε, χτύπησε το κουδούνι», τίποτε.

– Σαμποτάζ στους καθηγητές.

– Ναι, σαμποτάζ σε μια καθημερινή επαναληπτικότητα που δεν ξέρει να συγκινεί τις ψυχές των ανθρώπων.

Το βιβλίο

Ο Ναζλίδης κυκλοφορεί πάντα φορτωμένος. Με βιβλία, χειρόγραφα, πίνακες ζωγραφικής. Αυτή τη φορά όμως κρατάει μόνο ένα βιβλίο: «Απομνημονεύματα της μνήμης»! «Οι 300 της Βέροιας», μου λέει σκανδαλιάρικα και μου εξηγεί: «Εγραψα 140 ιστορίες ανθρώπων της πόλης. Κι αφού τις έγραψα, ένα βράδυ λέω στους φίλους μου, “ρε παιδιά μήπως έχουν ενδιαφέρον αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι κέρδισαν τα αισθήματα και τις καρδιές των ανθρώπων;”. Και δεν ήταν Δήμαρχοι, Νομάρχες, Αστυνομικοί… Και τελικά 40 άτομα έγραψαν για 300 ανθρώπους. Αλλος έγραψε για πέντε, άλλος για δύο. Για τη Μαριγούλου! Ηταν μια κυρά σαλεμένη, η οποία κάθε βράδυ ντυνόταν με ωραία ρούχα, με χρυσαφικά και καθόταν στο παράθυρό της και περίμενε τον πρίγκιπα να έρθει να την κλέψει. Εκανε δωρεάν μύθους για την πόλη η Μαριγούλου. Ο Πολυχρόνης ο αρτοποιός ο οποίος είχε ένα αράβικο, μαύρο άλογο. Ανέβαινε στο άλογο και περνούσε όλη την πόλη, πάνω κάτω. Τάκα-τούκα, τάκα-τούκα, περήφανο άλογο, καταπληκτικό. Ο Ερωτόκριτος ο Κατσαβουνίδης με την παρέα του, πήραν τώρα κάτι σαν το Νομπέλ Φυσικής για τα βαρυτικά κύματα. Σκέψου το, δηλαδή, σαν κινηματογράφο. Ολη η πόλη ν’ ανασταίνεται».

Ακούστε το podcast εδώ 

Read Original