Με κατά κεφαλήν ΑΕΠ που πλησιάζει τα 113.000 δολάρια, το Κατάρ θεωρείται αυτή τη στιγμή η τέταρτη πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Ωστόσο, αυτό που λίγοι γνωρίζουν είναι πως, πριν ανακαλύψει πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου στο υπέδαφός του το 1939, η ζωή εκεί περιστρεφόταν γύρω από τα μαργαριτάρια. Κι αυτά είχαν κομβικό ρόλο στην κουλτούρα, την πολιτική, τις διπλωματικές σχέσεις και στο βιοτικό επίπεδο των ντόπιων για χιλιάδες χρόνια. Τα ηνία κρατούσε η βασιλική οικογένεια Αλ Τανί του Κατάρ, η οποία δέσποζε στην τοπική βιομηχανία μαργαριταριών. Στο απόγειό της έφθασε, δε, στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα του CNN και του moneyreview.gr. Συγκεκριμένα, τα μαργαριτάρια του Περσικού Κόλπου είχαν μεγάλη απήχηση στην αναδυόμενη μεσαία τάξη στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Το Κατάρ αναδείχθηκε ως κυρίαρχη δύναμη ανάμεσα στους γείτονές του στον Κόλπο, τα σημερινά ΗΑΕ, απασχολώντας το 1907 το 48% του πληθυσμού σε παραγωγικές ηλικίες (ή σχεδόν όλους τους άνδρες) στη βιομηχανία των μαργαριταριών.
Το 1958, όμως, η άνθηση έφθασε στο τέλος της. «Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, κανένα πλοίο με μαργαριτάρια δεν έφυγε από το λιμάνι της Ντόχας», ανακοίνωνε τότε ο Βρετανός αντιπρόσωπος στον Κόλπο, ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, της ανακάλυψης του «μαύρου χρυσού» στην περιοχή. Η συμβολή των μαργαριταριών στη ζωή του Κατάρ είναι ακόμη εμφανής, από την Τέχνη μέχρι και τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Κάποιοι παρατηρητικοί θα δουν και τα μαργαριταρένια πλακάκια στους σταθμούς του μετρό της Ντόχας. Επίσης, οι τουρίστες έχουν την ευκαιρία να αγοράσουν σπάνια μαργαριτάρια από τους ελάχιστους πλέον αλιείς/δύτες που τα εμπορεύονται. Παρότι το Μπαχρέιν και τα ΗΑΕ έχουν επαναφέρει τα τελευταία χρόνια, αν και σε πολύ μικρότερο μέγεθος, το εμπόριο μαργαριταριών, το Κατάρ έχει μείνει πίσω, αλλά προωθεί όλο και περισσότερο την ιστορία του. Για παράδειγμα, κάποια ντόπια φεστιβάλ περιλαμβάνουν διαγωνισμούς κατάδυσης για εύρεση μαργαριταριών ή σχετικές παραδοσιακές δραστηριότητες. Και βέβαια η ιστορία των μαργαριταριών έχει θέση στα μουσεία του Κατάρ.
Υπό αυτό το πρίσμα αξίζει να αναφερθεί όμως ότι οι συνθήκες για τους δύτες διέφεραν πλήρως από εκείνες για τους πλουσίους που τα εμπορεύονταν. Οι δύτες μπορεί να έμεναν περισσότερους από τέσσερις μήνες κάθε καλοκαίρι στη θάλασσα. «Δεν είχαν πολλά να φάνε εκτός από ρύζι, ψάρι και ίσως λίγο ψωμί, επομένως ένα πρόβλημα που είχαν ήταν το σκορβούτο. Η ποσότητα του νερού ήταν αυστηρά περιορισμένη, άρα έκαναν μπάνιο στη θάλασσα και ήταν βρεγμένοι όλη την ώρα, έτσι είχαν άθλιες μυκητιακές λοιμώξεις», δήλωσε στο CNN ο Ρόμπερτ Κάρτερ, αρχαιολόγος στο Κατάρ και συγγραφέας με ειδίκευση στα μαργαριτάρια. Οι δύτες έκαναν 50 με 60 καταδύσεις την ημέρα, στη διάρκεια των οποίων συχνά τραυματίζονταν από σαλάχια ή σκοτώνονταν από καρχαρίες. Οι καταδύσεις γίνονταν με το βάρος μιας πέτρας και οι δύτες, αφότου συνέλεγαν 20 στρείδια, τραβούσαν ένα σχοινί, ώστε να τους βγάλουν στην επιφάνεια. Τα μαργαριτάρια μεταφέρονταν σε κλειδωμένα κουτιά, ενώ όποιος επιχειρούσε να τα κλέψει είχε σοβαρότατες συνέπειες.