H δίψα για πετρέλαιο οδηγεί και πάλι την τιμή προς τα 100 δολάρια

1 year ago 66

Καθώς τα lockdown για την αντιμετώπιση της Covid -19 παρέλυσαν τον κόσμο το 2020, ο Μπέρναρντ Λούνι, διευθύνων σύμβουλος της BP Plc, έκανε μια εκπληκτική παραδοχή: Σκέφτηκε ότι η ζήτηση πετρελαίου μπορεί να μην επιστρέψει ποτέ ξανά στο απόγειό που είχε φτάσει πριν από την πανδημία. Αλλά πρόσφατα εγκατέλειψε αυτή την εκτίμηση.

Μετά την ανακοίνωση φιλόδοξων σχεδίων για τη μείωση των εκπομπών, η BP, ένας από τους κορυφαίους παραγωγούς αργού στον κόσμο, ρίχνει τώρα περισσότερα χρήματα στα ορυκτά καύσιμα. Και τούτο γιατί η κατανάλωση πετρελαίου οδεύει προς νέο ρεκόρ φέτος, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, που συμβουλεύει τις μεγάλες οικονομίες. Η προσφορά – που πλήττεται από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την επιβράδυνση της ανάπτυξης των σχιστολιθικών κοιτασμάτων των ΗΠΑ και τις ανεπαρκείς επενδύσεις στην παραγωγή – δεν μπορεί να συμβαδίσει.

Όλα καταλήγουν στην Κίνα: Ο δεύτερος μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου στον κόσμο διψάει και πάλι για πετρέλαιο, αφότου έριξε τίτλους τέλους στην πολιτική της μηδενικής ανοχής έναντι της Covid-19. Σε ένα πλαίσιο περιορισμένης προσφοράς, η ώθηση της ζήτησης έχει κάνει όλους, από την Goldman Sachs Group Inc. μέχρι τον εμπορικό οίκο Vitol Group, να προβλέπουν ράλι στα 100 δολάρια το βαρέλι μέσα στη χρονιά.

«Η ζήτηση από την Κίνα είναι πολύ ισχυρή», δήλωσε στο Bloomberg ο Αμίν Νάσερ, Διευθύνων Σύμβουλος της Saudi Aramco – της μεγαλύτερης εταιρείας πετρελαίου στον κόσμο.

Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του έτους, λένε οι αναλυτές, η αγορά θα αντιμετωπίσει έλλειψη – ένα σενάριο που θα εξετάσουν οι ηγέτες του κλάδου, οι οποίοι και θα συναντηθούν αυτήν την εβδομάδα στο Χιούστον για το CERAWeek της S&P Global, ένα σημαντικό ετήσιο ενεργειακό συνέδριο.

Η τρέχουσα κρίση δείχνει ότι ακόμη και όταν ο κόσμος αγκαλιάζει πιο καθαρές πηγές ενέργειας, η δίψα για πετρέλαιο είναι δύσκολο να σβήσει. Ενώ η πτώση της προσφοράς ήταν ένα όφελος για τους παραγωγούς αργού και τους επενδυτές τους, σφυροκοπεί τους καταναλωτές και περιπλέκει τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να δαμάσουν τον πληθωρισμό.

«Η άποψή μου είναι ότι οι άνθρωποι υποτιμούν τη ζήτηση και υπερεκτιμούν την παραγωγή των ΗΠΑ», σχολίασε ο Σάαντ Ραχίμ, επικεφαλής οικονομολόγος της Trafigura Group, στο περιθώριο του συνεδρίου International Energy Week στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα.

Η Ασία οδηγεί τη ζήτηση

Στον απόηχο της απότομης αντιστροφής του Covid Zero  η οικονομία της Κίνας αναζωπυρώνεται, ενισχύοντας τη ζήτηση πετρελαίου. Η μεταποίηση σημείωσε τη μεγαλύτερη βελτίωση σε περισσότερο από μια δεκαετία τον περασμένο μήνα, η δραστηριότητα των υπηρεσιών ανεβαίνει και η αγορά κατοικίας σταθεροποιείται.

Η επαναλειτουργία σημαίνει ότι η κινεζική κατανάλωση πετρελαίου πρόκειται να σκαρφαλώσει σε επίπεδα – ρεκόρ φέτος. Η ημερήσια ζήτηση θα φτάσει στο ιστορικό υψηλό των 16 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα μετά τη συρρίκνωση το 2022, σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση 11 συμβούλων με επίκεντρο την Κίνα που ρωτήθηκαν από το Bloomberg News νωρίτερα φέτος.

Δεν είναι μόνο η Κίνα. Η Ινδία και άλλες χώρες σε όλη την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού καταναλώνουν περισσότερο πετρέλαιο καθώς ανοίγουν ξανά τα σύνορα, συμβάλλοντας στην αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης στα 101,9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα φέτος και ενδεχομένως βυθίζοντας την αγορά σε έλλειμμα μέχρι το δεύτερο εξάμηνο, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (IEA). Η εναέρια κυκλοφορία ανακάμπτει, ενισχύοντας τη χρήση καυσίμων τζετ. Και η όρεξη για αργό στις ΗΠΑ και την Ευρώπη έχει επίσης ανακάμψει.

Η αναβίωση των διεθνών ταξιδιών με την επανεμφάνιση της Κίνας θα είναι ένας από τους «κινητήρες που θα οδηγήσουν τη ζήτηση προς τα εμπρός», τόνισε ο Κρίστοφρερ Μπέικ έλος της εκτελεστικής επιτροπής της Vitol, στο συνέδριο της Διεθνούς Εβδομάδας Ενέργειας. «Πιστεύω ότι θα δούμε αυτή την πρόοδο τους επόμενους μήνες».

Το εμπάργκο στα ρωσικά καυσίμα

Η προσφορά δεν ανταποκρίνεται στην αύξηση της ζήτησης. Αν και οι εξαγωγές πετρελαίου της Ρωσίας δια θαλάσσης παρέμειναν ανθεκτικές τον περασμένο μήνα, οι παρατηρητές της αγοράς αναζητούν σημάδια διακοπής μετά το εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών του G7 από τις εισαγωγές πετρελαίου και καυσίμων δια θαλάσσης. Οι εξαγωγές της Ρωσίας απειλούνται καθώς η Ινδία, κορυφαίος αγοραστής, αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις από τραπεζίτες για να δείξει ότι τα φορτία της συμμορφώνονται με το ανώτατο όριο τιμής των 60 δολαρίων το βαρέλι που επιβλήθηκε από την G7.

Και η στάση ΟΠΕΚ και ΗΠΑ

Ο ΟΠΕΚ, εν τω μεταξύ, δεν υποχωρεί από τους στόχους παραγωγής που έθεσε τον Οκτώβριο. Ο υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν δήλωσε ότι οι στόχοι θα παραμείνουν αμετάβλητοι για το υπόλοιπο του έτους. Η προσφορά του ΟΠΕΚ διολισθαίνει έτσι από τα υψηλότερα επίπεδα του περασμένου έτους και οι ΗΠΑ δεν έρχονται αυτή τη φορά να σώσουν την κατάσταση. Η παραγωγή από σχιστολιθικά κοιτάσματα αυξάνεται με βραδύτερο ρυθμό καθώς οι παραγωγοί δεν βρίσκουν εύκολα πια προνομιακές περιοχές για γεωτρήσεις. Η παραγωγή των ΗΠΑ έπεσε στην αρχή της πανδημίας και εξακολουθεί να είναι περίπου 800.000 βαρέλια χαμηλότερα από το ρεκόρ των 13,1 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως που είχε επιτευχθεί στις αρχές του 2020.

Η επιβράδυνση έρχεται ακόμη και όταν η Exxon Mobil Corp., η Chevron Corp. και οι ανταγωνιστές τους αντλούν περισσότερο πετρέλαιο από τη λεκάνη Permian του Δυτικού Τέξας και του Νέου Μεξικού. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Chevron, Μάικ Γουίρθ, δήλωσε στο Bloomberg Television την 1η Μαρτίου ότι η παγκόσμια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα είναι περιορισμένη και η αύξηση της προσφοράς σχιστολιθικού αργού στις ΗΠΑ είναι απίθανο να καλύψει το έλλειμμα εάν η ζήτηση αυξηθεί αργότερα μέσα στο έτος. «Καθώς μπαίνουμε στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, οι κίνδυνοι για την ανοδική πορεία κατανάλωσης και τιμών αρχίζουν να συσσωρεύονται», είπε ο Γουίρθ.

Έτσι ενώ πριν από λίγο καιρό ο ένας μετά τον άλλο οι επενδυτικοί οίκοι υποβάθμιζαν τις εκτιμήσεις τους για τις τιμές του πετρελαίου, επικαλούμενοι και τους φόβους για ύφεση, τώρα έρχονται και πάλι να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις. O Τζεφ Κάρι, επικεφαλής ερευνών της Goldman Sachs, βλέπει πλέον την τιμή να σπάει το φράγμα των 100 δολαρίων φέτος.

Read Original