H Ανάσταση που προσδοκώ

1 year ago 58

Γράφουν: Στέλιος Ράμφος, Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Σωτήρης Δημητρίου, Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, Στέλιος Βιρβιδάκης

Στέλιος Ράµφος
Συγγραφέας

Κλήση ελευθερίας

Ανήκω στην κατηγορία εκείνων οι οποίοι όταν διαβάζουν τα ευαγγελικά κείμενα αναζητούν στο γράμμα το συμβολικό του βάθος. Εκεί τα πράγματα φανερώνουν και τη σημασία τους για τη ζωή, κάτι που κάνει τα κείμενα διαχρονικά. Αναδεικνύεται έτσι ο εξαιρετικός χαρακτήρας των γεγονότων, τα οποία βεβαιώνουν πως ήλθε η Βασιλεία του Θεού επί της γης, ότι δηλαδή το θέλημά μας μπορεί, χάρη στον Ιησού Χριστό, να ενωθεί με εκείνο του Θεού υπερβαίνοντας τη φυσική μας παρόρμηση. Με γνώμονα τη σκέψη πως είναι άλλο το περιεχόμενο του κειμένου και άλλο το μήνυμα του βάθους του, αντί να μυθοποιώ τα γραφόμενα, προσπαθώ να κατανοήσω τη σημασία τους. Ως γνωστόν, η αλήθεια ξεπερνά τα στοιχεία της.

Καθώς τα σύμβολα είναι διαρκώς παρόντα στην ψυχική μας ζωή, αποκλείεται η εκτός τους γόνιμη πνευματική επαφή με κρίσιμα κείμενα, όπως η αφήγηση της Αναστάσεως από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Τα λόγια αυτού του κειμένου είναι κατάφορτα από συμβολισμούς και νοήματα που συγκροτούν τη σπουδαιότητά του ανεξάντλητα. Το διαβάζω όχι για να ελέγξω την ιστορική του ακρίβεια, αλλά για να κατανοήσω μια ζωή με όρους αυθυπερβάσεως, πέρα από τις ψευδαισθήσεις των κοινωνικών συμβάσεων. Το μήνυμα του Χριστού είναι καθαρό: Η αλλαγή της ζωής σας βρίσκεται στα χέρια σας, στην αλλαγή των «θέλω» σας και όχι κάποιων εξωτερικών συνθηκών.

Από τα θέματα στα οποία έχω σταθεί ήταν πως στους τρεις πυλώνες της «βιογραφίας» του Ιησού, η μεν Γέννηση και η Σταύρωση βασίζονταν και σε μαρτυρική παρουσία τρίτων, ενώ η Ανάσταση, το κορυφαίο κατεξοχήν υπερβατικό της γεγονός, αυτό καθαυτό ήταν αμάρτυρο και έμενε έτσι αναπόδεικτο, προκαλώντας δριμείες αμφισβητήσεις, όπως εκείνη του εθνικού φιλοσόφου Κέλσου.

Στη μεν Γέννηση του Χριστού και Μεσσία, που έρχεται για να ενώσει τη γη με τον ουρανό, αντί για παντοδύναμο ον βλέπουμε ένα παντοδύναμο βρέφος και μάρτυρες του γεγονότος, εκτός του Ιωσήφ, τους αγραυλούντες ποιμένες. Κι όμως αυτή η παράδοξη έλευση του Μεσσία καινίζει τον κόσμο και τον χρόνο του, επειδή ακριβώς μας καλεί να βιώσουμε στο πνεύμα της αδυναμίας του βρέφους την αγάπη και την έγνοια για τον συνάνθρωπο. Δεν χρειάζεται, άρα, κάποια μοναδικότητα ώστε να υπάρχουμε ανθρώπινα: αρκεί να είμαστε ο απαραποίητος εαυτός μας – είναι το μήνυμα του αδιανόητου συμβάντος, εφόσον ανιχνεύσουμε πίσω από τον συμβολισμό του κειμένου ψυχικές εικόνες.

Το μήνυμα του Χριστού είναι καθαρό: Η αλλαγή της ζωής σας βρίσκεται στα χέρια σας, στην αλλαγή των «θέλω» σας και όχι κάποιων εξωτερικών συνθηκών.

Επίσης στη Σταύρωση έχουμε πλήθος μαρτύρων, κυρίως στους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι εκτελούν την καταδικαστική απόφαση. Γεννάται βέβαια το μεγάλο ερώτημα γιατί αν και Θεός, ο Χριστός έπρεπε να πεθάνει; Συσταυρωμένοι ληστές και εκτελεστικό απόσπασμα το θέτουν σαρκαστικά, ενώ τα κείμενα (Λουκάς, 24, 46-47· Ιωάννης, 20, 22-23) διαβεβαιώνουν ότι μόνο έτσι μπορούσε να πάρει επάνω Του την αμαρτία του κόσμου. Οχι παραβατικές συμπεριφορές του τύπου των Δέκα Εντολών της Παλαιάς Διαθήκης, για τις οποίες προβλέπεται τιμωρητική ανταπόδοση, αλλά την ίδια την ανθρώπινη ενοχή, ως ζωή υπό όρους τους οποίους άλλοι θέτουν για εμένα και υπό τον φόβο που απλώνει την εξουσία των ενοχών αυτών στην ψυχή. Γιατί ένας βαθύς φόβος γεννά τις ενοχές μέσα μας. Την ανελεύθερη ύπαρξη στον φόβο παίρνει επάνω Του με τη Σταύρωση ο Χριστός. Πιστός στην αλήθεια Του και αλήθεια της ελευθερίας, ο σταυρωμένος Μεσσίας μας δυναμώνει να σπάσουμε το φράγμα της αγωνίας και στη θέση της δειλίας να βάλουμε την επιθυμία της κοινωνίας.

Αντιθέτως, στην Ανάσταση δεν υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας. «Παραδόξως» θα έλεγα, διότι τόσο στην Ανάσταση του Λαζάρου όσο και σε εκείνη της κόρης του Ιαείρου, αλλά και στην Ανάσταση του γιου της χήρας της Ναΐν, τα γεγονότα ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια πλήθους ανθρώπων και η αυθεντικότητά τους είναι αναντίρρητη. Πρόκειται για κοινό τόπο όλων των Ευαγγελιστών, που περιβάλλει την έκθεση των συμβάντων με συμβολικό βάθος, καθώς αντί να κατονομάζει πράγματα, φανερώνει τη μεγάλη σημασία του κενού τους.

Οπως η νέα ημέρα ορθρίζει και ανατέλλει ο ήλιος, γράφει ο Μάρκος, τρεις γυναίκες, η Μαρία Μαγδαληνή, η Μαρία, μητέρα του Ιακώβου του μικρού, και η Σαλώμη, μητέρα των παιδιών του Ζεβεδαίου, Ιακώβου και Ιωάννη, κατευθύνονται προς τον τάφο του Ιησού, να αλείψουν με άρωμα το σώμα Του, να διατηρήσουν δηλαδή ζωντανή σαν πνευματική παρουσία τη μνήμη του Εσταυρωμένου. Το πρόβλημά τους ήταν ποιος θα κυλήσει την πελώρια πέτρα από την είσοδο του μνήματος για να μπουν μέσα, με άλλα λόγια πώς θα ήταν οι ίδιες ψυχικά ανοιχτές σε αυτό που θα αντίκριζαν. Ομως φθάνοντας διαπιστώνουν ότι ο βράχος είχε μετατοπισθεί, οπότε προχωρούν ανενδοίαστα. Εισέρχονται στο σκοτεινό μνήμα και βλέπουν τρομαγμένες έναν νέο, με ολόλευκα ενδύματα σαν φως, να κάθεται δεξιά από το σημείο που είχαν αποθέσει το σώμα του Ιησού. Ηταν άγγελος, έκφραση της μεταβάσεως από τη νύχτα στο φως της ζωής, ο οποίος προφανώς και είχε κυλήσει τον βράχο. Τους είπε: μην τρομάζετε. Ο Ιησούς τον οποίο αναζητείτε αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Πείτε στους μαθητές Του και στον Πέτρο ότι σας περιμένει στη Γαλιλαία, όπου θα τον συναντήσετε. Εκείνες τότε έφυγαν αναστατωμένες και από τον φόβο τους δεν είπαν σε κανέναν τίποτα.

Η Ανάσταση είναι γυναικεία υπόθεση. Καθώς οι γυναίκες είναι τα ανθρώπινα όντα που γεννούν, έχουν το προνόμιο να βιώνουν τη νίκη της ζωής επί του θανάτου.

Η Ανάσταση είναι γυναικεία υπόθεση. Αυτές πηγαίνουν να μυρώσουν το σώμα του Χριστού, αυτές πρώτες μαθαίνουν ότι ανέστη. Η ίδια η γνώση τους συνδυάζεται με τα γυναικεία αισθήματα. Καθώς είναι τα ανθρώπινα όντα που γεννούν, έχουν το προνόμιο να βιώνουν τη νίκη της ζωής επί του θανάτου. Ολα τούτα ωστόσο έρχονται μετά το γεγονός της Αναστάσεως. Διότι αυτόπτες μάρτυρες δεν υφίστανται, μολονότι θα μπορούσαν να υπάρχουν για να την επιβεβαιώσουν. Πώς να καταλάβουμε αυτό το κομβικής σημασίας κενό, αφού, όπως γράφει ο Παύλος στους Κορινθίους, εάν δεν αναστήθηκε ο Ιησούς, η πίστη σε Αυτόν δεν έχει καμία αξία;

Θα μπορούσε, ας πούμε, να περιμένει ο άγγελος τις γυναίκες για να δουν με τα μάτια τους την Ανάσταση, όμως δεν το έκανε. Πρέπει να υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος για αυτή την «παράλειψη», οπότε καλώς θα αναζητήσουμε στο «κενό» βαθύτερη σημασία – έναν σκοπό ανώτερο από την εξωτερική αίσθηση και να προσλάβουμε το μυστήριο της Αναστάσεως ως εσωτερική μας υπόθεση. Ως τέτοιο θα προκαλέσει την ανάδυση μιας πίστεως ελεύθερης από την όποια αντικειμενική εξακρίβωση, είτε ιδεοληπτική πεποίθηση, η οποία καταλήγει με το πέρασμα των χρόνων σε τελετουργικό και πανηγυρικό απλώς εορτασμό. Με την Ανάσταση ως ψυχικό γεγονός που αφορά τους πάντες, ανακαλύπτουμε τον Χριστό σαν ριζική εμπειρία υπαρξιακής αφυπνίσεως και γινόμαστε οι ίδιοι μάρτυρες της Αναστάσεώς Του. Τυχαία μήπως η ευαγγελική Ανάσταση δεν αναφέρεται σε μεταθανάτιο επάνοδο του Χριστού στη φυσική ζωή, αλλά σε φανέρωσή Του «εν ετέρα μορφή», ή αλλιώς σε μεταμορφωτική επιστροφή στον εαυτό μας και στο ζωντανό παρόν;

Να κατανοήσουμε την Ανάσταση σαν αναγέννηση σε καινούργιο χρόνο. Μιλώ για αφύπνιση εσωτερική, ώστε να ζω τον κόσμο όπως είναι, χωρίς να ταυτίζομαι μαζί του. Να ξαναβρίσκω τον εαυτό μου στην ψυχική άνοιξη, στην πίστη ως εμπιστοσύνη και δεσμό με τον συνάνθρωπο, που επαναφέρει μέσα μου την τραυματισμένη ενότητα. Αυτή την Ανάσταση ούτε με μαγειρίτσα την τιμούμε και γιορτάζουμε, ούτε με κόκκινα αυγά, ούτε με οβελία, όλα τους συμπαθείς παραδοσιακές υπεκφυγές της αυθεντικής. Ούτε καν με «ηθική τελειότητα». Διότι με την ηθική των κριτηρίων της λογικής σχετικοποιούμε τη συνείδηση σε όρια απολύτου ελαστικότητος. Ο άλλος παύει πλέον να αποτελεί όριο απαραβίαστο και ανυπέρβατο, ενώ στον εξισωτισμό μαζί του η αυτονομία μου καταντά «αλήθεια» να παραβλέπω την αλήθεια κατά περίσταση, όπως ο Πόντιος Πιλάτος.

Η Ανάσταση είναι λυτρωτική υπό την έννοια ότι μας ελευθερώνει από τα εσωτερικά βαρίδια. Είναι καινούργια αρχή ως διαρκής εγρήγορση της συνειδήσεως. Η ψυχική ταραχή που τη συνοδεύει οφείλεται σε βαθιά συγκίνηση, κάτι πολύ δυνατότερο από το συναίσθημα που προκαλούν οι εντυπώσεις. Προδίδει έναν συγκλονισμό ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναπροσανατολισμό της θελήσεως, σε μια ηθική ανοιχτής καρδιάς, ελεύθερη από συμβατικά και τυποτελετουργικά στερεότυπα που την κλείνουν. Είναι μια κλήση ελευθερίας και αντιστάσεως στην επιθετικότητα του βιολογικού μας, και όχι μόνο, εαυτού.

Σταύρος Ζουμπουλάκης
Συγγραφέας 

«Νεοποιείς τους γηγενείς ο Πλαστουργός» 

Σήμερα, Μεγάλο Σάββατο, το πρωί, στην ακολουθία του εσπερινού της Κυριακής του Πάσχα, διαβάζονται στις εκκλησίες οι πρώτοι στίχοι (1:1-13) του βιβλίου της Γενέσεως. Θα σχολιάσουμε τον πρώτο στίχο: «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Αυτές οι δέκα λέξεις είναι από τις πιο βαρυσήμαντες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και τι διατύπωση, τι συμπύκνωση! Εχουν γραφεί για αυτές χιλιάδες χιλιάδων σελίδες και θα εξακολουθήσουν να γράφονται, όσο ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι αυτό που γνωρίζουμε. Οι αιώνες διάβασαν διαφορετικά ο καθένας τούτο τον στίχο. Σήμερα πάντως δεν τον διαβάζουμε για να μάθουμε κοσμολογία ή αστροφυσική. Αλλού αναζητούμε το νόημά του. 
 
Το πρώτο και κύριο που πρόδηλα σημαίνει αυτή η μικρή φράση είναι ότι η γη αυτή πάνω στην οποία ζούμε, τα βουνά και οι κάμποι της, οι λίμνες και τα ποτάμια και οι θάλασσές της, δεν ανήκουν σε κανέναν άνθρωπο, σε κανέναν λαό, σε καμία φυλή. Τα έφτιαξε ο Θεός και είναι δικά του. Ανήκουν στον Θεό. «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψλ 23 (24):1). Η φράση αυτή ακυρώνει εξαρχής και εκ των προτέρων κάθε εθνικισμό, κάθε ρατσισμό και κάθε είδους φράχτη. Εχει σημασία να τη διαβάσουμε σωστά! Φιλοξενούμενοι είμαστε όλοι, άτομα και λαοί, πάνω σε αυτή τη γη, την οποία ευδόκησε να δημιουργήσει για χάρη μας ο κοινός Πατέρας.
 
Το δεύτερο που σημαίνει τούτη η εναρκτήρια φράση της Βίβλου είναι πως άλλο ο Θεός και άλλο ο κόσμος. Από τη μια υπάρχει ο Θεός και από την άλλη ο κόσμος, η κτίση. Η φράση ακυρώνει εξαρχής και εκ των προτέρων κάθε λατρεία και θεοποίηση του κόσμου, κάθε πανθεϊσμό και κάθε παγανισμό. 
 
Ενας πιστός Ιουδαίος αναγνώστης της Βίβλου θα μπορούσε ωστόσο να προσθέσει ότι η φράση δεν προακυρώνει μόνο τον παγανισμό αλλά και τον ίδιο τον χριστιανισμό, που έχει για θεμέλιό του την Ενσάρκωση, το γεγονός δηλαδή ότι ο άναρχος Θεός λαβαίνει δούλου μορφή, γίνεται άνθρωπος και πεθαίνει κιόλας, όπως όλοι οι άνθρωποι, και μάλιστα ατιμωτικά. Είναι δυνατό ο υπερβατικός Θεός, ο Δημιουργός του κόσμου, να περπατάει ανάμεσα στους ανθρώπους, στη λάσπη και τη σκόνη της Παλαιστίνης; Τι γίνεται τότε με την απόλυτη τομή ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, τον Κτίστη και το κτίσμα;  
 
Το ζήτημα είναι σοβαρό και η χριστιανική σκέψη το έθεσε από νωρίς στον εαυτό της. Το έργο του αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας «Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου και της διά σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού» έδωσε τη χριστιανική απάντηση στο ερώτημα, την οποία ακολούθησαν ουσιαστικά και όλοι οι μεταγενέστεροι πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ο χριστιανισμός δεν μετακινείται ούτε χιλιοστό από τη βιβλική  πίστη ότι η απόσταση Θεού και κτίσης είναι άπειρη, γιατί είναι διαφορά φύσεως, και οι φύσεις δεν συγχέονται. Ο άνθρωπος ακόμη και όταν γίνει κοινωνός θείας φύσεως (2Πε 1:4) παραμένει κτίσμα, εις τον αιώνα των αιώνων. Στο μεγάλο αυτό κείμενο, ο άγιος Αθανάσιος συνδέει την Ενσάρκωση με τη νίκη επί του θανάτου. Ο Θεός που ευδόκησε να δημιουργήσει από αγάπη τον κόσμο –θα μπορούσε και να μην τον είχε δημιουργήσει–, δεν αντέχει να τον βλέπει να χάνεται, να είναι υποχείριος του θανάτου. Από την ίδια ακριβώς ελεύθερη αγάπη κινούμενος έστειλε τον Μονογενή του, να σαρκωθεί και να σταυρωθεί, για να λυτρώσει τον άνθρωπο από τη δυναστεία του θανάτου. Ο Λόγος όμως δεν μπορούσε να πεθάνει γιατί είναι αθάνατος, γι’ αυτό πήρε το σώμα το δικό μας που πεθαίνει, «ίνα τούτο του επί πάντων Λόγου μεταλαβόν, αντί πάντων ικανόν γένηται τω θανάτω, και διά τον ενοικήσαντα Λόγον άφθαρτον διαμείνη, και λοιπόν από πάντων η φθορά παύσηται τη της αναστάσεως χάριτι» («για να γίνει αυτό το σώμα, μετέχοντας στον Λόγο που είναι πάνω από όλα, ικανό να  πεθάνει για όλους, και χάρη στον Λόγο που ενοικεί σε αυτό να παραμείνει άφθαρτο, και να πάψει πια η φθορά σε όλους, με τη χάρη της ανάστασης», PG 25, 112A). Η Ενσάρκωση μεταβάλλει τη συνθήκη του θνητού ανθρώπου, και γι’ αυτό χωρίς τον Σταυρό και την Ανάσταση δεν θα είχε κανένα νόημα, θα ήταν μάταιη. 
 
Ιδού λοιπόν ο λόγος που διαβάζουμε το  Πάσχα την αρχή της Γενέσεως, για να συνδεθεί η Δημιουργία με τη νέα δημιουργία που εγκαινιάζει η Ανάσταση. Αν η Δημιουργία είναι έκφραση της αγάπης του Θεού, τότε ο Σταυρός και η Ανάσταση είναι το αποκορύφωμα της ίδιας παντοτινής αγάπης. Σε ένα τροπάριο του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου (εσπέρας Μ. Παρασκευής), ψάλλουμε: «Νεοποιείς τους γηγενείς ο Πλαστουργός, χοϊκός χρηματίσας». Το ίδιο ρήμα με τον στίχο της Γενέσεως (ποιώ, αλλά εδώ σύνθετο: νεοποιώ) και το ίδιο υποκείμενο (ο Θεός Δημιουργός). Με την Ανάσταση, ο προαιώνιος Λόγος αναδημιουργεί το κτίσμα του, που μένει πάντα κτίσμα, και εγκαινιάζει την καινή βιοτή. 

H Ανάσταση που προσδοκώ-1Η εκκλησία του Προφήτη Ηλία στο Λαύριο. «Τι είναι η πίστη», αναρωτιέται ο Χρυσόστομος Α. Σταμούλης, κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. «Η υπόσταση των ελπιζομένων και η αβεβαίωτη βεβαίωση πραγμάτων που δεν βλέπουμε, αλλά υποψιαζόμαστε. Υποψιαζόμαστε οσφραντικά, από το ενθάδε, το επέκεινα. Από το εδώ το αλλού». Φωτ. AP/PETROS GIANNAKOURIS

Ευάγγελος Βενιζέλος
Πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης

Μια άσκηση θανάτου, μια άσκηση ζωής

Είναι εύκολο να προσδοκάς μια ανάσταση συνεκδοχική. Συνώνυμη της ανάτασης, της ανάκαμψης ή της υπέρβασης. Μια ανάσταση πολιτική, οικονομική, ακόμη και εθνική. Μια ανάσταση της φύσης, των αισθήσεων ή του παρελθόντος.

Το δύσκολο είναι να διαχειρίζεσαι την κατά κυριολεξία Ανάσταση που θέτει το όριο της θνητότητας και του ορθολογισμού μας. Η Ανάσταση είναι πολλαπλή σύνοψη, της θεολογίας πρωτίστως, αλλά και της ανθρωπολογίας, της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της τέχνης. Δεν είναι ένα θαύμα που ενδέχεται να συμβεί, αλλά μια προσδοκία που δεν υπόκειται σε προθεσμίες, ούτε πολύ περισσότερο σε λογικό έλεγχο. Μια προσδοκία των πιστών ή μήπως κατά βάθος όλων, ακόμη και εκείνων που δεν μπορούν να την αποδεχθούν λογικά, αλλά θα τη δέχονταν ευχαρίστως αν συνέβαινε; 
 
«Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος» λέει το Σύμβολο της Πίστεως. Η Ανάσταση είναι συνεπώς μια δοκιμασία της πίστης. Μια άσκηση θανάτου χωρίς τον οποίο η Ανάσταση δεν θα είχε νόημα. Μια άσκηση ζωής χωρίς την οποία η Ανάσταση επίσης δεν θα είχε νόημα. 
 
Τη Μ. Παρασκευή όταν ο Επιτάφιος επιστρέφει στον ναό μετά την περιφορά του, ακούγεται  η προφητεία του Ιεζεκιήλ για τη σωματική Ανάσταση των νεκρών. Η περιγραφή είναι σαφής και η δέσμευση απόλυτη: «λελάληκα καὶ ποιήσω, λέγει Κύριος» και προλέγει ο προφήτης. Ο Απ. Παύλος είναι εξίσου σαφής, «σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν».
 
Δεν υπάρχει ούτε καν η επιφύλαξη της «εν έτερα μορφή» Ανάστασης, ούτε λόγος να πούμε και εμείς «μη μου άπτου» στις δικές μας Μαγδαληνές.
 
Χωρίς την Ανάσταση δεν συγκροτείται η χριστιανική διδασκαλία, αλλά αυτό, για διάφορους, ως γνωστόν, λόγους, αφήνει παγκοσμίως πολλούς έξω από την εμβέλεια του μηνύματος. Το ζήτημα είναι ότι χωρίς την Ανάσταση και τον δικό της απώτατο ιστορικό ορίζοντα δεν συγκροτείται το αφήγημα της νεωτερικής και τώρα πλέον της μετανεωτερικής κοινωνίας. Δεν αποκτούν τις πλήρεις διαστάσεις τους οι υποχρεώσεις μας απέναντι στον Κόσμο, τον πλανήτη, το κλίμα, τη φύση, την αξία του ανθρώπου, συνεπώς και τη νοημοσύνη του φυσική και τεχνητή, αλλά βεβαίως και συναισθηματική.
 
Προσδοκώ συνεπώς μια Ανάσταση που προ-τυπώνεται, που προ-ενεργεί ευεργετικά, με σεβασμό στις θεολογικές της προδιαγραφές, αλλά πολύ πέραν αυτών. Μια Ανάσταση που μας εξοικειώνει με τον θάνατο, αλλά δεν μας συμφιλιώνει μαζί του. Μια Ανάσταση που μας ωθεί να χαιρόμαστε τη ζωή και να αγαπάμε τους άλλους. Μια Ανάσταση που μας επιτρέπει να αποκτήσουμε αίσθηση της μέγιστης κλίμακας του χρόνου και της ελάχιστης κλίμακας της ύπαρξής μας, ατομικής και συλλογικής, μέσα στο σύμπαν.  

Αμάντα Μιχαλοπούλου
Συγγραφέας  

Η φύση σου μαθαίνει την αλήθεια  

Oταν ήμουν παιδί φανταζόμουν την ανάσταση των νεκρών ως την απόλυτη δυστοπία. Ανθρώπινα ράκη να σέρνουν τα πόδια τους σε μια μαύρη πλάση γεμάτη δέντρα καμένα. Οδυρμοί και αναστεναγμοί και βήματα αδέξια, μωρουδιακά σαν οι αναστημένοι να έχουν ξεχάσει να περπατάνε. Eρχονταν στον ύπνο μου σαν τον Λάζαρο από τη «Διαθήκη της Μαρίας» του Κολμ Τοϊμπίν. Ετσι κι αυτός, υποβασταζόμενος από τις αδερφές του, κρατούσε συνέχεια το κεφάλι του λες και φοβόταν ότι θα ξεκολλήσει από τους ώμους.   
 
Αναρωτιόμουν πώς θα ξαναμάθαιναν να ζουν όλοι αυτοί οι νεκροί, πόσο ισχυρό σοκ θα ήταν η επιστροφή στον κόσμο μετά από αιώνες γαλήνης. Και τι θα γινόταν άραγε μετά; Θα ζούσαν για πάντα; Θα έπρεπε να ξαναβρούν δουλειά; Σπίτι; Τη χαμένη τους οικογένεια; Πόσος καιρός χρειάζεται για να συνέλθεις από τον θάνατο; Και τι γίνεται μετά, τι νέα προβλήματα υπερπληθυσμού, εγκληματικότητας και πλήξης προκύπτουν αν ζεις για πάντα;   

Κι έτσι οι συζητήσεις περί ανάστασης προσδένονταν πάντα στο άρμα εκείνου του παλιού παιδικού φόβου. Οπως όλοι μας, αναζητούσα κι εγώ αληθοφανείς μεταφορές της ανάστασης. Κυρίως στον έρωτα και, ως συγγραφέας, στην ολοκλήρωση ενός βιβλίου. Yστερα «ανάστησα» ένα παιδί, έτσι δεν λένε; (και χρησιμοποιώ τη λέξη συνειδητά για να μιλήσω περί ανατροφής).   

Μόνο η φύση μου μαθαίνει την αλήθεια για την ανάσταση: έρχεται μια στιγμή κάθε άνοιξη που ανασταίνεται ο κόσμος και μπουμπουκιάζουν τα δέντρα και ξαναγράφει παντού το όνομά της η άγρια πρασινάδα. Ο χρόνος είναι κυκλικός, λένε οι αμυγδαλιές και οι πασχαλιές. Τα κοτσύφια σιγοντάρουν. Σφύριξε λίγο, λένε, ξεκίνα πάλι.
 

Χρυσόστομος Α. Σταμούλης
Κοσμήτωρ Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Εως ότου το Κάλλος μας κατοικήσει

Προσδοκώ «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», έτσι ακριβώς όπως το λέγει το Σύμβολο της Πίστεως. Προσδοκώ, δηλαδή, την ανάσταση που οι Αθηναίοι κάθε εποχής και κάθε Αθήνας χλευάζουν. «Ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου». Την ανάσταση του παράλογου και του παράδοξου, της μωρίας και του σκανδάλου του Σταυρού. Μια ανάσταση που αναστατώνει κάθε πεζή ύπαρξη και δημιουργεί ρωγμές στη συστημική  βεβαιότητα ενός κόσμου κλειστού και άνυδρου. Ενός κόσμου που παραδίνεται στη βία της ακινησίας, της συνήθειας και της σιωπής. Προσδοκώ, αλλιώς πιστεύω. Πιστεύω και την ίδια στιγμή αμφιβάλλω. Αμφιβάλλω και αλλάζω, πιστεύω και αλλάζω. Οσο πιστεύω προσδοκώ και όσο προσδοκώ πιστεύω. Κινούμαι. Ελπίζω. Νικάω τον θάνατο. 

Αλλωστε, τι είναι η πίστη; Η υπόσταση των ελπιζομένων και η αβεβαίωτη βεβαίωση πραγμάτων που δεν βλέπουμε, αλλά υποψιαζόμαστε. Υποψιαζόμαστε οσφραντικά, από το ενθάδε, το επέκεινα. Από το εδώ το αλλού. Διότι εν τέλει τα πάντα είναι αλλού. Ενα αλλού, που δεν υποτιμά το εδώ, δεν το εξαφανίζει, αλλά το γεμίζει νόημα· το υποστασιάζει. Το κλείνει ερωτικά στην αγκαλιά του και το κάνει να ζει μαζί του. «Ο εμός έρως εσταύρωται», είπε ο άγιος της εκκλησίας. Σταυρώθηκε για εμένα, σταυρώθηκε για τον καθένα, σταυρώθηκε «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας». Ζωής εδώ και τώρα και ζωής που θα έλθει στο τέλος της ιστορίας. Εκεί που το τέλος συναντά την τελείωση, την πλήρωση. 
 
«Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός». Προσδοκώ ανάσταση νεκρών, μα και ανάσταση ζωντανών. Ανάσταση από τον θάνατο της πλεονεξίας και της υποκρισίας. Προσδοκώ ανάσταση της ελευθερίας, της ευαισθησίας και της ανθρωπινότητας, μα κυρίως του έρωτα και της αγάπης. Της πράξης και του ονείρου. Εκεί που το ανέραστο και το διεκπεραιωτικό δεν θα έχουν θέση. Προσδοκώ ανάσταση των τσαλακωμένων και των ανυπεράσπιστων, των αδύνατων, των αδύναμων και των περιθωριοποιημένων. Ανάσταση της ευθύνης, έτσι ώστε να αρχιτεκτονηθεί ξανά η σκόρπια ζωή. «Κάποιος πρέπει να φωνάξει πως θα χτίσουμε τις πυραμίδες. Δεν έχει σημασία αν δεν τις χτίσουμε». Προσδοκώ την πρόσληψη της ετερότητας, της κάθε ετερότητας, όχι απλά την ανοχή της. «Δος μοι τούτον τον ξένον». Την πρόσληψη αυτού που δεν είμαι, των εξαντλημένων και των πασχόντων. Να γίνουν οι φτωχοί η αγία τράπεζα του σύγχρονού μας βίου. «Οταν ουν ίδης πένητα πιστόν θυσιαστήριον οράν νόμιζε». Να ακούσουμε «τις φωνές που μοιάζουν άχρηστες». Προσδοκώ την ανάσταση κάθε αίσθησης, την ανάσταση της έκπληξης. Να δούμε αλλιώς τον κόσμο, με μάτια καινούργια, με μια φλόγα άσβεστη. Να πυρπολήσουμε τη μιζέρια και το ανικανοποίητο.
 
Προσδοκώ την ανάσταση εκείνου του ενός πράγματος που έχουμε ανάγκη. Την ανάσταση της άσκησης και της ευχαριστίας. Την καταφυγή στην αδύναμη δύναμη που επιτρέπει την ποιητική υπέρβαση της εσωστρέφειας, την ψηλάφηση του άθλου της ανάκρισης που γεννά ανάκραση τρόπου, συνάντηση τίμια. Προσδοκώ εκείνη την αίσθηση, εκείνο το βλέμμα που θα κοιτάει την κάθε στιγμή ως τελευταία. «Εστι δε το λεγόμενον τοιούτον, ίνα, εγειρόμενοι καθ’ ημέραν, νομίζωμεν μη μένειν έως εσπέρας, και πάλιν μέλλοντες κοιμάσθαι, νομίζωμεν μη εγείρεσθαι». Προσδοκώ την ανάσταση της πείνας και της δίψας. Την ανάσταση της εγρήγορσης. Το καλωσόρισμα των διχασμένων, την ήττα της κακοτεχνίας και τη λάμψη της ομορφιάς. Προσδοκώ την ανάσταση της απορίας, της πάλης και της αντίστασης, έως ότου κατοικήσουμε το κάλλος, έως ότου το Κάλλος μας κατοικήσει. 
 

Σωτήρης Δημητρίου
Συγγραφέας

Η δυστυχία των αβέβαιων

Θα ήταν χαρμόσυνη εξέλιξη αν οι ιδεοληπτικοί φανατικοί, ένθεν κι ένθεν της μέσης οδού, συζητούσαν νηφάλια και στο τέλος έλεγαν και κανένα, μπορεί να κάνω λάθος.
 
Θαύμα, θαύμα, θα αναφωνούσε κάποιος τρίτος παρευρισκόμενος αν αυτό συνέβαινε. 

Για να παραφράσουμε τη λαϊκή ρήση, «γιατί είσαι ιδρωμένος; Γιατί μιλούσα μ’ έναν φανατικό». 
 
Ας σημειωθεί πως τα, εν λόγω, αγύριστα κεφάλια απολαμβάνουν τη χαζή χαρά της φυρότητας. 
 
Ετοιμοι είναι οι σιωπηλοί αμφίβολοι του κέντρου, που τρώγονται με τα ρούχα τους, να προσχωρήσουν στις αγέλες τους γιατί διαισθάνονται πως κοιμούνται σαν τούβλα. 
 
Ας κατατάξουμε στους μωρούς και τους φανατικούς ορθολογιστές που λοιδορούν τους θρησκευόμενους. Δεν χωράει στο τσερβέλο τους πως η μόνη λαβή που έχει ο άνθρωπος κρέμεται απ’ τον ουρανό. 
 
Αυτού του είδους οι ορθολογιστές ούτε με θαύμα δεν πρόκειται να πουν πως σφάλλουν. 
 
Ας εντάξουμε όμως στις προσδοκίες μας και λίγα πρακτικά μικροθαύματα. 
 
Οι εκλογές να γίνονται μια καθημερινή και ο πολίτης να ψηφίζει με δίωρη άδεια απ’ τη δουλειά του. 
 
Στο τέλος δε της ημέρας να μην αξιολογεί την είδηση, ενδεχομένως και να την ξεχνά.
 
Γενικότερα να μην τον ενδιαφέρουν τόσο τα νέα – πολιτικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά. Να δημιουργεί ο ίδιος νέα με οτιδήποτε κι αν επιτηδεύεται. 
 
Οι βουλευτές να μειωθούν στο μισό. Κάθε δε έτος με το εξοικονομούμενο ποσόν να γίνεται κάποιο έργο κοινής ωφελείας. Η πλακέτα να γράφει ευγενική χορηγία των καταργημένων βουλευτών. Επίσης, να ορκίζονται πως δεν θα έχουν όραμα. Το όραμα στους βουλευτές να απαγορεύεται διά ροπάλου. 
 
Πολλά τα δεινά στην ανθρωπότητα απ’ τους οραματιστές που κατά κανόνα προέρχονται απ’ τα άκρα και έχουν κάποιο βλάψιμο. Πάσχουν απ’ το σύνδρομο του σωτήρος. 
 
Oραμα ας έχει κατ’ ιδίαν όποιος πολίτης θέλει, αν και σ’ αυτούς ο οραματισμός μάλλον δεν ωφελεί. 
 
Ας περιορίσουμε παιγνιωδώς –αλλά με απόλυτη σοβαρότητα– τη μόνη υποχρέωση των πολιτικών στο μπλοκάκι του Σημίτη.
 
Τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην άμυνα, στην εσωτερική ασφάλεια, στους δρόμους, στα νοσοκομεία, θα τον έχει το εν λόγω μπλοκάκι. 
Μέγας δε τίτλος τιμής γι’ αυτούς να είναι χρηστός διαχειριστής, ικανός λογιστής και καλός σκουπιδιάρης. 
 
Ως προς τον ιδιωτικό βίο προσδοκώ να πάψουν τα διάφορα ιερατεία, ορισμένοι φιλόσοφοι και κάποιοι ρομαντικοί να κατασυκοφαντούν τη σωματική γλύκα. Το μόνο άξιο λόγου αντίδωρο στο εσαεί σκοτεινό αίνιγμα της ζωής, στο θεοσκότεινο πέρας της. Δεν βαρέθηκαν αιώνες τώρα; Σιγά τις αμαρτίες. Μας το βγάζουν ξινό, προκαλώντας συνεχώς ενοχές. 
 
Βέβαια για μερικούς ανθρώπους η ενοχή εκτινάσσει τη γλύκα στα ύψη, αλλά ας μείνουμε στην προφανή ωφέλεια, ειδάλλως καραδοκεί ο ατέρμων κοχλίας επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων. 
 
Εδώ να πούμε ακόμα πως όσο αρμονικά και να διευθετήσουμε τη ζωή κάτω απ’ την κρούστα της νηνεμίας ο κόσμος θα είναι πάντα κρύφιος, αντιφατικός και παράλογος. Για να θυμηθούμε μια ωραία δημώδη φράση ο κόσμος είναι μακρουλός σαν ρεβίθι και στρογγυλός σαν πράσο.
 
Ας ευχόμεθα, λοιπόν, όπως οι χωριάτισσες, κυρίως τύχη κι ας βάζει κι ο Θεός το χέρι του.  
 
Και να κλείσουμε μ’ ένα μέγα θαύμα που κάπως θα μας άρει εκ του γήινου φλοιού. 
 
Είναι γνωστό πως το μωροφιλόδοξο έθνος μας βάλθηκε μ’ όλες τις δυνάμεις του να γίνει καρικατούρα της Δύσεως. 
 
Ας βρουν οι κρατικοί διαχειριστές τις εναπομείνασες αγράμματες χωριάτισσες –υπερήλικες πλέον– κι ας τις παρακαλέσουν να μιλούν κάπου κάπου στα σχολεία. Στα βλοσυρά πλέον, εχθροπαθή σχεδόν, παιδιά. Iσως ανασάνουν λίγο απ’ το ρηχό, επιτηδευμένο, αμήχανο, άμουσο, πληκτικό, αντιπαθητικό, αγγλοελληνικό, άστοργο, ανεικονικό, αναιδές, εξυπνακίστικο, περιφρονητικό, αλαζονικό, κωλοπαιδαρίστικο, σχολικοαθηναϊκό γλωσσικό μόρφωμα. Μόρφωμα που όχι μόνον δεν προσεγγίζει τη λαϊκή ποιητικότητα αλλά κάθε στιγμή χαντακώνει και κάθε ψήγμα της που του απόμεινε. Αντί πλέον για ψυχικό καθαρμό και παραμυθία προκαλεί σωματική απέχθεια. 
 
Iσως αναρωτηθείτε πως είμαι τόσο κατηγορηματικός. Aκουσα αυτές τις γυναίκες. Τις τελευταίες που αξιώθηκαν αυτό το ελεύθερο, γλωσσικό θαύμα, πριν το μάντρωμα στα σχολεία τους. Οτιδήποτε, και το πιο ασήμαντο, που έλεγαν ήταν σαν να τους το σιγανοτραγουδούσε ουράνιος υποβολέας. Καμία σχέση με το σημερινό γλωσσικό εξάμβλωμα. Η μέρα με τη νύχτα.
 
Και είθε παρακινούμενη η πολιτεία απ’ τον βαθύτατο πολιτισμό αυτών των αγράμματων γυναικών, να διαχωρίσει επιτέλους την παιδεία απ’ τη χρησιμοθηρία, και να την ταυτίσει με τη χαρά.
 
Και μιας και μπήκαμε στα χωράφια της ουτοπίας ας συνεχίσουμε με την κατάργηση του βασικού κοινωνικού θεσμού, της οικογένειας. 
 
Θα ανασάνουν ακόμα κι απ’ τα νύχια, άπαντες, ιδίως οι μανούλες και τα παιδάκια.
 
Βέβαια μπορεί στη θέση της να ξεφυτρώσει κάνα χειρότερο σπυρί. Iσως ο άνθρωπος πάσχει ανίατα –εκ της θέσεώς του, ανάμεσα στο ζώο και στο επιφανειακά νοήμον ον– απ’ την αρρώστια που λέγεται ζωή. 
 
Ας πατήσουμε λοιπόν στα χνάρια του πάλαι ποτέ κοινωτισμού που δρούσε σαν μια μεγάλη οικογένεια αμβλύνοντας τις παθογένειες της πυρηνικής. Κυρίως αμβλύνοντας τον απάνθρωπο πόνο εκ της απωλείας αγαπημένων. 
 
Ο σημερινός αντίποδας; Μια τετραμελής οικογένεια εγκλωβισμένη στις ερήμους των μεγαλουπόλεων. Πρόοδος. 
 
Ως υποσημείωση να πω –για να είμαστε ασορτί και με το πνεύμα του κειμένου– πως ίσως και να μην είναι έτσι, μπορεί να κάνω λάθος. 
 
Αλλά δεν το πολυπιστεύω να κάνω λάθος. Μήπως είμαι λίγο φανατικός κεντρώος; 
 
Ακροκεντρώος όπως μας κοροϊδεύουν τα πρεζόνια –μεταφορικά– των άκρων. 
 
Το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. 

Στέλιος Βιρβιδάκης
Ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας ΕΚΠΑ

O θάνατος δεν έχει την τελευταία λέξη

Την εποχή μιας μάλλον μη αναστρέψιμης απομάγευσης της πραγματικότητας, με την επικράτηση ενός φυσιοκρατικού, υλιστικού κοσμοειδώλου και με τη ριζική εκκοσμίκευση των δυτικών κοινωνιών, οι σταθερές της χριστιανικής πίστης φαίνεται να έχουν κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Γι’ αυτό και το μήνυμα της Ανάστασης που μας απευθύνεται στην κορύφωση του εορτασμού του Πάσχα, χωρίς την αλήθεια του οποίου η χριστιανική πίστη έχει θεωρηθεί κενή και μάταιη, δυσκολεύεται να βρει παραλήπτες ικανούς να το ενστερνιστούν. Είναι εύλογο να νιώθουμε την ανάγκη περισυλλογής και ενός αναστοχασμού που θα εστιάζεται ακριβώς στο νόημα αυτού του μηνύματος.
 
Τι λοιπόν μπορεί να σημαίνει για μας η χαρμόσυνη πασχαλινή επαγγελία, αν έχουμε χάσει τα ερείσματα της γνήσιας πίστης που στηρίζουν τη βεβαιότητα του «Χριστός ανέστη εκ νεκρών» και την ελπίδα και της δικής μας μελλοντικής ανάστασης και αιώνιας ζωής; Τι ακριβώς είμαστε σε θέση να προσδοκούμε, αν η αφήγηση των παθών του Θεανθρώπου μέχρι την οριστική του νίκη επί του θανάτου δεν καθιστά δυνατή την εδραίωση της πεποίθησης για την οντολογική αλήθεια και τη σωτηριολογική προοπτική ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος; Σε τι συνίσταται τότε η ουσιαστική αξία των πνευματικών ασκήσεων της Μεγάλης Εβδομάδας, με τη συμμετοχή στη λατρεία και την έντονη βιωματική της φόρτιση;  

Εκ πρώτης όψεως, η δυσπιστία απέναντι στη διδασκαλία για την ανάσταση του Ιησού Χριστού μετά την τριήμερη ταφή του, καθώς και η αμφισβήτηση κάθε κυριολεκτικής αντίληψης έγερσης εκ νεκρών και ανάστασης ψυχών και σωμάτων, ως απίθανης ή και παράλογης, μας υποχρεώνει, στην καλύτερη περίπτωση, να περιοριστούμε σε κάποια μεταφορική ερμηνεία του αναστάσιμου μηνύματος. Ωστόσο, όταν δεχόμαστε κάτι τέτοιο, συνήθως δεν συνειδητοποιούμε επαρκώς το ανθρωπολογικό υπόβαθρο, το υπαρξιακό αντίκρισμα και τις ηθικές προεκτάσεις αυτής της ερμηνείας.
 
Εδώ χρειάζεται να αναλογιστούμε τη γενικότερη θεώρηση του ανθρώπινου βίου, σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, και ιδιαίτερα το αίτημα βαθύτερης και σταθερότερης νοηματοδότησής του απέναντι στην παροδικότητα και τη φθορά, στον πόνο και στις διάφορες εκφάνσεις του κακού, και εν τέλει, μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Ο προσανατολισμός σε έναν υπερβατικό ορίζοντα, και η ενεργοποίηση θετικών ψυχικών δυνάμεων, η συνισταμένη των οποίων είναι η αγαπητική απόβλεψη της ύπαρξής μας, φαίνεται πως αποτελούν αναγκαία στοιχεία για να τελεσφορήσει αυτή η νοηματοδότηση.
 
Πράγματι, η προσδοκία της ανάστασης ίσως δεν είναι τίποτε άλλο από την προσήλωση στην οιονεί μυστική αίσθηση πως η δύναμη της αναγεννώμενης ζωής είναι ακατανίκητη και πως σίγουρα ο θάνατος δεν έχει την τελευταία λέξη. Η αίσθηση αυτή μας εμπνέει σιωπηρά σε κάθε μας κίνηση, αλλά και προσδίδει στις πράξεις μας αξιακό βάρος και κανονιστική διάσταση. Ετσι, μπορούμε να πιστέψουμε το απίστευτο και να ελπίσουμε το ανέλπιστο. Ομως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στη χριστιανική παράδοση η μείζων αρετή που μάλλον καθοδηγεί και την πίστη και την ελπίδα είναι η αγάπη. Και αξίζει να θυμηθούμε τα λόγια του Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν: «Μόνο η αγάπη μπορεί να πιστέψει στην Ανάσταση… Η λυτρωτική αγάπη πιστεύει ακόμη και στην Ανάσταση· εμμένει στην Ανάσταση». 

Read Original