Το πιο τροµερό από όλα τα θηρία της ξηράς και της θάλασσας είναι η γυναίκα, πρέσβευε ο Αθηναίος κωμωδιογράφος Μένανδρος. Τα είχε πει νωρίτερα και ο Αριστοφάνης, όμως ο πρώτος φαίνεται πως ήταν εκείνος που έδωσε «πάσα» στους νεότερους να «κλείσουν» μέσα σε ένα χιλιοειπωμένο τσιτάτο μια μειωτική αντίληψη για τις γυναίκες. Ποιες όμως; Ολες; Ποιες «φωτογραφίζει» το «πυρ, γυνή και θάλασσα», αν όχι τις εκθαμβωτικά όμορφες, αδίστακτες, δυναμικές, θελκτικές, χωρίς ηθικές αναστολές, πανούργες γυναίκες;
Ο όρος femme fatale δεν είχε επινοηθεί στην αρχαιότητα, όμως το είδος απαντά ήδη στη βιβλική εποχή. Η Λίλιθ, η πρώτη γυναίκα της Δημιουργίας, το σύμβολο της αδάμαστης σεξουαλικότητας, τιμωρήθηκε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Η Εύα, αν και πιο υποτακτική, χρεώθηκε τον ίδιο χαρακτηρισμό, αφού ήταν εκείνη που πρόσφερε τον αμαρτωλό καρπό στον Αδάμ. Στη διάρκεια των αιώνων, ο κατάλογος εμπλουτίστηκε με πολλές νέες «εγγραφές»: Ιουδίθ, Σαλώμη, Δαλιδά, τα σαγηνευτικά θηλυκά της μυθολογίας, όπως η Σφίγγα, η Μέδουσα, οι υβριδικές Σειρήνες, η μάγισσα Κίρκη, αλλά και η Ωραία Ελένη, η σατανική Μήδεια, η Κλυταιμνήστρα, η δεσποτική Κλεοπάτρα, η Ζηνοβία. Κάποιες αποκλήθηκαν «μοιραίες» για την ακαταμάχητη γοητεία τους, άλλες για την αποφασιστικότητα που επιδείκνυαν σε κρίσιμες καταστάσεις και άλλες για τα θανάσιμα ένστικτά τους. Ακόμη και οι «χάρτινες» των μεταγενέστερων χρόνων, Λαίδη Μακμπέθ, Κάρμεν, Νανά, Μπλανς Ντιμπουά, Μπρετ Ασλεϊ «ταίριαξαν» στον ορισμό, ικανοποιώντας έστω ένα από τα κριτήρια. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από το στοιχείο που τις έκρινε ικανές για μια τέτοια φήμη, αυτό που τις ενώνει όλες, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης έως και τον 20ό αιώνα, είναι η πρόθεση και η ικανότητά τους να «βλάψουν» τους άντρες.
Η έκθεση «Femme Fatale. Gaze – Power – Gender» στο Kunsthalle του Αμβούργου (διάρκεια έως 10 Απριλίου 2023) εξετάζει μέσα από 200 έργα την «καταγωγή» αυτού του όρου που με το γαλλικό του όνομα συναντάται για πρώτη φορά το 1844, ενώ βρίσκει τη θέση του σαν λήμμα σε γαλλικό λεξικό το 1895.
Το ερώτημα
Τι είναι τελικά οι femme fatale; Πραγματικότητα, μύθος που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά ή βολική κοινωνική κατασκευή; Τις προσβάλλουμε τις γυναίκες όταν τις προσφωνούμε ατίθασες γόησσες ή τις κολακεύουμε; Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ερμηνείες αυτού του στερεοτύπου, από τον 19ο αιώνα έως τις μέρες μας, η έκθεση ερευνά πόσο απασχόλησε την εικαστική δημιουργία η εικόνα της επιθυμητής, μυστηριώδους και επικίνδυνης γυναίκας. Πώς την αποτύπωσε κάθε σχολή; Πόσο σεξιστική, αναχρονιστική και μονοδιάστατη τη βρήκε το κίνημα #MeToo και πώς αντέδρασαν οι καλλιτέχνες που συντάχθηκαν με τη φωνή του; Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι το μουσείο έχει εκδώσει ένα γλωσσάριο, με αφορμή την έκθεση, που περιέχει λέξεις-κλειδιά, όπως φεμινισμός, ετεροκανονικότητα, ευρωκεντρισμός, μισογυνισμός, πατριαρχία, queer, σεξισμός, που βοηθά τους επισκέπτες να αντιληφθούν τους μετασχηματισμούς που έχει υποστεί ο όρος σε διαφορετικά κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας και να συνδέσουν τα έργα που παρουσιάζονται με το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.
Η Λίλιθ, η πρώτη γυναίκα της Δημιουρ- γίας, το σύμβολο της αδάμαστης σεξουαλικότητας, τιμωρήθηκε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο.
Οι πρώτοι που ευθύνονται για το προφίλ της ραδιούργας και σαγηνευτικής γυναίκας τον 19ο αιώνα είναι οι Προραφαηλίτες. Οι Αγγλοι ζωγράφοι που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι και τον Εντουαρντ Μπερν-Τζόουνς, το 1848, θα μπορούσαν να θεωρηθούν εμμονικοί με τις γυναίκες, βαθιά συντηρητικοί όσο και ιδεαλιστές, με μάλλον βαθιά καταπνιγμένες ερωτικές επιθυμίες. Αντλησαν από ιστορικά και μυθολογικά πρόσωπα (Κίρκη, Μήδεια, Ωραία Ελένη) αλλά και ηρωίδες της βρετανικής λογοτεχνίας, και τις απέδωσαν ως αισθησιακά πλάσματα αιθέριας ομορφιάς, γνωρίζοντας ότι αυτή η εικόνα έρχεται σε αντίθεση με τη φήμη που τις συνόδευε ως εγωίστριες, πλανεύτρες, σατανικές. Οι καλλιτέχνες που επηρεάστηκαν από τους Προραφαηλίτες, όπως ο Τζον Κόλιερ με την ερωτική του Lilith, το πήγαν ένα βήμα παραπέρα, αφού τα πορτρέτα τους έπρεπε να εκπέμπουν την ομορφιά, αλλά κυρίως να προκαλούν τον πόθο και τον φόβο. «Είναι η εποχή που η γυναικεία σεξουαλικότητα δαιμονοποιείται και τέτοιες απεικονίσεις ενισχύουν αυτό το αφήγημα», εξηγεί ο επιμελητής Dr Markus Bertsch. Στα τέλη του 19ου αιώνα η ερμηνεία αυτή μοιάζει να χάνει τη δυναμική της και ο συμβολιστής Αρνολντ Μπέκλιν προσφέρει στο κοινό τις Σειρήνες του σε μια απολαυστική γκροτέσκα ζωγραφική απόδοση, που βγάζει τη γλώσσα στο δαιμονικό στοιχείο, όπως άλλωστε κάνει και ο Γκουστάβ Αντολφ Μόσα, ο οποίος τις παρουσιάζει ως αιμοδιψείς δολοφόνους. Με τις απρόβλεπτες, ακραία γοητευτικές γυναίκες καταπιάνονται και οι ιμπρεσιονιστές, κυρίως λόγω της δημοφιλίας του θέματος, αλλά και για να έχουν μια δικαιολογία να κάνουν γυμνά.
Στο γύρισμα του 20ού αιώνα, τα πράγματα ανατρέπονται. Το να αποκαλούν κάποια femme fatale είναι πλέον τίτλος τιμής. Οι μοιραίες γυναίκες διεκδικούν όλο και πιο συχνά θέση στα μυθιστορήματα, ξεπηδούν μέσα από θεατρικούς διαλόγους και είναι πρώτοι ρόλοι σε κινηματογραφικά σενάρια. Σε αυτό σίγουρα βοήθησαν και οι αφίσες που φιλοτεχνούσε ο Αλφονς Μούχα για την προώθηση των παραστάσεων της Σάρας Μπερνάρ. Είναι η εποχή επίσης που οι άνθρωποι που κινούνται στη δημόσια σφαίρα, καταλαβαίνουν τη δύναμη της φωτογραφίας και τη χρησιμοποιούν για να «χτίσουν» την εικόνα τους. Ανάμεσά τους και η συνθέτις Αλμα Μάλερ, ερωμένη του Γκούσταβ Κλιμτ, σύζυγος του Γκούσταβ Μάλερ και αργότερα του Βάλτερ Γκρόπιους, η οποία βέβαια δεν χρειαζόταν τον φωτογραφικό φακό για να κάνει τους βιεννέζικους κύκλους να μιλούν για το ταλέντο και την ομορφιά της. Σύμφωνα με τον επιμελητή, μόνο όσα έλεγε και έκανε για εκείνη ο παράφορα ερωτευμένος μαζί της Οσκαρ Κοκόσκα, αρκούσαν για να την κατατάξουν στις femme fatale της εποχής.
Ενα νέο αρχέτυπο
Αρκετοί ιστορικοί και τεχνοκριτικοί σχολιάζουν, βέβαια, πως η δημοτικότητα της femme fatale τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Δεν ήταν μια ιδέα που ωρίμασε, απλά οι γόησσες προβάλλονταν πλέον λιγότερο καταστροφικές και περισσότερο σέξι γιατί έπρεπε να ανακουφίσουν την αγωνία των αντρών που έβλεπαν πως η κοινωνία αλλάζει. Οι femme fatale έγιναν αγαπητές και ποθητές την ίδια στιγμή που ένα νέο αρχέτυπο γεννιόταν. Η θεωρία της Νέας Γυναίκας (the New Woman), διατυπωμένη πολλά χρόνια νωρίτερα, είχε αρχίσει να δρέπει καρπούς αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γυναίκες πλέον δεν αρκούνταν στον ρόλο της οικοδέσποινας, φορούσαν παντελόνια, κάπνιζαν, καβαλούσαν ποδήλατα, κυνηγούσαν καριέρες. Τι θα γινόταν αν τα θηλυκά μορφώνονταν και άφηναν το σπίτι; Ενα ανανεωμένο πρότυπο της femme fatale πιο διαλλακτικό, λιγότερο τρομακτικό, έπρεπε να ανακόψει τη φόρα τους. Αυτό, βέβαια, το νέο, πιο ευέλικτο μοντέλο της μοιραίας γυναίκας, κάνει μόνο καλό και έτσι ο κόσμος της τέχνης υποδέχεται με θετικό τρόπο τα πορτρέτα που απεικονίζουν τη Δανή Λίλι Ελμπε, την πρώτη τρανς ζωγράφο, από τη φίλη της Γκέρντα Βέγκενερ, «ανοίγοντας» έτσι τον δρόμο και για πιο συμπεριληπτικές αποτυπώσεις της θηλυκότητας, που δεν θα εξαντλούνταν στις λευκές, με πλούσιες καμπύλες, ξανθές ή κοκκινομάλλες γυναίκες.
Οι φεμινίστριες καλλιτέχνιδες του ’60, όπως η Φρανσέσκα Γούντμαν ή η Μαρία Λάσνιγκ επιχείρησαν να υφάνουν νέα αφηγήματα γύρω από τη θηλυκότητα και τη σεξουαλικότητα, σβήνοντας την εικόνα της θανάσιμα γοητευτικής γυναίκας στην οποία κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί. Και φτάνουμε στο σήμερα, που πλέον η τέχνη τα «βλέπει» όλα: εξετάζει το αντρικό βλέμμα και το πώς αυτό διαμορφώνει τη γυναικεία έκφραση, προσπαθεί να είναι πιο «δημοκρατική» αγκαλιάζοντας και τις μη δυαδικές ταυτότητες, ενώ αποδομεί και τα «πρότυπα» όπως συμβαίνει με τις φωτογραφίες της Ναν Γκόλντιν με drag queens ντυμένες ως Μέρλιν.