ΡΟΥΜΕΝΑ ΜΠΟΥΖΑΡΟΦΣΚΑ
Ο άντρας μου
μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
εκδ. Gutenberg, σελ. 192
Οι ηρωίδες της Μπουζάροφσκα είναι μπουχτισμένες: από τη ζωή, από τους άντρες τους, από τα παιδιά τους, από τους συναδέλφους τους. Ακόμη και από τον εαυτό τους, που ανέχεται όσα ανέχεται.
Η συλλογή διηγημάτων της Ρούμενα Μπουζάροφσκα (Rumena Bužarovska, καθηγήτρια λογοτεχνίας, μεταφράστρια και συγγραφέας γεννημένη το 1981 στη Βόρεια Μακεδονία), που κυκλοφόρησε τον περασμένο Δεκέμβριο από τις εκδόσεις Gutenberg, έχει γενικό τίτλο «Ο άντρας μου» γιατί σε όλα τα διηγήματα οι πρωταγωνίστριες είναι παντρεμένες και, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αν και κανέναν τους «καλό», ζουν στη σκιά του συζύγου τους, δίπλα του, κομμένες και πλασμένες από το πλευρό του, άλλοτε βαρετά και ανούσια, και άλλοτε βάναυσα και βασανιστικά, μέσα σε ένα διαρκές πένθος, που σιγοβράζει στο στήθος τους. Εχουμε να κάνουμε με μία αυθεντική, ρωμαλέα, έξυπνη, πνευματώδη και σπαρταριστή γυναικεία λογοτεχνία εδώ, απολύτως μοντέρνα, στυλάτη και με μεγάλη πνοή. Οχι «φεμινιστική» λογοτεχνία, ή άλλως πως «στρατευμένη», αλλά τολμηρή, σπαρακτική μέσα στην ειλικρίνειά της, μελαγχολική, απελευθερωτική, συχνά ανατριχιαστική ή και βάναυση, και εντέλει ανατρεπτική. Η Μπουζάροφσκα περιγράφει τις διπλανές της σύγχρονες γυναίκες και τους άντρες τους, τις αστές γυναίκες και τους αστούς άντρες της χώρας της, της πόλης της, μα μιλάει βέβαια για όλες τις γυναίκες και για όλους τους άντρες – και για εμάς. Οι ομοιότητες που θα βρούμε με τις δικές μας ζωές είναι πελώριες. Οι ηρωίδες της είναι συνήθως σύζυγοι και «νοικοκυρές» εγκλωβισμένες σε σχέσεις που τις πνίγουν, που δεν τις αντέχουν πια, και που έχουν το θάρρος να το παραδεχτούν και να το φωνάξουν, έστω άτσαλα ή έστω από μέσα τους. Οι άντρες τους –η συγγραφέας έχει έναν μοναδικό τρόπο να παρατηρεί τον κόσμο, καμιά φορά μάλιστα έχεις την εντύπωση ότι μας κατασκοπεύει και κρατάει σημειώσεις– είναι άδικοι, χειριστικοί, βαριεστημένοι, «στον κόσμο τους», πλαδαροί όταν δεν είναι σκληροί, εγωιστές και τυφλοί. Γλυκείς μεν πού και πού αλλά τίποτε παραπάνω ή πιο σπουδαίο από αυτό. Γιατί δεν μπορούν και δεν γίνεται να είναι καλύτεροι. Τα διηγήματα, γραμμένα σε όμορφη, γρήγορη πρόζα, μια εκπληκτική καταγγελία της πατριαρχίας, περιγράφουν την καθημερινότητα ως έχει, χωρίς να ωραιοποιούν το παραμικρό, αλλά και χωρίς να μοιράζουν επαίνους ή αναθέματα, όπως θα περίμεναν οι περισσότεροι αναγνώστες τους, πιθανότατα. Οι γεμάτες αδυναμίες γυναίκες ηρωίδες της Μπουζάροφσκα δεν είναι «καλές» ή «αγίες», ίσα ίσα, αν και τελικά θα τους άξιζε να αγιοποιηθούν. Γιατί, αν μη τι άλλο, έχουν μαρτυρήσει. Και μαρτυρούν ακόμα. Ζουν τις δικές τους σκληρές ιστορίες, είναι φυλακισμένες μέσα σε αυτές, και πέρα για πέρα μπουχτισμένες: από τη ζωή, από τους άντρες τους, από τα παιδιά τους, από τους συναδέλφους τους, και από τα πάντα. Ακόμη και από τον εαυτό τους, που ανέχεται όσα ανέχεται.
Μοναχική, απατημένη, μάνα, χήρα, παραμελημένη, ερωμένη
Ας δούμε όμως, ένα ένα, τα έντεκα διηγήματα του τόμου:
«Ο άντρας µου ο ποιητής». Πορτρέτο ενός (κακού, αλλά κυρίως φαιδρού) ποιητή φιλοτεχνημένο από τη σύζυγό του, που ξέρει ακριβώς ποιος υπήρξε παλιά, όταν πρωτογνωρίστηκαν, και ποιος είναι τώρα ο άντρας της, πόσο τον λαχταρούσε τότε και πόσο τον απεχθάνεται σήμερα. Και πόσο συμβιβάζεται μαζί του για να περνάει ο καιρός, και επειδή δεν ξέρει ή δεν θέλει να κάνει κάτι άλλο.
«Σούπα». Αριστοτεχνικό διήγημα. Την επομένη της κηδείας του άντρα της, η πρωταγωνίστρια είναι μόνη στο σπίτι και δέχεται δύο επισκέψεις στη σειρά: μιας φίλης της αρχικά και της μητέρας της στη συνέχεια. Θέλει να μείνει μόνη με τις σκέψεις της για το παρελθόν, μα δεν μπορεί να τις διώξει. Ωστόσο, ειδικά η δεύτερη επίσκεψη θα την κάνει να κλάψει σπαρακτικά.
«Ο μοιχός». Το διήγημα ξεκινά με τη φράση «Ο άντρας μου έχει ερωμένη» και επί 22 σελίδες περιγράφει τις προσπάθειες της ηρωίδας να τον πιάσει στα πράσα ή, έστω, να της το ομολογήσει και να χωρίσει από την «άλλη». Ομως, της είναι τρομερά δύσκολο, πολύ περισσότερο από όσο θα φανταζόταν. Eτσι, αποφασίζει να πάρει πιο δραστικά μέτρα, και ένα φτυάρι…
«Γονίδια». Το ένα από τα τρία διηγήματα της συλλογής που είναι αφιερωμένα στα παιδιά. Σε αυτό, η πρωταγωνίστρια μιλάει για τον γιο της τον Νένο, που είναι ένα παράξενο, κλεισμένο στο εαυτό του, κακό παιδί, που έχει την έξη να κλέβει. Μεγαλώνοντας, μάλιστα, θα χτυπήσει και έναν αλβανόφωνο, μειονοτικό, συμμαθητή του. Ο σύζυγός της πιστεύει ότι φταίνε τα γονίδια από «το σόι της», που δεν ήταν τόσο αριστοκρατικό όπως το δικό του. Oμως ίσως τα πράγματα να είναι διαφορετικά.
«Νέκταρ». ∆ιήγηµα συγγενές του πρώτου, καθώς εδώ ο υπερφίαλος σύζυγος της πρωταγωνίστριας, γυναικολόγος το επάγγελμα, είναι αυτοδίδακτος ζωγράφος – και πολύ κακός μάλιστα, αν και ο ίδιος δεν το βλέπει καθόλου έτσι. Εκείνη πάλι, κλεισμένη στο σπίτι με τα παιδιά, βρίσκει καταφύγιο στην ποίηση. Κάτι που ο άντρας της δεν θα εκτιμήσει ποτέ.
«Aδεια φωλιά». Εδώ, αυτοδίδακτη ζωγράφος είναι η ίδια η πρωταγωνίστρια, νοσοκόμα και σύζυγος ιατρού κατά τα άλλα, που θα δοκιμαστεί μέχρι τα όριά της όταν θα φιλοξενήσει την ανιψιά της, που σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η ίδια αγαπά να ζωγραφίζει τα λουλούδια του κήπου της, που όμως η ανιψιά της δεν αντέχει να τα βλέπει, αν και δεν της το λέει ποτέ. Το τέλος του διηγήματος σε αφήνει ανατριχιασμένο.
«Aνθρωπος της συνήθειας». Στο προηγούμενο διήγημα οι πρωταγωνιστές πίνουν πολύ. Και σε αυτό πίνουν. Η ηρωίδα εδώ είναι ξένη, σύζυγος πρέσβη. Οι σχέσεις της με τον άντρα της δεν είναι οι καλύτερες, ενώ και ο ντόπιος εραστής της, ένας ηθοποιός, είναι «κοινόχρηστος» καθώς είναι εξαιρετικά ελκυστικός και τον διεκδικούν πολλές. Κι εκείνη το δέχεται αυτό.
«Ο πατέρας». Το δεύτερο διήγημα της συλλογής με παιδιά. Εδώ, ο Λουκάς, ο γιος της ηρωίδας, είναι τρομερά άτακτος και θορυβώδης. Από μικρός έκανε πάντα φασαρία, με ό,τι καταπιανόταν, κάνοντας τη ζωή της μητέρας του κόλαση. Μάλιστα, είχε πάντα την αφελή στήριξη, και ενθάρρυνση, του πατέρα του. Τα πράγματα όμως θα εκτραπούν, και μάλιστα με έναν τρόπο που ο αναγνώστης δεν τον περιμένει.
«Σάββατο, πέντε το απόγευµα». Eνα απρόσμενο κομψοτέχνημα. Το πορτρέτο ενός φαινομενικά άψογου και ολότελα ταιριαστού ζευγαριού, αν και ιδιόρρυθμου, εξαιτίας του παλιομοδίτη συζύγου, που ωστόσο κρύβει πολλή, και πραγματική, τρέλα. Πέντε σελίδες όλες κι όλες, που θα μπορούσαν να γεννήσουν μέχρι και μια ολόκληρη κινηματογραφική ταινία.
«Η Λίλι». Το τρίτο διήγημα με παιδιά. Η πρωταγωνίστρια εδώ είναι από τις πιο συμπαθητικές ηρωίδες του βιβλίου. Η κόρη της, Λίλι, πάλι είναι ένα ήσυχο, βαρύ, ασυνήθιστο παιδί, που η μητέρα του προσπαθεί να αγαπήσει, κλεισμένη όπως είναι όλη μέρα στο σπίτι της. Ο άντρας της λατρεύει τη Λίλι, όσο απεχθάνεται την πεθερά του, η οποία ζει σε άθλια κατάσταση στο χωριό, απαγορεύοντας στη γυναίκα του να την επισκεφθεί. Αλλά εκείνη θα το κάνει στα κρυφά – με ολέθριες συνέπειες.
«Oγδοη του Μάρτη». Το μεγαλύτερο διήγημα της συλλογής και το πιο «διαφορετικό». Εδώ έχει κανείς την εντύπωση ότι η Μπουζάροφσκα δεν απολαμβάνει απλώς αυτό που αφηγείται, αλλά αφήνεται να παρασυρθεί από την ιστορία της και από τα συναισθήματα της ηρωίδας της περισσότερο από ό,τι σε όλα τα άλλα διηγήματα του βιβλίου. Ακόμη, το διήγημα αυτό είναι πραγματικά ξεκαρδιστικό – οι μεθυσμένοι πρωταγωνιστές του, που προσπαθούν να απατήσουν τους συζύγους τους, μας χαρίζουν τριάντα σελίδες αξέχαστης παντομίμας. Σχεδόν μας γεννιέται η ανάγκη να ζητήσουμε από τη συγγραφέα της γειτονικής χώρας ένα πολύ μεγαλύτερο κείμενο σε αυτό το ύφος, ώστε να αποκτήσουμε έναν θηλυκό Βαλκάνιο Φίλιπ Ροθ. Δεν το κάνουμε γιατί, βέβαια, θα ήταν ξεκάθαρο mansplaining: ο ορισμός του.
Το βιβλίο κυκλοφορεί στην Aldina, την κομψή σειρά τσέπης των εκδόσεων Gutenberg, που παρουσιάζει σύγχρονα ξένα μυθιστορήματα. Η μετάφραση της σλαβολόγου, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, που υπογράφει και την κατατοπιστική Εισαγωγή, είναι άψογη και συχνά πραγματικά απολαυστική.