«Ο Βίκτορ έχει τυπική κατατομή Εβραίου. Ενστικτωδώς οι ασφαλίτες όρμησαν κατευθείαν επάνω του, φωνάζοντας “Θάνατος στους Εβραίους!” Εγώ δεν μπόρεσα να δω πώς ακριβώς τον χτύπησαν γιατί έδινα τη δική μου μικρή μάχη, να μη μου πάρουν από τα χέρια την τσέχικη σημαία. Μόνο μετά, στο κρατητήριο, είδα το στόμα του πρησμένο, τα χείλη του σκισμένα. Μέσα στη χούφτα του κρατούσε τέσσερα δόντια».
Αυτά έγραψε η Νατάλια Γκορμπανέφσκαγια στο αυτοβιογραφικό «Σχετικά με τη διαδήλωση της 25ης Αυγούστου 1968 στην Κόκκινη Πλατεία», το οποίο βγήκε κρυφά από την ΕΣΣΔ και εκδόθηκε στη Φρανκφούρτη το 1970. Πρόκειται για την περιγραφή μιας από τις πιο αδιανόητες και ηρωικές πράξεις διαμαρτυρίας στην παγκόσμια Ιστορία: της διαδήλωσης οκτώ σοβιετικών πολιτών στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας εναντίον της εισβολής των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, μια βδομάδα νωρίτερα. Στη διαδήλωση συμμετείχε μεταξύ άλλων ο Πάβελ Λιτβίνοφ (τις δηλώσεις του οποίου εναντίον της εισβολής Πούτιν στην Ουκρανία δημοσίευσε πέρυσι η «Κ»), καθώς και ο 37 ετών τότε φιλόλογος Βίκτορ Φάινμπεργκ, ο οποίος πέθανε στα 92 του στις 2 Ιανουαρίου.
Εκτός από τυπική εβραϊκή κατατομή, ο γιος του μηχανικού Ισαάκ Φάινμπεργκ και της δασκάλας Σάρας Ντασέφσκαγια, γεννημένος το 1931 στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, είχε και την τάση να ανταποδίδει τα χτυπήματα: ήδη ως μαθητής, στα χρόνια της αντισημιτικής εκστρατείας του 1948-52 (είναι η εποχή της παράνοιας του Στάλιν και της «δίκης των γιατρών» – οι οποίοι ήταν όλοι Εβραίοι) παραπέμφθηκε σε ψυχίατρο επειδή αντέδρασε σε ρατσιστικές προσβολές (αργότερα η παραπομπή αυτή χρησιμοποιήθηκε εναντίον του στο δικαστήριο). Το 1957 έμπλεξε σε καβγά με έναν αστυνομικό, πάλι για μια αντισημιτικού περιεχομένου φράση, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε ένα χρόνο καταναγκαστική εργασία. Επιασε δουλειά σε εργοστάσιο, αλλά ένα εργατικό ατύχημα τον έβγαλε εκτός εργασίας για χρόνια και του άφησε μερική αναπηρία. Το 1968 τέλειωσε με άριστα το τμήμα αγγλικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ, παρουσιάζοντας τη διπλωματική του πάνω στον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, κι έπιασε δουλειά ως ξεναγός. Τότε έγινε η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, γεγονός που λειτούργησε καταλυτικά σε πολλά επίπεδα, τόσο στη Δύση όσο και στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού.
«Oι πράκτορες όρμησαν πάνω μας. Η οδηγία ήταν να μην αντιδράσουμε. Οταν όμως βάλθηκαν να μας βρίζουν, να μας χτυπούν και να σπάνε τα πλακάτ μας, μου κακοφάνηκε πάρα πολύ που δεν μπορούσα να αντιδράσω. Εκανα να σηκωθώ, αλλά ο Μπαμπίτσκι με αγκάλιασε σφιχτά και με συγκράτησε. Ηταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που δεν αντέδρασα. Κι αυτό μου κόστισε», περιέγραψε τη σύντομη διαδήλωση ο ίδιος, στο ντοκιμαντέρ του Κιρίλ και της Ξένια Σάχαρνοφ «Viktor Fainberg. Acharai!» (2022).
Δύο από τους συλληφθέντες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, τρεις σε εξορία και δύο κλείστηκαν σε φρενοκομείο: η Γκορμπανέφσκαγια επειδή είχε μικρό παιδί, γεγονός που θα δυσκόλευε την καταδίκη της σε ποινικό δικαστήριο, και ο Φάινμπεργκ επειδή ήταν τόσο άσχημα χτυπημένος που δεν μπορούσε να εμφανιστεί δημοσίως. Οι κατηγορίες αφορούσαν «διασάλευση της δημόσιας τάξης» και «διασπορά ψευδών ειδήσεων, με στόχο την κατασυκοφάντηση του σοβιετικού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος». Επιμελώς απουσίαζαν λέξεις όπως «διαδήλωση» και «Τσεχοσλοβακία». Ο Φάινμπεργκ «διαγνώστηκε» με σχιζοφρένεια. Του χορηγήθηκε η αντιψυχωσική ουσία χλωροπρομαζίνη παρά τις αντενδείξεις για την επιβαρυμένη από το εργατικό ατύχημα υγεία του, είδε συγκρατούμενούς του να δέρνονται ανηλεώς από «νοσηλευτές», υπέβαλε γραπτές αναφορές για αυτά που είδε, οι οποίες μυστηριωδώς εξαφανίστηκαν, και κατέληξε σε απεργία πείνας, την οποία κράτησε με πείσμα και παρά τη διά της βίας σίτισή του, που εντέλει νίκησε.
Με τη βοήθεια του ψυχιάτρου Λεβ Πετρόφ, επιστολή του Φάινμπεργκ και του συγκρατουμένου του Βλαντίμιρ Μπορίσοφ, που συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1969 επειδή μοίραζε φυλλάδια στο εργοστάσιο όπου δούλευε, έφτασε στη Δύση και δημοσιεύθηκε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» στις 19.3.1971. Κατά σύμπτωση, το κλίμα στη Δύση ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό: μόλις στις 12.3 είχε δημοσιευθεί στους «Τάιμς» του Λονδίνου η έκκληση του νευρολόγου και ακτιβιστή Βλαντίμιρ Μπουκόφσκι προς τους ψυχιάτρους της Δύσης για «μια εκστρατεία ενάντια στη στρεβλή χρήση της ψυχιατρικής στην ΕΣΣΔ». Στην επιστολή τους, οι δύο κρατούμενοι περιέγραφαν την αυθαίρετη χορήγηση ουσιών, την αναγκαστική σίτιση, την απειλή ηλεκτροσόκ, τη συγκατοίκηση με επικίνδυνους και επιθετικούς κρατούμενους για εκφοβισμό, τη στέρηση οιουδήποτε αναγνώσματος και υλικού γραφής – και κατέληγαν καταγγέλλοντας ότι, αντίθετα στην ιατρική δεοντολογία, ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο και οι «θεραπείες» διαρκούσαν επ’ αόριστον: δηλαδή ωσότου ο κρατούμενος «ασθενής» αλλάξει απόψεις και αντιλήψεις. Την επιστολή συνυπέγραφε ο Αντρέι Ζαχάροφ, ο οποίος πέντε μήνες νωρίτερα, στις 4.11.1970, είχε ιδρύσει την Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην ΕΣΣΔ.
Ο διεθνής αντίκτυπος ανάγκασε τη διεύθυνση του ψυχιατρείου να διακόψει τη χορήγηση της «αγωγής» και να χαλαρώσει τις συνθήκες κράτησης των δύο. Σύντομα, ο Φάινμπεργκ κατόρθωσε να στείλει πλήθος πληροφοριών για τη ζωή εντός της κλινικής στο κίνημα των αντιφρονούντων, με τη μεσολάβηση της ψυχιάτρου Μαρίνας Βαϊχάνσκαγια. Ο Φάινμπεργκ πήρε εξιτήριο στις αρχές του 1973 και η Βαϊχάνσκαγια έχασε τη δουλειά της. Παντρεύτηκαν και το 1974 εγκατέλειψαν την ΕΣΣΔ και εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία.
Ο Φάινμπεργκ θεωρούσε τον εαυτό του «στρατιώτη στο κίνημα για τα δικαιώματα του ανθρώπου». Συνεπής στη θέση αυτή, διατήρησε μέχρι τέλους τα αντανακλαστικά του, ακόμα κι όταν η ΕΣΣΔ δεν υπήρχε πια. Παραδείγματος χάριν έδωσε μάχες προκειμένου να χαρακτηριστεί γενοκτονία η ρωσική επίθεση στην Τσετσενία, ιδίως στον δεύτερο πόλεμο (1999-2000), αυτόν που εδραίωσε την εξουσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ανήκε σε μια κατηγορία αγωνιστών για τους οποίους το κίνημα για τα δικαιώματα είχε πραγματικό και διαρκές περιεχόμενο· έτσι, ο όρος «αντιφρονών», κατεξοχήν ετεροπροσδιοριστικός, τους περιορίζει· ως εκ τούτου, μόνον ιστορική αξία έχει. Με άλλα λόγια, ο Φάινμπεργκ και οι φίλοι του εκπροσωπούσαν τη σοβιετική «γενιά του ’60». Σε μια χαρακτηριστική σκηνή του ντοκιμαντέρ των Σάχαρνοφ, λέει για τον εαυτό του: «Προτού καλά καλά κλείσω τα δέκα, είχα αποφασίσει πως θα πήγαινα στην Παλαιστίνη για να οργανώσω εξέγερση ενάντια στους Βρετανούς και να εγκαθιδρύσω το πρώτο πραγματικά κομμουνιστικό κράτος». Και με τη φράση αυτή σκάει στα γέλια.