«Εκείνο που με ενδιέφερε ιδιαίτερα στη Λουτσία ντι Λαμερμούρ ήταν η εξαιρετική δραματουργική επεξεργασία πάνω στο δημοφιλέστατο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, τη “Νύφη των Λαμερμούρ” του Ουόλτερ Σκοτ», λέει ο Γιάννης Κόκκος.
Ο διεθνής Ελληνας σκηνοθέτης, που σε αυτή τη νέα οπερατική παραγωγή υπογράφει επίσης τη σκηνογραφία και τα κοστούμια, βρίσκεται στο Μιλάνο. Μιλήσαμε μαζί του στο τηλέφωνο λίγες ώρες πριν από την πρεμιέρα του έργου «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Ντονιτσέτι στο Teatro alla Scala, η οποία έγινε χθες.
Εχοντας ήδη «ελέγξει» το αποτέλεσμα στην πολύ επιτυχημένη γενική πρόβα που ενθουσίασε το κοινό, μοιάζει να χαλαρώνει με τη συζήτησή μας, που γίνεται εναλλάσσοντας τα ελληνικά με τα γαλλικά. Ο κ. Κόκκος ζει στο Παρίσι από το 1963, με τη σύζυγό του Αν. Οπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια, η Αν Μπλανκάρ είναι η πιο κοντινή συνεργάτις του στη σκηνοθεσία και στη δραματουργία. «Παντού στον κόσμο είμαστε μαζί», λέει πολύ τρυφερά και προσθέτει: «Η Αν είναι εξαιρετική στην ανάλυση των χαρακτήρων και στη σχέση με τους ηθοποιούς. Ηταν άλλωστε κι εκείνη ηθοποιός».
Η συγκεκριμένη παραγωγή της «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» επρόκειτο να ανοίξει τη σεζόν στη Σκάλα το 2020-21, αλλά η πανδημία άλλαξε τον προγραμματισμό διακόπτοντας τις πρόβες. Τώρα, μετά δύο χρόνια, ο κ. Κόκκος επιστρέφει στο Μιλάνο, στη Σκάλα και στην Ιταλία που τόσο αγαπάει, με ένα λαμπρό πρωταγωνιστικό ζευγάρι: τη σοπράνο Λιζέτ Οροπέσα ως Λουτσία και τον Χουάν Ντιέγο Φλόρες ως Εντγκάρντο, ένα δίδυμο που λάμπει για την κομψότητα, τη δεξιοτεχνία και το στυλ του.
«Η σκηνοθεσία μου, η οποία είναι βασισμένη πολύ στο θέατρο, απαιτούσε αυτό το υψηλού επιπέδου καστ· λυρικούς τραγουδιστές όχι μόνον υπέροχους μουσικά, αλλά με γνώση των θεατρικών τρόπων. Αλλωστε αρχικά ο Ντονιτσέτι είχε βάλει υπότιτλο στη “Λουτσία ντι Λαμερμούρ” τον όρο “τραγικό δράμα”», σχολιάζει ο κ. Κόκκος. «Ο χρόνος που μεσολάβησε αναγκαστικά από τις πρώτες πρόβες έως την τωρινή πρεμιέρα με βοήθησε τελικά να μπω πιο βαθιά στα νοήματα του έργου, στα πρόσωπα και στη δομή των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών».
Θύμα των συμβάσεων
Ετσι, σε αντίθεση με την υποταγμένη Λουτσία-νύφη των Λαμερμούρ από το ρομάντζο του Σκοτ, η δική του Λουτσία έχει ισχυρή προσωπικότητα, είναι όμως θύμα των οικογενειακών συμβάσεων και των κοινωνικών δομών. Οι άντρες που τη λατρεύουν –ο αδελφός της αλλά και ο αγαπημένος της–, την ίδια στιγμή που τη νοιάζονται, την καταπιέζουν με τις επιθυμίες, την αδυναμία αλλά και τις πολιτικές τους βλέψεις.
Θεωρώ ότι η Λουτσία είναι μια γυναίκα που αναζητάει την ελευθερία της, που διαθέτει πυγμή, αλλά βρίσκεται φυλακισμένη μέσα στις συμβάσεις.
«Προσπάθησα να φέρω το έργο στη μοντέρνα εποχή γιατί η θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία που την περιορίζει, την πιέζει ή τη χρησιμοποιεί είναι πρόβλημα πάντοτε παρόν», μας εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Δεν επιδίωξα όμως να το μεταφέρω σε μια χρονική περίοδο που εγκλωβίζει τη δράση σε ένα τεχνητό “κέλυφος” στερώντας από το έργο την πολυπλοκότητά του. Προσπάθησα να έχω μια διαχρονική οπτική τοποθετημένη χαλαρά στην ευρωπαϊκή κοινωνία αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που το οικονομικό πλαίσιο ήταν δύσκολο και υπήρχε σε όλους ακόμη διάχυτη ανησυχία».
Αυτό έγινε εφικτό με τη βοήθεια της Λιζέτ Οροπέσα, που «είναι υπέροχη τόσο ως λυρική τραγουδίστρια όσο και ως ηθοποιός», σχολιάζει ο ίδιος. «Και για μένα αυτό είναι σημαντικό διότι θεωρώ ότι η Λουτσία είναι μια γυναίκα που αναζητάει την ελευθερία της, που διαθέτει πυγμή, αλλά βρίσκεται φυλακισμένη μέσα στις συμβάσεις. Η μόνη δυνατότητά της είναι είτε να δολοφονήσει τον Αρτούρο είτε να μπει στην τρέλα – μια τρέλα φτιαγμένη από θραύσματα ευτυχισμένων αναμνήσεων και τρομακτικών εικόνων. Ολα αυτά συνιστούν τον κόσμο της ελευθερίας της, έναν κόσμο παράλληλο με τον πραγματικό».
Η αισθητική και η εμπειρία του Γιάννη Κόκκου ως σκηνοθέτη, ενδυματολόγου και σκηνογράφου είναι ήδη γνωστή και αγαπητή στη Σκάλα. «Πάντα χαίρομαι όταν δουλεύω εδώ, επειδή οι καλλιτεχνικές συνθήκες, ιδίως το τεχνικό τμήμα της κατασκευής των σκηνικών και των κοστουμιών, έχει θέληση και γνώσεις θεατρικές. Ολα γίνονται στο ανώτερο επίπεδο», τονίζει.
Εξίσου άψογη ήταν και η συνεργασία του με τον αρχιμουσικό Ρικάρντο Σαγί. «Από την αρχή συμφωνήσαμε ότι η παράσταση δεν έπρεπε να έχει καμία παύση, αλλά μια συνεχή ροή που θα κρατάει την ένταση αυτής της αριστουργηματικής όπερας», λέει ο κ. Κόκκος. «Ολα τα πρόσωπα τελικά ακολουθούν ένα μονοπάτι που τα οδηγεί προς το μοιραίο, την καταστροφή. Το σημαντικό σε αυτό το έργο είναι να το χειριστεί κανείς σαν να ιππεύει ένα αφηνιασμένο άλογο».
Αυτή η θέση υπήρξε απαιτητική σκηνοθετικά, γιατί κάθε Πράξη έπρεπε να διαδέχεται την επόμενη με ταχύ ρυθμό, χωρίς διακοπές. Ομως το έργο δεν είναι γραμμένο με αυτόν τον τρόπο, και κάθε σκηνή διαδραματίζεται σε διαφορετικό περιβάλλον. Ετσι, ο κ. Κόκκος δημιούργησε ένα σκηνικό που με την προσθήκη επιμέρους στοιχείων αλλάζει απόλυτα. «Κάθε φορά που ανοίγει η αυλαία, μια καινούργια εικόνα αναδύεται. Ηταν μια προσπάθεια πολύ απαιτητική και προκλητική», υπογραμμίζει.
Εως τις 5/5.