Η απολογία του στο δικαστήριο κράτησε μία ώρα. Ενδεκα χρόνια μετά τη διάρρηξη στην Εθνική Πινακοθήκη, που χαρακτηρίστηκε ως η «κλοπή του αιώνα», ο 50χρονος Γιώργος Σαρμαντζόπουλος παρουσιάστηκε ξανά ως λάτρης της τέχνης, αρνούμενος ότι θέλησε ή επιδίωξε να πουλήσει ποτέ τους πίνακες που απέσπασε, μεταξύ των οποίων και ένα έργο του Πικάσο. «Δεν είμαι επαγγελματίας κλέφτης», υποστήριξε. «Ηταν το πάθος μου να αποκτήσω δυο-τρία έργα και δεν θα έφευγα από εκεί άμα δεν τα έπαιρνα». Καταδικάστηκε σε κάθειρξη έξι ετών με αναστολή. Το δικαστήριο αποφάσισε, ως περιοριστικό όρο, να διατηρήσει την ηλεκτρονική επιτήρηση που του είχε επιβληθεί από το περασμένο καλοκαίρι.
Στη χθεσινή δίκη, από τις καταθέσεις των μαρτύρων και την απολογία του κατηγορουμένου, τονίστηκαν για ακόμη μία φορά τα ανεπαρκή μέτρα φύλαξης που υπήρχαν εκείνη την περίοδο στην Εθνική Πινακοθήκη. Παράλληλα, ο εισαγγελέας της έδρας στις τοποθετήσεις του αμφισβήτησε το προφίλ του συλλέκτη και φιλότεχνου το οποίο υποστήριξαν ο κατηγορούμενος και η υπεράσπισή του.
Το χρονικό
Ηταν ξημερώματα της 9ης Ιανουαρίου 2012 όταν ο δράστης κατάφερε να εισβάλει στο εσωτερικό του μουσείου από μια ανασφάλιστη μπαλκονόπορτα. Παραπλάνησε ένα φύλακα προκαλώντας ψεύτικους συναγερμούς και κατάφερε να φύγει με τη λεία του. Η διάρρηξη στέρησε από τη μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης σημαντικά εκθέματα, το «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσο, τον «Ανεμόμυλο Στάμμερ» του Πιτ Μοντριάν και το σχέδιο των αρχών του 17ου αιώνα με τίτλο «Ο άγιος Diego de Alcala σε έκσταση με την Αγία Τριάδα και σύμβολα του πάθους», του Ιταλού ζωγράφου Γουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).
«Εβγαλε δυνατές κραυγές όταν τον είδα, σαν να έδινε σήμα σε κάποιον προπορευόμενο να φύγει», κατέθεσε ο ένας από τους δύο φύλακες που είχαν βάρδια το βράδυ της κλοπής, ο δράστης, όμως, επέμεινε πως δεν είχε συνεργό.
Ο Γιώργος Σαρμαντζόπουλος συνελήφθη τον Ιούνιο του 2021, ομολόγησε την πράξη του και υπέδειξε στους αστυνομικούς το σημείο όπου είχε κρυμμένα τα κλοπιμαία, σε ένα ρέμα στο Πόρτο Ράφτη. Ενας από τους αστυνομικούς που συμμετείχαν στις έρευνες κατέθεσε χθες ότι οι δύο πίνακες, του Πικάσο και του Μοντριάν, βρέθηκαν καλυμμένοι με νάιλον συσκευασίες και τυλιγμένοι με μονωτική ταινία. Βρίσκονταν μέσα σε μεγάλους πολυεστερικούς χαρτοφύλακες, παρόμοιους με εκείνους που χρησιμοποιούν οι αρχιτέκτονες. Οταν εντοπίστηκαν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αστυνομικού, ο κατηγορούμενος έπεσε στο έδαφος και ξέσπασε σε κλάματα. Ξεκινώντας την απολογία του ο Σαρμαντζόπουλος ζήτησε συγγνώμη «από τον ελληνικό λαό και την Εθνική Πινακοθήκη». Είπε ότι σταμάτησε τη φοίτηση στο σχολείο μετά τη Β΄ Λυκείου και έπειτα εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής. Μετά το 2004 συνεργάστηκε με μια αρχιτέκτονα και σταδιακά, όπως δήλωσε, έφτιαξε μια δική του συλλογή ιδιωτικών έργων «άσημων καλλιτεχνών». Το 2009 μετανάστευσε στην Αγγλία. «Το 2011 μού μπήκε στο μυαλό αυτή η άσχημη ιδέα να αποκτήσω δύο έργα μεγάλης αξίας και να τα προσθέσω στην προσωπική μου συλλογή. Σκεφτόμουν ότι ίσως με αυτόν τον λάθος τρόπο μπορώ κι εγώ να κάνω ένα όνειρό μου πραγματικότητα. Εκανα συχνές επισκέψεις στην Εθνική Πινακοθήκη, θαύμαζα πολλά έργα, όπως του Ελ Γκρέκο», είπε. Περιέγραψε πώς η παρακολούθησή του κράτησε έξι μήνες, ανέφερε ότι καθόταν στον προαύλιο χώρο και επιτηρούσε τις κινήσεις των φυλάκων, τις βάρδιές τους και υπολόγιζε ακόμη και τον χρόνο που έπαιρνε στον καθένα να κινηθεί μεταξύ των ορόφων. «Εβγαλα το συμπέρασμα ότι όλη η πινακοθήκη φυλάσσεται από δύο άτομα και ότι θα ήταν εύκολο», εξήγησε.
Κατά τον ίδιο, η κλοπή έγινε μια τυχαία βραδιά, τον Ιανουάριο του 2012. Μαζί του είχε οικοδομικά εργαλεία, ένα κατσαβίδι και ένα καλέμι. Οσο παρέμενε κρυμμένος στο προαύλιο κάπνισε δυο-τρία τσιγάρα και πετούσε τις γόπες σε ένα άδειο πακέτο που είχε μαζί του ώστε να μην αφήσει ίχνη που θα μπορούσαν αργότερα να τον ταυτοποιήσουν. Είπε ότι φορούσε γάντια και σκούφο. Αξιοποιώντας, όπως ανέφερε, τις γνώσεις του από το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή, μπορούσε να διακρίνει ποιος τοίχος ήταν φτιαγμένος από τούβλα και ποιος από γυψοσανίδα και πού ήταν οι συνδέσεις, δηλαδή το αδύναμο σημείο από το οποίο θα μπορούσε να εισέλθει στο μουσείο. «Ηταν ξέφραγο αμπέλι, έμεινα μέσα στον χώρο επτά λεπτά και δεν το πιστεύω πώς κατάφερα να μείνω τόσο», είπε σχετικά με τα μέτρα φύλαξης. Οπως υποστήριξε, πήρε τυχαία τα συγκεκριμένα έργα. «Τον Μοντριάν δεν τον ήξερα, είδα ένα ωραίο δημιούργημα, το αφαίρεσα και το έβαλα στον σάκο», ισχυρίστηκε.
«Σταμάτα, κλέφτη»
Προηγουμένως ένας από τους φύλακες που είχαν βάρδια εκείνη τη νύχτα περιέγραψε στο δικαστήριο πώς προσπάθησε να τον ακινητοποιήσει όταν τον αντιλήφθηκε. «”Σταμάτα, κλέφτη”, είπα και άρχισα να τον κυνηγάω», κατέθεσε. «Και δεν μπορέσατε με μια δρασκελιά να τον πιάσετε;» αναρωτήθηκε η πρόεδρος του δικαστηρίου. «Γλίστρησα και χτύπησα το γόνατό μου και διέφυγε. Εβγαλε δυνατές κραυγές όταν τον είδα, σαν να έδινε σήμα σε κάποιον προπορευόμενο να φύγει», απάντησε ο φύλακας.
Ο Σαρμαντζόπουλος, όμως, επέμεινε ότι έδρασε μόνος, χωρίς συνεργό, ενώ αρνήθηκε ότι υπήρξε καταδίωξη. Ανέφερε ότι έκρυψε τα έργα του Πικάσο και του Μοντριάν σε διαμέρισμα θείου του στον Περισσό, σε ένα δωμάτιο το οποίο παρέμενε πάντα κλειδωμένο. Πρόσθεσε ότι όποτε επέστρεφε στην Ελλάδα από το εξωτερικό έβγαζε τους δύο πίνακες για να τους θαυμάσει και ότι πάντοτε βρίσκονταν εκεί, προτού τους μεταφέρει στο ρέμα, ένα μήνα πριν από τη σύλληψή του.
Ο «ματωμένος Μονκάλβο» και το θρίλερ στη Φλωρεντία
Από τα έργα που εξαφανίστηκαν εκείνη τη νύχτα, ένα δεν ανακτήθηκε. Ο Γιώργος Σαρμαντζόπουλος είπε στο δικαστήριο ότι κατά την προσπάθεια διαφυγής του κόπηκε και σκούπισε με το σχέδιο του Μονκάλβο το ματωμένο χέρι του. Επειτα το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του και το πέταξε στη λεκάνη μιας τουαλέτας όταν, όπως είπε, διαπίστωσε ότι ήταν κομματιασμένο.
Η «Κ» είχε αποκαλύψει το 2020 ότι ένα σχεδόν πανομοιότυπο σχέδιο επρόκειτο να δημοπρατηθεί το 2019 από τον οίκο Pandolfini στη Φλωρεντία, αλλά αποσύρθηκε. Το είχε εντοπίσει η ιστορικός τέχνης Σερένα ντ’ Ιτάλια, η οποία ενημέρωσε τη Μαριλένα Κασιμάτη, ιστορικό τέχνης και πρώην επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης. Η κ. Κασιμάτη είχε προσφερθεί τότε να ταξιδέψει στην Ιταλία για αυτοψία. Από το υπουργείο Πολιτισμού είχαν απαντήσει στην «Κ» ότι είχε γίνει επικοινωνία με την Interpol, αλλά δεν διαπιστώθηκε ότι ήταν το ίδιο έργο με αυτό που είχε κλαπεί και γι’ αυτό δεν προχώρησε κάποια διαδικασία ανάκτησής του, ούτε εστάλη Ελληνας ειδικός. Τα ίδια επανέλαβε στο δικαστήριο ο νομικός σύμβουλος της Πινακοθήκης. Καταθέτοντας χθες ως μάρτυρας, ο δικηγόρος και συλλέκτης Στέλιος Γκαρίπης είπε ότι το έργο θα μπορούσε να υποστεί φθορές προτού πουληθεί, για να προκαλέσει σύγχυση, και αναφέρθηκε σε ψηφιακή ανάλυση που είχε γίνει από τον Ερικ Πόστμα, καθηγητή Τεχνητής Νοημοσύνης στο Πανεπιστήμιο Tilburg της Ολλανδίας, σχετικά με την ομοιότητα των δύο εικόνων.
Η Εφη Αγαθονίκου, προϊσταμένη της Διεύθυνσης Συλλογών Μουσειολογικού και Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης, αμφισβήτησε στην κατάθεσή της το προφίλ του φιλότεχνου που παρουσίασε ο κατηγορούμενος. «Θα το σεβόταν ακόμη κι αν είχε αίμα επάνω», είπε για το σχέδιο του Μονκάλβο. «Ενας άνθρωπος που αγαπάει την τέχνη, πρώτα θα σκεφθεί το έργο και μετά τον εαυτό του. Τα άφησε τόσο καιρό σε μια ρεματιά, σε τι συνθήκες».
Ο εισαγγελέας της έδρας στάθηκε στο ίδιο ζήτημα. «Μας εμφανίσατε τον εαυτό σας ως συλλέκτη και κάνατε ένα τεράστιο λογικό άλμα. Από τους άσημους ζωγράφους πήγατε στον Πικάσο. Σαν να μας λέτε ότι τραγουδάω σε ένα κουτούκι και μετά θα πάω στη Σκάλα του Μιλάνου», σχολίασε.
Στο δικαστήριο δεν παρέστη και δεν κατέθεσε μια πρώην σύντροφός του από την Ολλανδία στην οποία είχε εκμυστηρευθεί την πράξη του ο Σαρμαντζόπουλος. Τον περασμένο Μάρτιο η ίδια είχε καταθέσει στον ανακριτή υποστηρίζοντας ότι ο δράστης σχετιζόταν και με την αποδοχή άλλων κλοπιμαίων, ενός Πικάσο και ενός Μονέ, από το Ρότερνταμ. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση και χαρακτήρισε ψευδή την κατάθεση. Ο συνήγορός του, Σάκης Κεχαγιόγλου, υποστήριξε ότι ο εντολέας του με την ομολογία του έδειξε τη μεταμέλειά του και ότι χωρίς τη δική του υπόδειξη τα έργα δεν θα είχαν ανευρεθεί. Το δικαστήριο αναγνώρισε το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη. Σε μία από τις διακοπές της δίκης, προτού ανακοινωθεί η ποινή, ο φύλακας και ο διαρρήκτης που τον ξεγέλασε φωτογραφήθηκαν μαζί. «Αν είχα φακό εκείνο το βράδυ θα σου τον πετούσα για να σε σταματήσω», του είπε ο φύλακας. Μια αναμνηστική εικόνα, ένδεκα χρόνια μετά την «κλοπή του αιώνα».
Δώρο του Πικάσο στον ελληνικό λαό
Της Μάρως Βασιλειάδου
Μπορείτε να τους δείτε, ανάμεσα σε σημαντικά έργα της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης, στην αίθουσα που βρίσκεται στο δεύτερο υπόγειο της Εθνικής Πινακοθήκης. Οι δύο πίνακες, το «Γυναικείο κεφάλι» του Πάμπλο Πικάσo και ο «Ανεμόμυλος Στάμμερ» του Πιτ Μοντριάν, έχουν επιστρέψει στη μόνιμη συλλογή της Πινακοθήκης και αφού συντηρήθηκαν, παρουσιάζονται αποκατεστημένοι.
Το «Γυναικείο κεφάλι» αποτελεί πορτρέτο της φωτογράφου Ντόρα Μάαρ, συντρόφου του Ισπανού ζωγράφου κατά την περίοδο 1936-1943.
Η πρώτη φορά που εκτέθηκε στο κοινό το «Γυναικείο κεφάλι» του Πικάσο ήταν το 1949 στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Ο πίνακας –τιμητική προσφορά του Πικάσο στον ελληνικό λαό για τη γενναία αντίστασή του κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής– υπήρξε μέρος της δωρεάς Γάλλων καλλιτεχνών και την αποτελούσαν 28 πίνακες, 6 σχέδια, 6 χαρακτικά, 4 γλυπτά και 2 βιβλία σημαντικών ζωγράφων, όπως ο Ματίς, ο Μπονάρ κ.ά. Οπως αναφέρει η επιμελήτρια Ζίνα Καλούδη, το έργο αποτελεί πορτρέτο της φωτογράφου Ντόρα Μάαρ, συντρόφου του Πικάσο κατά την περίοδο 1936-1943.
Η προσωπογραφία εμφανίζεται σε φωτογραφία από το ατελιέ στο Ρουαγιάν το 1940, όπου το ζευγάρι είχε καταφύγει όταν καταλήφθηκε το Παρίσι από τους Γερμανούς. Η Ντόρα Μάαρ υπήρξε η φωτογράφος που απαθανάτισε με τον φακό της όλη τη διαδικασία δημιουργίας του έργου «Γκερνίκα» (1937), ενώ, λόγω της ψυχοσύνθεσής της, για τον Πικάσο ήταν ο τύπος της «γυναίκας που κλαίει». Δυόμισι χρόνια μετά την «Γκερνίκα», στο «Γυναικείο κεφάλι» παρατηρείται η ίδια χρωματική αντίληψη, με την οποία εκφράζεται η απαισιοδοξία της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Πέρασαν περισσότερες από τρεις δεκαετίες για να παρουσιαστεί και πάλι η δωρεά του 1949 στο ελληνικό κοινό. Το έργο παρέμεινε στην έκθεση για αρκετό διάστημα, πριν επιστρέψει στις αποθήκες, και βγήκε και πάλι στην επιφάνεια το 2007 για έναν μήνα, όταν η Εθνική Πινακοθήκη συμμετέχοντας στον εορτασμό των 100 χρόνων του Γαλλικού Ινστιτούτου εξέθεσε εκ νέου τη δωρεά. Η επόμενη και τελευταία παρουσίαση του πορτρέτου της Μάαρ στο κοινό έγινε το 2011.
Τα έργα του Πιτ Μοντριάν που κατέχει η Εθνική Πινακοθήκη ανήκουν στην πρώτη περίοδο του καλλιτέχνη, πριν αναπτύξει τη θεωρία του νεοπλαστικισμού, που τον καθιέρωσε αργότερα. Ωστόσο, αυτά τα δύο προσχέδια με λάδι του 1905 –το μεν ένα απεικονίζει ένα τυπικό αγρόκτημα κοντά στο Αμστερνταμ, ενώ το άλλο τον ανεμόμυλο Στάμμερ, κατά μήκος του πλωτού ποταμού Γκάασπερ Τρέκβααρτ– προμηνύουν το πέρασμα του καλλιτέχνη από τον εξπρεσιονισμό στην αφηρημένη ζωγραφική.