Ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη δείχνει τα πρώτα σημάδια χαλάρωσης, αλλά όλα δείχνουν ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια. «Θα ήταν επιθυμητό να φτάσουμε στο τελικό επιτόκιο μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, αλλά είναι πολύ νωρίς για να πούμε σε ποιο επίπεδο», δήλωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή μεταξύ των 20 ευρωπαϊκών χωρών-μελών υποχώρησε από τα διψήφια νούμερα στο 9,2% τον Δεκέμβριο, από 10,1% τον προηγούμενο μήνα και ετήσιο ρυθμό ρεκόρ 10,6% τον Οκτώβριο.
Ωστόσο, η ανάγνωση αυτή είναι μόνο εν μέρει καλό νέο. Τι κρύβεται, αλήθεια, στην επιβράδυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη; Πράγματι, ο βασικός πληθωρισμός, εξαιρουμένων των ευμετάβλητων τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και των καυσίμων, ανήλθε σε νέο υψηλό 5,2%, υπογραμμίζοντας τους φόβους των υπευθύνων χάραξης πολιτικής ότι η πτώση των τιμών της βενζίνης και της ενέργειας θα μπορούσε να μειώσει το ονομαστικό επιτόκιο χωρίς να αντιμετωπιστούν οι υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις.
Τα βασικά αυτά δεδομένα αντιπροσωπεύουν τον δείκτη που παρατηρεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για να αποφασίσει πώς θα συνεχίσει με την αύξηση των επιτοκίων.
Στις ΗΠΑ, η Fed, προειδοποιεί τους επενδυτές να μην υποτιμήσουν την προθυμία της να αυστηροποιήσει τη νομισματική πολιτική για αρκετό καιρό ακόμη. Ο Αλεξάντερ Κρούγκερ επικεφαλής οικονομολόγος της ιδιωτικής τράπεζας Hauck Aufhäuser Lampe, παραμένει επιφυλακτικός για αυτόν τον λόγο: «Ο ρυθμός του πληθωρισμού πέφτει, αλλά η καταπολέμηση του πληθωρισμού δεν έχει ακόμη τελειώσει», είπε.
«Τουλάχιστον η κορύφωση του πληθωρισμού φαίνεται να έχει ξεπεραστεί». Δεν μπορεί να τεθεί όμως θέμα πραγματικής χαλάρωσης στο μέτωπο των τιμών, δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Γεργκ Κράμερ. «Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε σημαντικά μόνο επειδή τα καύσιμα και το πετρέλαιο θέρμανσης έγιναν φθηνότερα», πρόσθεσε.
Μετακύλιση κόστους στους καταναλωτές
Ο βασικός πληθωρισμός χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα, από την άλλη πλευρά, αυξήθηκε από 5,0% σε 5,2%. Οι οικονομολόγοι περίμεναν 5,1%.
Οι αναλυτές δίνουν επί του παρόντος ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το ποσοστό, επειδή δίνει μια ένδειξη για το πόσο έντονα μετακυλύουν οι εταιρείες τις αυξήσεις κόστους στους καταναλωτές.
Αυτό με τη σειρά του μπορεί να έχει ως συνέπεια τα λεγόμενα δευτερογενή αποτελέσματα με τη μορφή υψηλότερων μισθολογικών απαιτήσεων.
Μικρότερη πίεση
Η συγκράτηση των τιμών στην ευρωζώνη απομακρύνει την πίεση από την ΕΚΤ ενόψει της επόμενης συνεδρίασης τον Φεβρουάριο που θα αποφασιστεί πάντως, νέα αύξηση της τιμής του χρήματος.
Ήδη, τα μέλη του ΔΣ αρχίζουν ήδη να παίρνουν θέσεις. Τα μηνύματα που στέλνουν υποστηρίζουν προς το παρόν την αντίληψη των αγορών ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να φτάσουν φέτος σε επίπεδα μεταξύ 3,5% και 4%, από 2,5%.
Το μήνυμα που έστειλε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ πριν από τα Χριστούγεννα εξακολουθεί να βαραίνει τις αγορές: «Το Διοικητικό Συμβούλιο εκτιμά ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά με σταθερό ρυθμό μέχρι να φτάσουν σε επίπεδα που είναι αρκετά περιοριστικά ώστε να διασφαλιστεί ότι θα επιστρέψουμε έγκαιρα στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα», είπε η Λαγκάρντ, μετά την ανακοίνωση αύξησης των επιτοκίων κατά μισή μονάδα, έως και 2,5%. Οι αγορές ερμήνευσαν αμέσως ότι η Λαγκάρντ υπέδειξε τουλάχιστον τρεις αυξήσεις πάνω από μισή μονάδα, έως και 4%.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό-μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου- τόλμησε να θέσει έναν χρονικό ορίζοντα για τις αυξήσεις των επιτοκίων: καλοκαίρι 2023. Σύμφωνα με το Bloomberg, ο ντε Γκαλό θεωρεί ότι η πτώση του πληθωρισμού είναι «ενθαρρυντική αλλά «όχι αρκετά» και πιστεύει ότι η τιμή του χρήματος πρέπει να ανέβει μέχρι τότε.
Ο Γάλλος δεν είναι το μόνο μέλος του Συμβουλίου που μίλησε αυτή την εβδομάδα για τα επιτόκια: Ο Μάρτινς Καζάκς, διοικητής της Τράπεζας της Λετονίας, της χώρας με τον υψηλότερο πληθωρισμό στην ευρωζώνη (20,7%) δήλωσε επίσης στο Bloomberg ότι οι περαιτέρω αυξήσεις θα αποφασιστούν στις επόμενες συνεδριάσεις. «Στις επόμενες δύο συνεδριάσεις νομίζω ότι μπορούμε ακόμα να κάνουμε αρκετά μεγάλα βήματα», είπε ο Καζάκς, υποδεικνύοντας επίσης ότι οι κινήσεις της ΕΚΤ θα μπορούσαν να σταματήσουν καθώς πλησιάζει το καλοκαίρι.
Αντιμέτωπη με μια οικονομική προοπτική που δεν είναι τόσο ζοφερή όσο αυτή που αναμενόταν το φθινόπωρο, η ΕΚΤ αποφάσισε να καταβάλει όλες τις προσπάθειές της για να περιορίσει τον πληθωρισμό. Και ο βασικός μοχλός που θα χρησιμοποιήσει είναι η τιμή του χρήματος. Η ΕΚΤ έχει μεσοπρόθεσμο στόχο 2% και εκτιμά ότι η μέση άνοδος των τιμών το 2023 θα είναι 6,3%, και 3,4% το 2024 και 2,3% το 2025. Αν και οι φόβοι για ισχυρή ύφεση εξασθενούν, οι προβλέψεις για μια πιο σκληρή νομισματική πολιτική αυξάνονται.