ΠΑΝΟΣ ΤΡ. ΣΚΟΤΙΝΙΩΤΗΣ
Μαγνησία και Πολιτική εν καμίνω, 1934-1967
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2022, σελ. 730
Ο Πάνος Σκοτινιώτης είχε ενεργό συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα της Μαγνησίας για τρεις δεκαετίες, μεταξύ 1982 και 2014. Πορευόμενος με την Αριστερά και την ευρύτερη προοδευτική παράταξη εξελέγη βουλευτής Μαγνησίας, νομάρχης Μαγνησίας και δήμαρχος Βόλου. Στην πλούσια πολιτική σταδιοδρομία του έρχεται τώρα να προστεθεί ένας ερευνητικός άθλος με τη συγγραφή του ογκώδους βιβλίου του «Μαγνησία και Πολιτική εν καμίνω 1934-1967», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας.
Στην εμπεριστατωμένη μελέτη του, προϊόν τετραετούς εξαντλητικής έρευνας, σκιαγραφούνται όχι μόνο το εκλογικό/πολιτικό τοπίο της προπολεμικής, μεταπολεμικής και μετεμφυλιακής Μαγνησίας, αλλά και το ιστορικό πλαίσιο, οι οικονομικοί μετασχηματισμοί, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, οι δημογραφικές μεταβολές και οι πολιτισμικές τάσεις στην πολυτάραχη εποχή, που εκτείνεται από τις παραμονές της δικτατορίας του Μεταξά μέχρι τις παραμονές της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967. Το βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε όσους ενδιαφέρονται για αυτή τη σχετικά υποφωτισμένη μαγνησιώτικη τριακονταετία, αλλά όπως επισημαίνει ο αείμνηστος εκλογολόγος Ηλίας Νικολακόπουλος στον πρόλογό του, «η σφαιρική και τεκμηριωμένη μελέτη του Σκοτινιώτη, καρπός πολύχρονης έρευνας και βιωματικής εμπειρίας, αποτελεί υπόδειγμα τοπικής ιστορίας και διανοητική πρόκληση για αντίστοιχες μελέτες και σε άλλες περιοχές της χώρας».
Συνεκτικό αφήγημα
Η διάδραση του τοπικού με το εθνικό διαπερνά όλο το βιβλίο, «αφού η τοπική πολιτική ιστορία δεν είναι αποκομμένη από την εθνική πραγματικότητα».
Με ζωντανή γραφή που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο συγγραφέας πέτυχε τον στόχο του, «να κτίσει ένα συνεκτικό αφήγημα με νηφαλιότητα, χωρίς απολυτότητες και ιδεολογικές χειραγωγήσεις, με σεβασμό στα γεγονότα και στα πρόσωπα». Η συμπλήρωση 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, 140 ετών από την ενσωμάτωση του Βόλου και της Θεσσαλίας στην ελληνική επικράτεια (1881) και 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), τον ώθησαν σε «ένα κριτικό αναστοχασμό, μια άσκηση τοπικής αυτογνωσίας, που εκπληρώνει το καθήκον της μνήμης».
Η διεισδυτική ματιά του δεν αρκείται μόνο σε διαπιστώσεις, αλλά αναζητεί ερμηνείες τόσο για τις περιόδους που η Μαγνησία έκανε «πρωταθλητισμό» και όσο για εκείνες που «αγκομαχούσε». Αντιπαραβάλλοντας δε την πορεία της με τις εξελίξεις στους υπόλοιπους θεσσαλικούς νομούς, προσφέρει τροφή για ενδιαφέρουσες συγκρίσεις.
Το εκλογικό οδοιπορικό αρχίζει από τις τελευταίες δημοτικές και βουλευτικές εκλογές του Μεσοπολέμου (1934 και 1936 αντίστοιχα) και τελειώνει με τις τελευταίες βουλευτικές (1964) και δημοτικές εκλογές (1964-1965) πριν από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Στις 730 σελίδες του βιβλίου εκτός των αριθμών, που καταγράφουν την εκλογική επίδοση κομμάτων και υποψηφίων στο σύνολο του νομού (με 411 πίνακες και 12 διαγράμματα, 103 φωτογραφίες, άρθρα του τοπικού και αθηναϊκού Τύπου και βιογραφικά βουλευτών και δημάρχων), αξιολογούνται και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν από τις τρεις μεγάλες παρατάξεις, της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς, σε ένα εύθραυστο πολιτικό σκηνικό «καχεκτικής δημοκρατίας». Μόνο οκτώ από τους 41 εκλεγμένους βουλευτές (40 άνδρες και μία γυναίκα) υπουργοποιήθηκαν στην εξεταζόμενη περίοδο, με μακροβιότερους τους Ανδρέα Αποστολίδη, Τζων Γκλαβάνη και Γεώργιο Καρτάλη. Ο τελευταίος μάλιστα είχε αναδειχθεί σε δεσπόζουσα μορφή πανελληνίως στον χώρο της Κεντροαριστεράς, πριν βρει πρόωρο θάνατο το 1957, σε ηλικία 49 ετών. Η διάδραση του τοπικού με το εθνικό διαπερνά όλο το βιβλίο, «αφού η τοπική πολιτική ιστορία δεν είναι αποκομμένη από την εθνική πραγματικότητα» και αρκετές φορές η Μαγνησία συμβάδισε με τις πιο προοδευτικές και νεωτερικές τάσεις της εθνικής ιστορίας.
Ο συγγραφέας σημειώνει ότι η βιομηχανία υπήρξε η ατμομηχανή της «χρυσής» προπολεμικής περιόδου με καθοριστική τη συμβολή και των προσφύγων, ενώ η Απελευθέρωση βρήκε το ΕΑΜ σε ιδεολογική κυριαρχία στη Μαγνησία. Στο τέλος της Κατοχής και του Εμφυλίου η τοπική οικονομία ήταν κατεστραμμένη, για να προστεθούν νέα πλήγματα από τους καταστροφικούς σεισμούς και τις πλημμύρες του 1955. Τότε επικράτησε ένα κλίμα απαισιοδοξίας με διαδεδομένη την αντίληψη περί «παραγκωνισμού», που αποδιδόταν σε κυβερνητική τιμωρητική διάθεση λόγω της κεντροαριστερής/αριστερής πλειοψηφίας στο αστικό κέντρο Βόλου – Νέας Ιωνίας, καθώς και στην εξασθένηση μερικών από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, όταν «ξεθώριασε ένα ανεπανάληπτο χαρμάνι παραγωγικής οικονομίας, αστικής και πολιτιστικής ακμής, εργατικού ριζοσπαστισμού και εξωστρέφειας που είχε χαρίσει ξεχωριστή αύρα και δυναμισμό στις πρώτες δεκαετίες από την ίδρυση της νέας πόλης του Βόλου».
Η Μαγνησία όμως άντεξε και ο Βόλος παρέμεινε στα μεταπολεμικά χρόνια το τέταρτο αστικό κέντρο της χώρας. Από το 1963 μάλιστα ξεκίνησε η οικονομική ανασυγκρότηση και πρόβαλε στο προσκήνιο μία νέα γενιά δημιουργικών ανθρώπων, που «δεν πρόλαβε να εμπλουτίσει τα νεωτερικά χαρακτηριστικά της τοπικής κοινωνίας, γιατί η δικτατορία του 1967 έκοψε τα φτερά της».
Ο Πάνος Σκοτινιώτης με το βιβλίο του έβαλε πολύ ψηλά τον πήχυ για τους επόμενους ερευνητές. Οποιος αποφασίσει να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε, για να συνθέσει το προφίλ της Μαγνησίας στα 50 χρόνια της μεταπολίτευσης, θα προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στη μελέτη της τοπικής ιστορίας.
Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος διετέλεσε πρόεδρος του «Κοινού των Μαγνήτων», του παγκόσμιου σωματείου αποδήμων Μαγνήτων, 2013-2017.