CARSON McCULLERS
Ρολόι χωρίς δείκτες
μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος
εκδ. Διόπτρα, 2023, σελ. 336
Τι παράξενο και συνάμα λυτρωτικό: τα λογοτεχνικά «διαμάντια» του Νότου της Αμερικής ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα της σκοτεινιάς που αναδυόταν από το κρίσιμο ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων. Eνα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου-έκπληξη της Χάρπερ Λι «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» (1960), η Κάρσον ΜακΚάλερς εκδίδει το μυθιστόρημά της «Ρολόι χωρίς δείκτες» (εκδ. Διόπτρα) που έμελλε να είναι και το τελευταίο της. Εξι χρόνια μετά θα πεθάνει σε ηλικία μόλις 50 ετών. Αν και ήταν αποτέλεσμα δύσκολης επώασης, το βιβλίο χάθηκε μέσα στον στροβιλισμό που προκάλεσε η Λι, καίτοι το θέμα του ρατσισμού διέτρεχε τον ιστό και των δύο μυθιστορημάτων.
Η συγγραφέας αναφέρεται ευθέως σε ένα πραγματικό γεγονός που λειτουργεί καταλυτικά στο μυθιστόρημά της καθιστώντας το ακραιφνώς πολιτικό.
Η κριτική της εποχής δεν το κατέταξε στην ίδια κορυφή με τα άλλα σημαίνοντα έργα της (βλ. «Η καρδιά είναι ένας μοναχικός κυνηγός», «Αντανακλάσεις σε χρυσό μάτι»), ωστόσο η δύναμή του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Το ιδιαίτερο ταλέντο της ΜακΚάλερς, κάπως διαφοροποιημένο, αλλά πάντα εγγενές, χρωματίζει ανάγλυφα μια ταραγμένη περίοδο της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας.
Ο αγαπημένος Νότος της ΜακΚάλερς είναι το σκηνικό του δράματος. Μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’50, στο Μίλαν της Τζόρτζια. Μπροστά μας ξεδιπλώνονται τέσσερις ήρωες, διαφορετικοί μεταξύ τους, των οποίων όμως οι μοίρες ενώνονται. Ο 40άρης φαρμακοποιός Τζ. Τ. Μαλόουν, ο γηραιός δικαστής Κλέιν, ο εγγονός του, Τζέστερ και ο νεαρός μαύρος γραμματέας του, Σέρμαν.
Οι δύο πρώτοι ανήκουν –αναμφίβολα– στο παρελθόν που σιγά σιγά εκπνέει, αλλά αρνείται να παραδώσει τη σκυτάλη των εξελίξεων στους επόμενους, ενώ οι άλλοι δύο είναι φορείς μιας νέας εποχής που θέλει να αρθεί πάνω από τους διαχωρισμούς και τις άγονες αντιπαλότητες. Η ΜακΚάλερς αναφέρεται ευθέως σε ένα πραγματικό γεγονός που λειτουργεί καταλυτικά στο μυθιστόρημά της καθιστώντας το ακραιφνώς πολιτικό. Το 1954, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ψηφίζει την κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στα δημόσια σχολεία. Ναι, είναι η ανατολή μιας νέας εποχής.
Πίσω, όμως, από αυτό το καθοριστικό γεγονός, η ΜακΚάλερς βλέπει ανθρώπινες ψυχές που πάλλονται από δίψα για ζωή, για αγάπη και για αποδοχή. Η μοναξιά βαραίνει τους ώμους τους, το κενό θάλλει μπροστά τους. Το παρελθόν συγχωνεύεται με το παρόν και τα πάντα δείχνουν να μην έχουν νόημα. Οπως ένα ρολόι που δεν έχει δείκτες.
Ο Μαλόουν μαθαίνει πως του μένουν ελάχιστοι μήνες ζωής, καθώς πάσχει από λευχαιμία. Ο φόβος του επικείμενου θανάτου τον οδηγεί σε μια πλήρη αναθεώρηση της ζωής του. Μετράει τα λάθη που έκανε και πώς άφησε την αγάπη για τη γυναίκα του να ξεγλιστρήσει από τα χέρια του.
Ο δικαστής Κλέιν αναθυμάται τα πολιτικά κλέη του παρελθόντος του, αντιλαμβάνεται πως το σώμα του είναι σαν παρατημένο σπίτι στη φθορά του και αναστοχάζεται την πικρή απώλεια του αγαπημένου του γιου που αυτοκτόνησε και της γυναίκας του που πέθανε. Μόνος μα πάντα υπέρμαχος της διατήρησης των φυλετικών διακρίσεων, θα βρει συντροφιά στον νεαρό Σέρμαν που θαυμάζεται για την ακαταπόνητη μαχητικότητά του και τα μεθυστικά γαλάζια μάτια του.
Είναι αυτά τα στοιχεία που θα θέλξουν τον εγγονό του Κλέιν, τον Τζέστερ. Τα δύο παιδιά είναι ορφανά και αναζητούν τη θέση τους στον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. Σε αντίθεση με τον δυναμικό και καυχησιάρη Σέρμαν, ο Τζέστερ εναντιώνεται στις συντηρητικές απόψεις του παππού του, παλεύει με την κρυφή σεξουαλική του φύση και βρίσκει στο πρόσωπο του Σέρμαν την αδελφή ψυχή που έψαχνε, ελλείψει πατρικής φιγούρας.
Λευκοί εναντίον μαύρων; Σαφώς, αυτό το δίπολο υπάρχει στο κάδρο της πλοκής, ωστόσο η ΜακΚάλερς χτίζει τέσσερις ατόφιους χαρακτήρες που κουβαλούν αντιθέσεις, που τους ενώνει ένα μυστικό, το οποίο αποκαλύπτεται στο τέλος και υφαίνει μια ιστορία που αναγνωστικά σε κινητοποιεί με τον υψηλό βαθμό συμπόνιας και ενσυναίσθησης που έχει γραφτεί. Μπορεί να λείπει το γνωστό γκόθικ στοιχείο που χαρακτηρίζει τη γραφή της ΜακΚάλερς, ωστόσο το δράμα και η υπαρξιακή αναζήτηση συλλειτουργούν με τη λεπτή ειρωνεία και την εντεινόμενη αίσθηση του μάταιου.
Η μετάφραση ανήκει στον Μιχάλη Μακρόπουλο.