Για αιώνες το μπλε παρέμενε χρώμα δεύτερης κατηγορίας, που δεν διαδραμάτιζε κανένα ρόλο ούτε στην κοινωνική ζωή, ούτε στις θρησκευτικές πρακτικές, ούτε στην καλλιτεχνική δημιουργία. Οι αρχαίοι Ελληνες δεν το είχαν σε εκτίμηση, αν και συχνά στην αρχιτεκτονική και στη γλυπτική χρησίμευε ως χρώμα βάθους, πάνω στο οποίο εγγράφονταν οι μορφές, όπως σε ορισμένα τμήματα της ζωφόρου του Παρθενώνα. Οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν δυσάρεστο και απαξιωτικό, κατάλληλο μόνο για «βαρβάρους».
Σε σύγκριση με το λευκό, το κόκκινο και το μαύρο, τα τρία βασικά χρώματα των αρχαίων κοινωνιών, η συμβολική διάστασή του ήταν πολύ αδύναμη για να σημάνει ή να μεταφέρει ιδέες και να προκαλέσει συγκινήσεις. Η τόσο διακριτική παρουσία του –ή μήπως απουσία του;– έκανε, μάλιστα, πολλούς επιστήμονες του 19ου αιώνα να αναρωτιούνται αν οι άνθρωποι της αρχαιότητας έβλεπαν το μπλε. Ή, τουλάχιστον, αν το έβλεπαν όπως εμείς.
Οι Ευρωπαίοι αυτοκράτορες του Μεσαίωνα υιοθέτησαν τις ρωμαϊκές συνήθειες: το μπλε δεν εμφανιζόταν ποτέ στις αυλές τους. Το φορούσαν μόνο οι χωρικοί και οι άνθρωποι ταπεινής καταγωγής. Ακόμη και ο χριστιανισμός, που εξυμνεί το φως και τον ουρανό, δεν κατάφερε να το βγάλει από το τέλμα. Για περισσότερο από μία χιλιετία, απουσίαζε από τη χριστιανική λατρεία και τέχνη. Αρχισε να εμφανίζεται δειλά δειλά σε απεικονίσεις της Παναγίας στο γύρισμα του 11ου-12ου αιώνα. Για να κατακτήσει μια θέση στους κοινωνικούς κώδικες και στα συμβολικά συστήματα, το αδικημένο μπλε έμελλε να βρει έναν πρώτης τάξεως υπερασπιστή: τον βασιλιά της Γαλλίας. Τον 12ο αιώνα ήταν ο μόνος ηγεμόνας της Ευρώπης που το είχε εισαγάγει στο οικόσημό του. Και επειδή οι γαλλικές βασιλικές δυναστείες ήταν πανίσχυρες, μια επιδημία μίμησης εξαπλώθηκε στην Ευρώπη.
Ολοι άρχισαν να ντύνονται στα μπλε! Πολύ νερό κύλησε από τότε στον μύλο της Ιστορίας. Από τις στολές ναυτικών, αστυνομικών, τελωνειακών, ταχυδρόμων, ακόμη και κληρικών (αρχικά στις αγγλοσαξονικές κι έπειτα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες) μέχρι την κυριαρχία του μπλουτζίν και τα μπλε εμβλήματα της UNESCO, του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το μπλε είναι το αγαπημένο χρώμα των Δυτικών. Τα «καπρίτσια» της μόδας δεν απειλούν την πρωτοκαθεδρία του.
Αγαπημένο των καλλιτεχνών
Το περίπτερο της Γκαλερί Στεφανίδου Τσουκαλά γέμισε από έργα τέχνης και αντικείμενα με κοινό χρωματικό παρονομαστή το μπλε.
«Τεράστιες νίκες πέτυχε το μπλε, όμως, και στα χέρια των ανθρώπων της τέχνης. Από τον Βίνσεντ βαν Γκογκ, τον Γιοχάνες Βερμέερ, τον Πάμπλο Πικάσο και τον Βασίλι Καντίνσκι μέχρι τον Κατσουσίκα Χοκουσάι, τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ και τον Ιβ Κλάιν, αλλά και Ελληνες ζωγράφους, όπως ο Αλέκος Φασιανός, ο Γιάννης Μόραλης, ο Παναγιώτης Τέτσης, για τους οποίους το μπλε δεν υπήρξε απλώς άλλο ένα χρώμα στην παλέτα τους – ήταν ισχυρότατο μέσο έκφρασης, φορέας συναισθημάτων και ιδεών», λέει η γκαλερίστα Λώρα Τσουκαλά. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια αποφάσισε να ντυθεί φέτος στα μπλε το περίπτερο της Γκαλερί Στεφανίδου Τσουκαλά, της μοναδικής που εκπροσώπησε τη χώρα μας στην έκθεση PAD Design and Art του Παρισιού, ίσως τη σημαντικότερη φουάρ για τα αντικείμενα τέχνης και διακόσμησης, τη φωτογραφία και τα κοσμήματα, που πραγματοποιήθηκε για 25η χρονιά, στον κήπο του Κεραμεικού, πριν από λίγες μέρες.
Η ιδέα προέκυψε, όπως η ίδια εξηγεί, «με αυτό το σκεπτικό για τις διακυμάνσεις της φήμης του μπλε ανά τους αιώνες και με έμπνευση από το εμβληματικό μπλε του Ιβ Κλάιν – μια δική του ματ εκδοχή του ultramarine. Στόχος μας, να δημιουργηθεί στους επισκέπτες της έκθεσης ισχυρός συνειρμός με το καθηλωτικό ελληνικό τοπίο, τον ουρανό και τη θάλασσα, καθώς και την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική». Ετσι, ένα μπλε… σύμπαν ταξίδεψε στη γαλλική πρωτεύουσα: έργα τέχνης, έπιπλα και αντικείμενα Ελλήνων και ξένων δημιουργών, με διαφορετικά υλικά και τεχνοτροπίες, με τον ίδιο όμως χρωματικό παρονομαστή: το μπλε.
Μια εντυπωσιακή κονσόλα της Λιάνας Βασσάλου· μια «ρευστή» τραπεζαρία του Κώστα Πανιάρα (με βάση που αλλάζει σχήμα και χρώμα) και ένας επίσης δικός του πίνακας, όπου το μπλε στέκεται επάξια δίπλα στο κόκκινο· μια μοναδική πορσελάνινη ’60s λάμπα της Αλίσια Πενάλμπα από την Αργεντινή (1913-1982)· δύο σετ μικρών τραπεζιών (τύπου «φωλιά») από πλεξιγκλάς, κατασκευασμένα στη Γαλλία το 1970 από άγνωστο καλλιτέχνη, που αποτυπώνουν το πνεύμα της εποχής χάρη στο καινοτόμο, τότε, υλικό τους· μια πολυθρόνα σε σχήμα λωτού των Fong Brothers από τη δεκαετία του 1980· ένα εντυπωσιακό βίντατζ τοτέμ του Γάλλου γλύπτη Ζαν-Ζακ Νταρμπό· μια σπάνια επιτοίχια κεραμική σύνθεση του Ροζέ Καπρόν (1922-2006)· ένα υπέροχο μεταλλικό γλυπτό του σπουδαίου Ελληνα εικαστικού Takis, μεταξύ άλλων.
«Ολα προορισμένα να τιμήσουν από τη μια τα εθνικά μας χρώματα και από την άλλη την ελευθερία της κίνησης και την παιχνιδιάρικη διάθεση ενός “αιώνιου” καλοκαιριού: του ελληνικού», συνεχίζει η Λώρα Τσουκαλά. Κι αυτό ήταν μάλλον που έκανε εκατοντάδες επισκέπτες της PAD, όπως διαπίστωσε στο ρεπορτάζ της η «Κ», να σταματήσουν στο ελληνικό περίπτερο για να θαυμάσουν από κοντά τα έργα τέχνης, τα έπιπλα και τα χρηστικά/διακοσμητικά αντικείμενα και να μάθουν περισσότερα για τους δημιουργούς τους.
Η πανδημία ωφέλησε το ντιζάιν
Τα εικοστά πέμπτα γενέθλιά της συμπλήρωσε φέτος η PAD Design and Art, που ιδρύθηκε το 1998 από τον «ανήσυχο» Γάλλο γκαλερίστα και αντικέρ Πατρίκ Περέν και πραγματοποιείται κάθε χρόνο, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον πλήθους συλλεκτών, ντιζάινερ και, φυσικά, φιλότεχνων. Το Παρίσι, το Λονδίνο και το Μονακό φιλοξενούν τις πιο δημοφιλείς «εκδόσεις» της. Ρωτώ τη Βέτα Στεφανίδου – Τσουκαλά, μητέρα της Λώρας και με σημαντική πορεία στον χώρο της εσωτερικής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης, αν η πανδημία προκάλεσε αλλαγές σ’ αυτή την αγορά. «Οσο κι αν ακουστεί παράξενο, ο κορωνοϊός ωφέλησε και την τέχνη, και το ντιζάιν.
Μέσω του αναγκαστικού εγκλεισμού πολλοί άνθρωποι επαναπροσδιόρισαν τη σχέση τους με το σπίτι τους, το εκτίμησαν περισσότερο. Αποφάσισαν να περνούν πιο πολύ χρόνο σ’ αυτό, επομένως θέλουν να το κάνουν πιο λειτουργικό
αλλά και πιο όμορφο.
Επίσης, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής μας ζωής, από τους χώρους εστίασης και διασκέδασης “επέστρεψε” στο σπίτι, με λιγότερους αλλά πραγματικούς φίλους, για μια πιο ουσιαστική επικοινωνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επισκέπτες της PAD δεν σκέφτονται πολύ πριν αγοράσουν κάτι. Αλλά όλοι γνωρίζουν ότι τα οbjets d’art, δηλαδή τα έπιπλα και τα custom made αντικείμενα εξαιρετικής ποιότητας, τα οποία συνδυάζουν τη χρηστικότητα με την καλλιτεχνική αξία, με την υπογραφή πάντα γνωστών σχεδιαστών ή καλλιτεχνών, εξακολουθούν να αποτελούν εξαιρετική επένδυση».
Και το ελληνικό ντιζάιν; Πόσα βήματα έχει κάνει προς την παγκόσμια καταξίωσή του; «Προοδεύει, όχι όμως με τρόπο που να το κάνει ανταγωνιστικό σε διεθνές επίπεδο», απαντά η Βέτα Στεφανίδου – Τσουκαλά. «Θα έλεγα ότι διανύει τη νηπιακή ηλικία. (Γέλια) Οι σχεδιαστές μας είναι εξαιρετικοί στο να αντιλαμβάνονται τις κυρίαρχες τάσεις και να τις μιμούνται, βάζοντας και κάποιες δικές τους “πινελιές”. Το ζητούμενο, βέβαια, δεν είναι αυτό, αλλά να δημιουργήσουν τη δική τους ταυτότητα. Προς αυτή την κατεύθυνση,
έχουμε ακόμα πολύ δρόμο…».