Στο 3,75% διαμορφώθηκε η απόδοση στα έντοκα γραμμάτια διαρκείας ενός έτους κατά τη δημοπρασία που διενεργήθηκε αυτή την εβδομάδα από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, έναντι 2,79% που ήταν η απόδοση σε αντίστοιχη δημοπρασία τον περασμένο Δεκέμβριο, τη στιγμή που στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, πριν από έναν περίπου χρόνο, οι αποδόσεις στα ελληνικά έντοκα κινούνταν σε αρνητικό επίπεδο. Η πρώτη εντύπωση που δίνεται είναι ότι η Ελλάδα δανείζεται ακριβά για ένα μόλις έτος, τη στιγμή που η απόδοση στο ελληνικό 10ετές, για παράδειγμα, είναι μόλις 65 μονάδες βάσης υψηλότερα, στο 4,4%. Η πραγματική και ευρύτερη εικόνα, ειδικά σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης, είναι ωστόσο διαφορετική και αποτυπώνει τις εντελώς διαφορετικές συνθήκες που κυριαρχούν πλέον στις αγορές ομολόγων από ό,τι πριν από ένα ή δύο χρόνια. Πρώτο σημείο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως η απόδοση του 3,75% είναι 10 μονάδες βάσης κάτω από το επιτόκιο στη διατραπεζική αγορά (στο 3,85% την Τετάρτη) και επίσης 20 μονάδες βάσης κάτω από το swap επιτοκίου του ευρώ ενός έτους, το οποίο κινείται στο 3,95%. Επίσης δεν απέχει πολύ, μόλις 40 μ.β., από το επιτόκιο του γερμανικού τίτλου διαρκείας ενός έτους, το οποίο διαμορφώνεται στο 3,37% και είναι πολύ κοντά σε αυτό του αντίστοιχου ιταλικού τίτλου (3,64%).
Ενα δεύτερο σημείο είναι πως η συμμετοχή των ξένων επενδυτών σε αυτή τη δημοπρασία έφθασε το 61%, τη στιγμή που συνήθως στα 12μηνα έντοκα δεν κινούνται πάνω από το 30%-40%, με τις ελληνικές τράπεζες να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των εκδόσεων. Η σημαντική αυτή ζήτηση αντανακλά το γεγονός ότι η Ελλάδα θεωρείται ένα «ασφαλές στοίχημα», χάρη και στα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, καθώς και στο γεγονός ότι έχει υπεραντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο για τα επόμενα 4-5 χρόνια μέσω των στρατηγικών διαχείρισης χαρτοφυλακίου των τελευταίων ετών από τον ΟΔΔΗΧ.
Ενα τρίτο σημείο είναι πως η σημαντική και ταχεία άνοδος των αποδόσεων των βραχυπρόθεσμων τίτλων αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο και αντανακλά τις προσδοκίες της αγοράς για την πορεία των επιτοκίων και της νομισματικής πολιτικής. Την Πέμπτη, για παράδειγμα, η απόδοση στο 2ετές γερμανικό ομόλογο, μία διάρκεια που θεωρείται η πιο ευαίσθητη στα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άγγιξε το 3,385% – το υψηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008. To 2ετές ιταλικό ομόλογο βρέθηκε στο 3,87% και στα υψηλότερα επίπεδα από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης το 2012.
Αυξήσεις επιτοκίων
Η αγορά αποτιμά όλο και υψηλότερα επιτόκια και αυτή τη στιγμή εκτιμά ότι το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ θα διαμορφωθεί πάνω από το 4% φέτος, ενώ αναμένει πως την επομένη βδομάδα θα προχωρήσει σε αύξηση κατά 50 μ.β. και δίνει περίπου 90% πιθανότητα για περαιτέρω αύξηση 50 μ.β. στην επόμενη συνεδρίαση τον Μάιο. Ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης, Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό, δήλωσε την Πέμπτη ότι ο πληθωρισμός σε ολόκληρη την Ευρωζώνη εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός και παραμένει η κορυφαία προτεραιότητα για τη νομισματική πολιτική. Λίγες μέρες πριν η Κριστίν Λαγκάρντ διαμήνυσε επίσης πως περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων, πέραν του Μαρτίου, είναι πολύ πιθανές, ενώ ο Αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης Ρόμπερτ Χόλτσμαν τάχθηκε υπέρ τεσσάρων διαδοχικών αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 50 μ.β., τοποθετώντας το τελικό επιτόκιο στο 4,5%.