Μέσα στον παγκόσμιο εκδοτικό ορίζοντα υπάρχουν περιπτώσεις ξεχωριστές, όπου κάποιοι πείσμονες εκδότες στέκονται μοναχικά, σαν μαχητές ιδιότυπων οραμάτων που τα κυνηγούν με διάρκεια και συνέπεια. Τέτοια ιδιαιτερότητα στον εκδοτικό χάρτη αποτελεί και ένας οίκος με βάση την Αθήνα (που επιλέγει, όμως, να τυπώνει κατ’ αποκλειστικότητα στη Σύρο), η Αργώ Εκδοτική του ναυτιλιακού ιστορικού και ερευνητή Γεωργίου Μ. Φουστάνου. Το υλικό που απασχολεί την έρευνά του (η θάλασσα και οι περιπέτειες των Ελλήνων μέσα της) έχει έναν ορίζοντα απαιτητικό, συναρπαστικό, και, κυρίως, μεγάλο.
Πράγματι, κοιτώντας πίσω στο εκδοτικό έργο της Αργούς την τελευταία τριακονταετία, το μοτίβο του «μεγέθους» ξεχωρίζει. Είτε μιλάμε για τη σκοπιά του περιεχομένου, είτε για το βάθος της έρευνας, είτε για τις λεπτομέρειες του ίδιου του τυπωμένου προϊόντος, η κλίμακα απογειώνεται και αποκτά διαστάσεις σχεδόν αστρονομικές (ή, για να το πούμε καλύτερα, ωκεάνιες).
Κρατώντας στα χέρια μας την πρόσφατη έκδοση του οίκου, έχουμε την αίσθηση πως πρόκειται για μια εκδοτική κιβωτό που μέσα στην πολυτελή της βιβλιοδεσία και εκτύπωση παρουσιάζει στον αναγνώστη ακόμη ένα κεφάλαιο ελληνικής ναυτοσύνης. Στο «Made in South Korea», που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο της χρονιάς που πέρασε, ξεφυλλίζουμε τις σελίδες και γινόμαστε μάρτυρες μιας θαλασσινής παρέλασης ενός εντυπωσιακού, υπερσύγχρονου ελληνόκτητου εμπορικού στόλου που οργώνει τις επτά θάλασσες του πλανήτη. Βλέπουμε, σε εντυπωσιακές εναέριες λήψεις, πλοία Ελλήνων που σκαρώθηκαν σε ναυπηγεία στην άλλη άκρη της Γης, στη Νότια Κορέα, σε μια χώρα που ακολούθησε τα βήματα της Ιαπωνίας και συνεργάστηκε με μερικούς πρωτοπόρους εφοπλιστές της χώρας μας για να χτίσουν μαζί μέσα σε ελάχιστα χρόνια ένα βιομηχανικό και ναυτιλιακό θαύμα που εμφανίζεται εντυπωσιακό μέσα από τα ιλιγγιώδη νούμερά του.
Κατά την τελευταία εικοσαετία οι Ελληνες εφοπλιστές παραλαμβάνουν από τα ναυπηγεία της Νότιας Κορέας, κατά μέσον όρο, ένα πλοίο κάθε πέντε ημέρες. Ας το φανταστούμε: πριν καν κλείσει μία εργάσιμη εβδομάδα, και επί κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια πλέον, προστίθεται στον στόλο μας ένας σιδερένιος γίγαντας μήκους 200 ή 300 μέτρων που μπορεί να μεταφέρει χιλιάδες τόνους φορτίου.
Το κόστος κατασκευής ενός τέτοιου πλοίου σήμερα μπορεί να ξεκινήσει από 40 εκατομμύρια δολάρια, αλλά και να αγγίξει τα 200 εκατομμύρια.
Και όμως, η αλήθεια είναι πως οι πιο πολλοί από εμάς δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τέτοια μεγέθη. Ακόμα και όταν κοιτάμε αυτά τα «πλωτά εργοστάσια» δίπλα μας, να αράζουν στο αγκυροβόλιο ανοιχτά του λιμανιού του Πειραιά ή απλώς να πλέουν μπροστά μας όσο εμείς ταξιδεύουμε πάνω σε κάποιο επιβατηγό πλοίο της γραμμής, είναι δύσκολο να καταλάβουμε την πολυπλοκότητα και την ακραία κλίμακα των αναλογιών τους.
Γίγαντες των θαλασσών
Τα πλοία αυτά είναι αληθινοί γίγαντες, ήρωες και πρωταγωνιστές των θαλασσών, φορείς των ζωτικών υλικών της ανθρωπότητας και του πολιτισμού μας. Οι τεχνολογίες που κουβαλούν είναι προηγμένες, οι προδιαγραφές κατασκευής και ασφάλειάς τους κορυφαίες, το έμψυχο υλικό τους –οι δημιουργοί και οι ναυτικοί τους– είναι άνθρωποι ξεχωριστοί. Το κόστος κατασκευής του καθενός από αυτά σήμερα μπορεί να ξεκινήσει από 40 εκατομμύρια δολάρια, αλλά μπορεί να φτάσει και κοντά στα 200 εκατομμύρια, νούμερο που ίσως σκιαγραφεί κάπως το ύψος των μεγεθών για τα οποία μιλάμε.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα οι Ελληνες ναυπήγησαν εκεί περισσότερα από 1.600 πλοία, γεγονός που υποδηλοί πως η συνολική ελληνική επένδυση στη «Χώρα της Πρωινής Γαλήνης» υπολογίζεται σε τουλάχιστον 64 δισ. δολάρια. Πώς θα μπορούσε, άραγε, ένα έντυπο να αποδώσει τέτοια μεγέθη;
Φαίνεται όμως πως η Αργώ ακριβώς αυτό κάνει με τα βιβλία της και αυτό ίσως συμβαίνει επειδή ο ιδρυτής της προέρχεται ο ίδιος από τον κόσμο της ναυτιλίας, τον οποίο υπηρετεί με διαφορετικές ιδιότητες εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Σε αυτόν τον κόσμο που υπάρχουν και δημιουργούν διαχρονικά κορυφαίοι επιχειρηματίες όπως ο Γιώργος Σ. Λιβανός, ο οποίος το 1972, μόλις στα 36 του χρόνια, τόλμησε να βάλει την υπογραφή του για τη ναυπήγηση δύο γιγαντιαίων δεξαμενοπλοίων στη Νότια Κορέα, ενώ το ναυπηγείο δεν είχε αρχίσει καν να κατασκευάζεται.
Το «ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα» σε μια ευαίσθητη, γεωπολιτικά, περιοχή
Η σημαντική εκείνη υπογραφή του Λιβανού ουσιαστικά άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία και την περαιτέρω ανάπτυξη των ναυπηγείων της Νότιας Κορέας. Οι συγκυρίες που ακολούθησαν εκείνης της συμφωνίας, έφεραν την ασιατική χώρα στο σημείο να δημιουργήσει μια ολόκληρη σειρά από μεγάλα ναυπηγεία με κεντρικό άξονα αυτό της Hyundai –που παραμένει έως και σήμερα η ναυαρχίδα– με απώτερο αποτέλεσμα, λίγα χρόνια μετά, αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως το «οικονομικό θαύμα» της Νότιας Κορέας. Και ποιες, άραγε, θα ήταν οι γεωπολιτικές ισορροπίες στην περιοχή, εάν η «Χώρα της Πρωινής Γαλήνης» δεν είχε κάνει τέτοια βήματα;
Ο Πόλεμος της Κορέας
Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως, όπως επισημαίνεται στο βιβλίο, οι πρώτοι δεσμοί των Ελλήνων με τη Νότια Κορέα δεν ξεκίνησαν από τον ναυτιλιακό χώρο, αλλά από τον πόλεμο, όταν στις 9 Δεκεμβρίου του 1950 ένα ελληνικό Τάγμα Πεζικού αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Πουσάν στη Νότια Κορέα και εντάχθηκε στο Εβδομο Σύνταγμα Ιππικού της Αμερικανικής Μεραρχίας. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ανταποκριθεί στην έκκληση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για παροχή στρατιωτικής βοήθειας προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία της Νότιας Κορέας μετά την εισβολή των στρατευμάτων της Βόρειας Κορέας τον Ιούνιο του 1950.
Παρότι αποδεκατισμένη από τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και του αδελφοκτόνου Εμφυλίου, η χώρα μας έστειλε 2.000 άνδρες να πολεμήσουν για τον λαό της Νότιας Κορέας και την ελευθερία του, ένα λαό τελείως άγνωστο σε εμάς. Από αυτούς, 186 έπεσαν στο πεδίο της μάχης (το βιβλίο, μάλιστα, είναι αφιερωμένο σε αυτούς).
Επιστρέφοντας στη σημασία που είχαν οι επενδύσεις των Ελλήνων εφοπλιστών στη Νότια Κορέα, αξίζει να τονιστεί η επίδραση που αυτές είχαν στις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή.
Οπως είχε πει στην παρουσίαση του βιβλίου ο Γιώργος Μ. Φουστάνος, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Propeller Club στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιά, τον Νοέμβριο που πέρασε, παρουσία του πρέσβη της Δημοκρατίας της Νότιας Κορέας στην Ελλάδα, Jung Il Lee: «Η σημερινή καταξίωση της Νότιας Κορέας σε πρώτη παγκόσμια ναυπηγική δύναμη που επιτεύχθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οφείλεται στη δραστηριότητα ναυπηγείων που στην εξέλιξή τους έχουν συμβάλει αποφασιστικά οι Ελληνες εφοπλιστές, ένα επίτευγμα το οποίο έρχεται να προστεθεί σε ένα παρόμοιο που αφορά τη συμβολή τους στην ανάδειξη της Ιαπωνίας σε κορυφαία παγκόσμια ναυπηγική δύναμη λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Πιστεύω ακράδαντα ότι η ανάπτυξη που πέτυχαν αυτές οι δύο μεγάλες χώρες κυρίως χάρη στις επιδόσεις τους στον χώρο της ναυπηγικής βιομηχανίας, έχει συμβάλει όχι μόνο στην ευημερία των πολιτών τους αλλά και στη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή του πλανήτη».
Πίσω από τις εντυπωσιακές αεροφωτογραφίες των πλοίων που παρελαύνουν στο βιβλίο «Made in South Korea», δεν υμνείται μόνο το «ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα», αλλά υπονοείται και η δύναμή του να σμιλεύει καθοριστικές παγκόσμιες συγκυρίες – κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές. Και αυτό δεν είναι κάτι που ανιχνεύεται σε νούμερα και μεγέθη, παρά στην ανθρώπινη καθημερινότητα ολόκληρων κοινωνιών. Αυτή είναι η δύναμη της θάλασσας, που ενώνει ειρηνικά τους λαούς του κόσμου.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr