Ελάσσων χάρη

1 year ago 53

ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ
Η πλαστογραφία μου
εκδ. Κουκούτσι, 2022, σελ. 58

Με το πέµπτο βιβλίο του (συνυπολογίζεται η συμμετοχή του σε ένα συλλογικό έργο) ο Λαρισαίος ποιητής Αντώνης Ψάλτης (1977), που έχει μεταφράσει επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία και Χέλντερλιν, σταθεροποιεί τις επιλογές του. Διακρίνονται εξίσου το πηγαίο ποιητικό ένστικτο, όσο και τα βαρίδια από τα οποία μοιάζει να μην επιθυμεί να απαλλαγεί. Το υπό συζήτηση βιβλίο αποτελεί έτσι χαρακτηριστική αξιόλογη ελάσσονα ποίηση: φαίνεται η στόφα, η επινοητικότητα, το αβίαστο παιχνίδι με τις λέξεις, η σκηνοθετική οικονομία και, ταυτόχρονα, λείπει η αυστηρή στόχευση, η αυτοπειθαρχία που θα γονιμοποιούσε φιλόδοξα αποτελέσματα. Οπως όλοι οι καλοί ελάσσονες, ο Ψάλτης δίνει ποιήματα που αγαπιούνται και ποιήματα που τα αφήνουμε ολότελα στην άκρη. Το βιβλίο, λίγο αυτοβιογραφία και λίγο ιστορικο-πολιτικός σχολιασμός, ξεκινάει με μια πιπεράτη δήλωση προθέσεων, σαν να απαγγέλλεται από έναν αφηγητή-κονφερασιέ: «ω εσείς! που τη γλώσσα συγυρνάτε/ έτσι: με γραμματικές, πελώρια/ συντακτικά, please, μη με τυραννάτε·/ τη στοχαστική ποθώ απανεμιά,/ τα πάντα ν’ απονοματίσω, και πια/ να μη σκεφθώ ξανά. τούτο μου αρκεί:/ τυλίχτηκα (άρα υπάρχω) σε μια/ μπαλάντα για την απρόσμενη αρχή».

Οι αριθμημένοι τίτλοι της σύνθεσης χτίζουν δική τους παράλληλη, ερεθιστική αφήγηση. Σαν να λέει ο ποιητής, σπάζοντας τη φωνή του στα δύο: «κι αν δεν σας πείσει η πλαστογραφία μου καθεαυτή, διαθέτω και plan B, τους τίτλους μου». Τους παραθέτω για του λόγου μου το αληθές: «μπαλάντα για την απρόσμενη αρχή/ το παρατσούκλι (παππούς Αντώνης)/ έκτακτο δελτίο ειδήσεων/ “το κτήμα του Δρακόπουλου να γίνει πάρκο” (παππούς Κώστας)/ το δικαίωμα στην τεμπελιά του Paul Lafargue/ το ραδιοφωνάκι (γιαγιά Ελισάβετ)/ ο Nietzsche για τους ποιητές/ στον δάσκαλό μας Γεράσιμο Βώκο/ ο Μπέκετ και η γλώσσα (Ι)/ στην Mae, τη γάτα του Κώστα και της Ρούλας που επέστρεψε στο άπειρο/ διάσταση του αίματος [ωραίο ποιητολογικό ποίημα!]/ Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα/ κοντολογίς δεν γράφω όταν έχω χρόνο, αλλά στην εξορία του/ η ιστορία που γράφεται ξανά/ ο Beckett και η γλώσσα (ΙΙ)/ ψίθυρος/ από τις “Εποχές” του Μανόλη Αναγνωστάκη/ μεταπολεμικά (γιαγιά Βάσω)/ αυτοφωτογραφία σε οθόνη αφής/ τσιγάρο στο μπαλκόνι (μπαμπάς Θανάσης)/ η πλαστογραφία μου/ τι θα γίνει μ’ αυτό το παιδί (μαμά Μυρτώ)/ μπαλάντα για ένα πολύτιμο σκιάχτρο».

Στο σώμα των ποιημάτων, η πιο πειστική ταυτοποίηση ενός προκλητικά, θα λέγαμε, ιστορικοποιημένου και πολιτικοποιημένου ποιητικού «εγώ», γίνεται ωστόσο με τη βοήθεια όχι των ιδεών αλλά –πόσο ελληνικό!– του οικογενειακού δεσμού, που αποδεικνύεται σπαραχτικά ισχυρότερος από οποιαδήποτε άλλη ταυτοτική αναφορά. Η φωνή που μιλάει φέρνει στη σκηνή μια στενή οικογένεια: μητέρα, πατέρα, γιαγιάδες και παππούδες αμφοτέρων των πλευρών. Πρόκειται ασφαλώς για έντονο πολιτισμικό σημάδι των νεοελληνικών καιρών μας, όπως έχει ήδη επισημανθεί στη σχετική επιστημονική και τη δημόσια συζήτηση.

Στην ποίηση του Ψάλτη, όπως π.χ. και σε εκείνη των Αμανατίδη και Απέργη, το στοιχείο αυτό είναι έκδηλο και μας παρακινεί να σκεφθούμε. Μολονότι επιχειρεί υψιπετείς αναφορές στη βαριά φιλοσοφία και τη λογιοσύνη, η αναγνώστρια/ο αναγνώστης απολαμβάνουν προπάντων έναν απροσποίητο καρυωτακισμό, που ο Ψάλτης τον έχει στο τσεπάκι του (στην προσπάθειά τους να απηχήσουν τον Καρυωτάκη πολλοί έδωσαν και δίνουν μετριότατα αποτελέσματα). Παράδειγμα οι ακόλουθοι στίχοι από το «ιστορία που γράφεται ξανά» που, στο μυαλό μου, θα έκλειναν ιδανικά τη συλλογή: «στο τέλος της ιστορίας/ ο μέσες άκρες νέος άνδρας/ έψαξε στο google ένα, όποιο, site/ με αγγελίες αναζήτησης εργασίας·/ μπήκε στις καταχωρήσεις, πληκτρολόγησε:/ δεν υπάρχει Ελπίς/ και πάτησε το πλήκτρο της αποστολής».

Read Original