Κύριε διευθυντά
Τον Ιούλιο του 2016 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος της απλής αναλογικής με πλειοψηφία 179 βουλευτών. Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ τότε δεν υπερψήφισε το νομοσχέδιο, κρατώντας την πάγια θέση του υπέρ της ενισχυμένης αναλογικής, δεν επέτρεψε την άμεση εφαρμογή του στις επόμενες εκλογές, αυτές δηλαδή του 2019. Τον Ιανουάριο του 2020 η παρούσα κυβέρνηση άλλαξε τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής σε αυτόν της ενισχυμένης, με μπόνους στο πρώτο κόμμα 20 έδρες και επιπλέον μία έδρα για κάθε 0,25% στο ποσοστό που τελικά θα συγκεντρώσει πλέον του ποσοστού του 25% (με μάξιμουμ μπόνους 50 εδρών, εφόσον συγκεντρώσει 40%). Δεν σχηματίσθηκε όμως και τότε η απαιτούμενη πλειοψηφία των 200 βουλευτών προκειμένου αυτός να ισχύσει στις αμέσως επόμενες εκλογές.
Οι προσεχείς λοιπόν εκλογές γίνονται με απλή αναλογική, αλλά με το παράδοξο ότι θεωρείται δεδομένο ότι θα ακολουθήσουν δεύτερες εκλογές μετά τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης. Τα ποσοστά όπως εμφανίζονται στις δημοσκοπήσεις δεν οδηγούν προφανώς σε αυτοδύναμη κυβέρνηση, επιπλέον όμως οι διαμορφωθέντες συσχετισμοί δεν οδηγούν σε ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας από τη Βουλή που θα εκλεγεί.
Ο πρωθυπουργός έχει ρητά δηλώσει ότι θα διεκδικήσει την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας σε επόμενες εκλογές. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν συγκροτεί κυβέρνηση ηττημένων, αλλά και στην (απίθανη;) περίπτωση που βρεθεί στην πρώτη θέση, δεν φαίνεται να υφίσταται σενάριο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Περαιτέρω ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει συνεργαστεί ποτέ με το ΚΚΕ και η πιθανότητα να συνεργασθεί με το ΜέΡΑ25 δείχνει μηδενική, ΑΝΕΛ δε δεν υπάρχουν πια.
Δεδομένου λοιπόν ότι δεν υπάρχει κανένα σενάριο συνεργασίας μετά τις εκλογές με απλή αναλογική, το καλύτερο που τα κόμματα έχουν να προσφέρουν στη χώρα, είναι σήμερα να συνεργαστούν και με πλειοψηφία 200 βουλευτών να αλλάξει ο εκλογικός νόμος και οι «πρώτες» εκλογές να γίνουν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Ισως μία τέτοια κίνηση θα ήταν από αυτές, που κατ’ ελάχιστον θα μπορούσε (μαζί με τον προσδιορισμό επιτέλους του χρόνου των εκλογών) να αποκαταστήσει το κύρος του πολιτικού κόσμου της χώρας. Διαφορετικά, θα έχουμε (προφανώς ήδη βρισκόμαστε άτυπα επί μεγάλο χρονικό διάστημα) μακρά προεκλογική περίοδο τριών και πλέον μηνών από την προκήρυξη των εκλογών, γεγονός αρνητικό για την πρόοδο των υποθέσεων της χώρας μας.