Σε συνθήκες απλής αναλογικής αυτό που πραγματικά αναζητούν οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις εξουσίας είναι ο «παλαιός δικομματισμός». Μπορεί στον ΣΥΡΙΖΑ να πολιτεύονται στο όνομα της προοδευτικής διακυβέρνησης, ωστόσο δεν θα έλεγαν «όχι» σε ένα ποσοστό που θα πλησίαζε το 45%, ενώ διακηρυγμένος στόχος της Ν.Δ. είναι να υπερβεί στις δεύτερες εκλογές το 38% προκειμένου να διασφαλίσει την αυτοδυναμία. Η τελευταία φορά που ένας σχηματισμός κατέγραψε τόσο υψηλό νούμερο ήταν το 2009, όταν το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου βρέθηκε στην εξουσία με 43,94%. Η «βίαιη προσαρμογή» της 6ης Μαΐου 2012 αποτέλεσε τομή στη σύγχρονη πολιτική και εκλογική ιστορία της χώρας. Από το ΠΑΣΟΚ έφυγαν πάνω από δύο εκατομμύρια ψηφοφόροι και από τη Ν.Δ. ένα εκατομμύριο. Μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, οι τρεις τους άγγιξαν μόλις το 49%.
Ανάκαμψη
Σημεία ουσιαστικής ανάκαμψης του δικομματισμού εμφανίστηκαν στις προηγούμενες εκλογές. Η γαλάζια παράταξη (39,85%) ξαναπήρε την εξουσία με πλειοψηφία 158 εδρών και ο ΣΥΡΙΖΑ (31,53%) βρέθηκε ξανά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και οι δύο αθροιστικά πέρασαν το φράγμα του 70%, δίνοντας μια εικόνα επιστροφής των αυτοδύναμων κυβερνήσεων. Κατά πολλούς ο νέος δικομματισμός ήρθε για να μείνει, συρρικνωμένος πλέον. Παρά την ανθεκτικότητα της σημερινής κυβέρνησης, το δυστύχημα στα Τέμπη, η ενεργειακή κρίση και η πανδημία έχουν προκαλέσει νέες συνθήκες, αποτυπώνοντας τη δημοσκοπική επιρροή των δύο «μεγάλων» κοντά στο 60%. Οι ισορροπίες θα αλλάξουν, καθώς η πόλωση και η συσπείρωση αναμένεται να αυξήσουν τα νούμερά τους, ειδικά αν χρειαστεί να στηθούν και δεύτερες κάλπες.
Η αναμέτρηση της 6ης Μαΐου 2012 αποτέλεσε τομή στη σύγχρονη εκλογική ιστορία της χώρας, καθώς Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ «άγγιξαν» αθροιστικά μόλις το 49%.
Διακυμάνσεις έτσι κι αλλιώς υπήρχαν πάντα στην πορεία των ποσοστών των δύο «μεγάλων» μετά τη Μεταπολίτευση. Η εδραίωση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία την οκταετία 1981-1989 οδήγησε σε ποσοστά άνω του 80%, με τη Νέα Δημοκρατία να έπεται, αλλά να κυνηγάει την εξουσία στις εκλογές του 1985. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη εγκαινιάστηκε μια μακρά περίοδος δικομματισμού. Με την απλή αναλογική στις τριπλές εκλογές στα τέλη της δεκαετίας του ’80 –και με το αίτημα της «κάθαρσης»– η Νέα Δημοκρατία είχε καταγράψει ποσοστό που έφθασε στο 46,89% τον Απρίλιο του 1990. Και παρ’ όλα αυτά το εκλογικό σύστημα έδινε τότε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη μόλις 150 έδρες. Λίγους μήνες πριν, στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση εκείνης της περιόδου, τον Νοέμβριο του 1989, Ν.Δ. (46,19%) και ΠΑΣΟΚ (40,67%) συγκέντρωσαν μαζί 86,86%. Ποσοστό-ρεκόρ για τα μεταπολιτευτικά χρονικά. Ανω του 85% σημείωσαν τα δύο κόμματα τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου το 1985, αλλά και το 2000 όταν ο Κώστας Σημίτης συγκρούστηκε ψήφο ψήφο με τον Κώστα Καραμανλή. Η περίφημη «ενσωμάτωση της Β΄ Αθηνών» είχε δώσει τη νίκη στο ΠΑΣΟΚ με μία μονάδα. Η πόλωση μεταξύ των δύο, με στόχο τη συγκέντρωση εκλογικών πλειοψηφιών, οδήγησε τον δικομματισμό σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά το 1993 (86,18%), όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ξαναβρέθηκε στο Μαξίμου, και το 2004 με τη νίκη του Κώστα Καραμανλή, φθάνοντας στο 85,91%. Συνολικά τις μεγάλες ημέρες του δικομματισμού σε 11 εκλογικές αναμετρήσεις μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ –από το 1981 έως το 2009– μόλις τρεις φορές το ποσοστό των δύο έπεσε κάτω από το 80%. Το 1996 (79,61%), το 2007 (79,94%) και το 2009 (77,43%).
Νέα κόμματα
Η σημερινή ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού προέκυψε –πέρα από τα μνημόνια– και από την είσοδο στο πολιτικό σύστημα νέων κομμάτων που είτε δημιουργήθηκαν και ακόμη συγκροτούνται στα άκρα του συστήματος (Χρυσή Αυγή, ΑΝΕΛ, Ελληνική Λύση, Ελληνες), είτε προσπάθησαν να κερδίσουν σημαντικό κομμάτι του Κέντρου (Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ κ.λπ.). Οχι πως δεν είναι υγιές φαινόμενο η δημιουργία σχηματισμών με πολιτικό όραμα, απλώς κανείς το 1981 της τρικομματικής Βουλής (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ΚΚΕ) δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως το 2015, 34 χρόνια μετά, το εισιτήριο για την Ολομέλεια θα έπαιρναν οκτώ δυνάμεις.