Εκλογές χωρίς ατζέντα

1 year ago 69

Ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται μέχρι σήμερα, σε μια κουρασμένη ήδη προεκλογική περίοδο, είναι λόγος ρηχός, φθηνός και ανωφελής. Λόγος αδιάφορος, κατασκευασμένος και γεμάτος, με ψεύτικα και απατηλά συνθήματα και συναισθήματα.

Η κατάληξη των εκλογών αυτών τελεί υπό αίρεση όχι τόσο του τελικού εκλογικού αποτελέσματος αλλά από το γεγονός ότι ακόμα είναι άγραφος ο επίλογος του συνεχιζόμενου ελληνικού πολιτικού δράματος. Και όπως ξέρουμε τα δράματα κάποτε έχουν ευτυχή κατάληξη και κάποτε «εις δυστυχίαν τελευτώσιν». Διότι η όποια λύση δεν καθορίζεται από εξωγενείς παράγοντες ούτε από κάποια μοίρα αλλά από τη δική μας βούληση.

Η διαρκής ελληνική κρίση έχει ελληνική ιθαγένεια και συντελείται μέσα στο σαθρό σκηνικό μιας κοινωνίας που βρίσκεται ακριβώς εκεί που την οδήγησαν άστοχες και αστόχαστες πολιτικές επιλογές. Μία κοινωνία που οργανώθηκε τελικά με βάση τις υλικές σχέσεις και κατά συνέπεια χωρίς δέσμευση από ένα σύστημα πνευματικό, που θα λειτουργεί ως καθοδηγούν πνεύμα.

Ομως οι κοινωνίες κινούνται όταν η πολιτική ανοίγει τον δρόμο και η πρόοδος συντελείται όταν υπάρχει διαρκής αμφισβήτηση. Οχι καθολική και ισοπεδωτική, αλλά επιλεκτική. Πεποίθησή μου είναι ότι η λυτρωτική κατάληξη του ελληνικού προβλήματος θα προκύψει μόνο μέσα από μία πολιτική συμφωνία και συναπόφαση όλων των «ελίτ» της χώρας για την εφαρμογή ενός ρεαλιστικού και μακρόπνοου σχεδίου για την άμεση προσαρμογή της στα νέα δεδομένα ώστε να μη γίνει η Ελλάδα «ένας άπελπις τόπος».

Εάν αυτό αποδειχθεί ανέφικτο θα οφείλεται στην πολιτική μικροψυχία και μικρόνοια, η οποία δυστυχώς διακρίνεται ήδη ανάγλυφα σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο. Η κεντρική ευθύνη γι’ αυτό βαραίνει όλο το αδίστακτα δημαγωγούν πολιτικό τόξο, και κυρίως τα δύο κόμματα εξουσίας της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία δίνουν τον τόνο της δημοκοπίας και της σκόπιμης και δειλής απόκρυψης από τους εκλογείς των σοβαρών κινδύνων της χώρας.

Για παράδειγμα, μετά το 2025 και μέχρι το 2030, η χώρα θα πρέπει να εφαρμόσει όλους τους αυστηρούς «χρυσούς κανόνες» που περιέχονται στη σύμβαση που υπέγραψε με την Ε.Ε. το 2018 για τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους. Το 70% των 400 δισ. του δημοσίου χρέους το οφείλουμε στα κράτη του Eurogroup που μας τα δάνεισαν και δεν μας τα χάρισαν. Συμφωνήθηκε ότι μέχρι το 2032 θα πληρώνουμε τόκους με το πρωτοφανές χαμηλό επιτόκιο του 1%! Το 2030 θα αρχίσει η αξιολόγηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς εάν η χώρα τήρησε τα συμφωνηθέντα, δηλαδή υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, χαμηλό δημοσιονομικό έλλειμμα, πληθωρισμό, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, το έλλειμμα στο ισοζύγιο συναλλαγών κ.λπ. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα υπάρξει νέα παράταση και θα αναγκαστούμε να πληρώνουμε πλέον τρομώδη επιτόκια πρόδρομης χρεοκοπίας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.

Πιστεύει άραγε κάποιος ότι θα υπάρξει στην Ευρώπη κράτος που θα μας δανείσει για δεύτερη φορά έπειτα από μία νέα ασυνέπεια; Πιστεύει επίσης κανείς ότι μετά τις εκλογές, ό,τι είδους κυβέρνηση και εάν προκύψει, είτε αυτοδύναμη είτε συγκυβέρνηση, θα μπορεί να ξεπεράσει τη βαθιά λαϊκίστικη φύση των ελληνικών κομμάτων ώστε να λάβει τις οδυνηρές αποφάσεις στα έσοδα και στις δαπάνες που θα αποτρέπουν να εισέλθει ξανά η χώρα σε νέες επικίνδυνες περιπέτειες; Πιστεύει τέλος κανείς ότι μπορεί να μεταμορφωθεί οβιδιακά το σημερινό πολιτικό φάσμα όταν συνεχίζει να είναι τόσο βαθιά εθισμένο σ’ ένα νοσηρό πνεύμα που ευνοεί απροκάλυπτα ολέθριες επιλογές;

Μέσα, όμως, στον αναταραγμένο, αντιφατικό και αλλοπρόσαλλο σημερινό ελληνικό κόσμο τίποτα δεν τονώνει ιδιαίτερα τις νεότερες γενιές που πληρώνουν τις μακροχρόνιες ασυνέπειες και με ζαλισμένη την ελπίδα γυρεύουν «το κλειδί του μεγάλου αινίγματος» στην πολιτική ιδεολογία, στο μέλλον της δημοκρατίας μας, στο μέλλον, αν υπάρχει, το δικό τους. Συνήθως αγκυροβολημένα σε πεποιθήσεις αδιαπραγμάτευτες, τα πολιτικά κόμματα τους απευθύνονται γεμάτα αυταρέσκεια. Βλέπουν όμως ότι πίσω από τις κομματικές φιέστες και το κυνήγι εντυπώσεων κρύβονται έννοιες φευγαλέες όπου άλλο ζητάς κι άλλο βρίσκεις.

Η εποχή της «τηλεοπτικής δημοκρατίας» διαπρέπει στις διφορούμενες έννοιες και σε απατηλές προτάσεις επιλογής. Στην αντιγραφή αυτή η δημοκρατία μεταλλάσσεται σε «τεχνοδημοκρατία». Και εκείθεν σε ηθικολογία, σε παροχολογία, σε σκανδαλολογία, σε «κανονικότητα» και μη, κ.λπ., κ.λπ. Μοιάζει σαν την «ελπίδα της απελπισίας» να πιστεύουμε ότι τα κόμματα θα αντιληφθούν την ιστορική τους ευθύνη και θα μιλήσουν στον λαό για τους άμεσους πολλαπλούς κινδύνους που απειλούν τη χώρα και τελικά θα εξαγγείλουν το περίγραμμα μιας νέας εθνικής στρατηγικής και δεν θα μιλούν μόνο για τη «μοναδικότητα» των αρχηγών τους.

Ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος είναι πρώην υπουργός.

Read Original