Τρεις γυναίκες και δυο άνδρες σε ξαπλώστρες απολαμβάνουν νωχελικά τον ήλιο, την επαφή με τη φύση, την αρμονία του τοπίου στο Ακαπούλκο. Ο φωτισμός του Χρήστου Τσαμπά, αποδίδει ένα πρωινό, μεσημεριανό σε κάποιο θέρετρο, όπου αυτοί οι άνθρωποι απολαμβάνουν την ηρεμία και βρίσκονται σχεδόν σε μια κατάσταση Νιρβάνα. Ο ήχος της θάλασσας, η ηρεμία τους, οι αργές κινήσεις τους, πραγματικά δείχνουν ανθρώπους που απολαμβάνουν τη στιγμή και φιλοσοφούν , γιατί τι είναι η ζωή; Μια σειρά στιγμών και το μόνο που μένει είναι να απολαμβάνει κάποιος την κάθε στιγμή του, το κάθε του λεπτό. Μπροστά τους η θάλασσα και η πισίνα , ένας χώρος δράσης, εκείνοι όμως νιώθουν μια πληρότητα μέσα στη νωθρότητά τους, καθώς στη φάση αυτή απολαμβάνουν το ποτό τους. Ο ηδονισμός που διαφαίνεται από την ακινησία τους και τις ελάχιστες πολύ αργές κινήσεις τους υποδηλώνει έναν κίνδυνο που κάνει αισθητή την παρουσία του με τα κινητά τηλέφωνα που χτυπούν κάθε τόσο και είναι ο γιος του ενός ζευγαριού και η κόρη του άλλου. Το ένα ζευγάρι είναι η Ζουζού (Βίβιαν Κοντομάρη) και ο Ασούρ (Γιάννης Σιαμσιάρης), οι οποίοι κάθε τόσο δέχονται τηλεφώνημα από τον γιο τους που έχει πέσει σε κατάθλιψη και απειλεί να βάλει τέλος στη ζωή του. Από την άλλη το άλλο ζευγάρι η Λύκρα (Έλενα Μαρσίδου) και ο Ραμί (Κωνσταντίνος Πασσάς) των οποίων την ησυχία ταράζει κάθε τόσο η κόρη τους η Σέλμα, ένα διαταραγμένο άτομο, που τηλεφωνεί στους γονείς της μόνο και μόνο για να τους ταράξει, να τους χαλάσει τις διακοπές και βέβαια να τους ανησυχήσει ακραία.
Πιο δίπλα η Μπόνα (Ηρώ Κισσανδράκη) διαβάζει τα βιβλία της και αποφεύγει να δει την πραγματικότητα και την απόρριψη από τον φίλο της που της τηλεφωνεί και κάνει αισθητή την τοξική του παρουσία δηλώνοντας της ότι βρίσκεται «παρέα» με άλλες γυναίκες. Η γυναίκα αυτή φαίνεται να τα έχει όλα, ομορφιά, μόρφωση, φινέτσα, επίπεδο, ενώ αυτός ο τοξικός άνθρωπος έρχεται να την ισοπεδώσει . όμως στην ουσία είναι αυτή που του τα Εκείνη τα επιτρέπει όλα αυτά ή καλύτερα τα προκαλεί κιόλας.
Χαρούμενα πρόσωπα, ηλιοκαμένα, οι γυναίκες βάζουν αντηλιακό ή ψεκάζονται με ιαματικό νερό, όμορφα περιποιημένα σώματα που ατενίζουν την Εδέμ, τον Παράδεισο, μια πισίνα ή την θάλασσα, τη γαλήνη από την ταράτσα κάποιου ακριβού ξενοδοχείου. Ονειρική ατμόσφαιρα. Τόσο ακραία ειδυλλιακή που μόνο το αντίθετό της μπορεί να κρύβει. Έτσι ένας συγγραφέας σαν τον Δημήτρη Δημητριάδη δεν θα μπορούσε παρά να επιφυλάσσει στους ήρωές του τη χειρότερη μοίρα. Ποιοι είναι αυτοί οι τόσο ανέμελοι τύποι που απολαμβάνουν τις διακοπές τους, αφήνοντας ένα απαλό αεράκι να χαϊδεύει το πρόσωπό τους και τα σώματά τους, ενώ παράλληλα σε άμεσο και εγγύτατο περιβάλλον αντιμετωπίζουν θέματα ζωής και θανάτου; Τι λογής άνθρωποι είναι αυτοί; Πώς άφησαν να οδηγηθούν τα πράγματα σε αυτό το επίπεδο ; Φαίνονται να είναι άνθρωποι που αναζητούν την ξεκούραση, όμως απλά είναι άνθρωποι χωρίς καμία ενσυναίσθηση.
Ο Ραμί (Κωνσταντίνος Πασσάς) με ύφος μαφιόζου, φιλοσοφεί γύρω από τη ζωή. “Τι είναι ζωή;” Αναρωτιέται και απαντά μόνος του ότι η ζωή είναι ένα πεδίο με όρια, αρχή και τέλος και ο άνθρωπος πρέπει να εκμεταλλεύεται κάθε σημείο του πεδίου αυτού. Κάθε σημείο είναι ένας στόχος και κάθε στόχος ένα επίτευγμα. Φιλοσοφεί αναδεύοντας το ποτό του και καπνίζοντας στωικά το πούρο του. Συνεχίζει λέγοντας ότι υπάρχουν δυο κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που μπορούν να τα καταφέρουν και ο άλλοι που δεν μπορούν και η ζωή τους ξερνά.
Το leitmotiv, η επωδός της Λύκρα (Έλενα Μαρσίδου), της γυναίκας του Ραμί είναι να αναζητά κάθε τόσο τον Μαξιμιλιανό, που ποτέ δεν εμφανίζεται, να παίξει μουσική και να χαϊδεύει απαλά τις χορδές. Χωρίς να το ομολογεί απολαμβάνει τη μουσική του και προφανώς και τον ίδιο, μετά από οποιαδήποτε ένταση. Η εικόνα του την χαλαρώνει.
Νουθετούν τη Μπόνα (Ηρώ Κισσανδράκη), να απαλλαγεί από αυτόν τον άνθρωπο που της ρημάζει τη ζωή, να τον βγάλει από το μυαλό της. Εκείνη όσο και να το προσπαθεί τελικά είναι δέσμια σε έναν φαύλο κύκλο, και ενώ τον συγχωρεί και του λέει ότι τον αγαπά, μετά τον ανακρίνει για να μάθει με ποια βρίσκεται μαζί τη στιγμή που μιλούν. Η σχέση μαζί του είναι σαδομαζοχιστική . Αυτή η κοπέλα που της αρέσει να διαβάζει, στην ουσία δεν βοηθά τον εαυτό της και βρίσκεται εγκλωβισμένη, παγιδευμένη σε μια άρρωστη σχέση. Διαβάζει μυθιστορήματα, γιατί έτσι ξεφεύγει από την πραγματικότητα και από την απόλυτη δυστυχία της. Όταν πια του παραδίνεται με τους όρους του κρύβεται μέσα σε μια κλειστή ομπρέλα θαλάσσης και τον εκλιπαρεί να μείνει μαζί της.
Το παιδί της Ζουζού (Βίβιαν Κοντομάρη ) και του Ασούρ (Γιάννης Σιαμσιάρης )υποφέρει από ψυχική αστάθεια, μελαγχολία και κατάθλιψη. Κλείνεται στα σκοτάδια του, διακατέχεται από εγγενείς φόβους. Ο ίδιος πολλές φορές έχει γίνει θρύψαλα μπροστά στα μάτια του πατέρα του και εκείνος αδυνατεί να τον βοηθήσει όσο και να θέλει. Ο Ασούρ είναι πραγματικά τρυφερός μαζί του και προσπαθεί. Το τηλέφωνο του γιου τους χαλά τη θεϊκή ευτυχία των διακοπών τους. Η απελπισία κυριεύει και τους δυο γονείς. Προσπαθούν να τον κρατήσουν στη ζωή μέσα από ένα ακουστικό τηλεφώνου. Ακούγεται τραγικό, όταν ο άλλος είναι σχεδόν παραδομένος στα δαιμόνιά του και δεν μπορεί κανείς να τον απαλλάξει από αυτά.
Όλες οι σχέσεις κλονίζονται.
Η Λύκρα (Έλενα Μαρσίδου) απεχθάνεται το διάβασμα, το θεωρεί χάσιμο χρόνου. Τα βιβλία είναι σαν να της λένε να μην ζει. Βέβαια όταν η ζωή, μόνο ζωή δεν είναι, τότε κάποιος μπορεί μάταια να την αναζητά στις σελίδες των βιβλίων. Η Μπόνα πιστεύει ότι ζούμε ό, τι δεν θέλουμε να γίνεται, ενώ τα βιβλία μας δίνουν τη ζωή που θέλουμε να ζούμε.
Το ταξίδι, το βιβλίο, αυτή η σκηνή με τους ανθρώπους αυτούς καρφωμένους πάνω στις σαιζλόνγκ είναι η απόλυτη άρνηση της πραγματικότητας και η διαφυγή από ό,τι πραγματικά μας πονά. Κανένας αγώνας, καμία ειλικρινής προσπάθεια, μόνο παράδοση στην πολυτέλεια και την ηδονή που έλεγε και ο Μπωντλέρ.
Μετά τις 36 ώρες ταξίδι που τους οδήγησε σε αυτόν τον παράδεισο αποφασίζουν ότι το μόνο που υπάρχει είναι ο κόσμος γύρω τους. Ούτε οι σκέψεις, ούτε οι προθέσεις.
Τα τηλεφωνήματα με τον άντρα με τον οποίο σχετίζεται η Μπόνα , η ευμετάβλητη συμπεριφορά της, η μεταστροφή της σε μια εκδικητική ύαινα, που το μόνο που εύχεται είναι να πληγωθούν όλοι από τον έρωτα και να δυστυχήσουν, όπως εκείνη, τα τηλέφωνα της Σέλμα της κόρης της Λύκρα και του Ραμί, οι προκλητικές και προσβλητικές της διηγήσεις, που στόχο έχουν να κλονίσουν την αστική απάθεια και να ταρακουνήσουν το νοθευμένο τους μυαλό, όλα αυτά δομούν τον σκληρό λόγο του Δημητριάδη , που θα μου επιτραπεί έχει “μπουνιουελικά” στοιχεία και πολεμά, εκτελεί θα έλεγα την υποκρισία της αστικής τάξης.
Μέσα από το τηλέφωνο εξωθείται η μητέρα της Σέλμα, η Λύκρα να διαπράξει εμμέσως έγκλημα, αυτό το έγκλημα, που εκείνη έχει πρωταρχικώς διαπράξει στο παιδί της, ίσως ασυνείδητα και που τώρα της το ανταποδίδει. Κατάρρευση. Εξαιρετική η Έλενα Μαρσίδου στο ρόλο της Λύκρα, ενώ μέχρι εκείνη την ώρα απολάμβανε την πολυτέλεια, τώρα μεταλλάσσεται σε ένα άγριο ζώο που θυμάται το δάγκωμα της κόρης της όταν ήταν μωρό, και βλέπει τον συνεχή πόνο που της προκαλεί μέσα στα χρόνια ακόμα και τώρα που εκείνη έχει επιλέξει διακοπές και απλά επιθυμεί να την εξαφανίσει σαν το καρκίνωμα της ζωής τους. Σπαρακτική σκηνή! Εξαιρετικοί και οι δυο τους Έλενα Μαρσίδου και Κωνσταντίνος Πασσάς, οι γονείς της Σάλμα, εκείνο το χέρι του Ραμί (Κωνσταντίνος Πασσάς ) που προσπαθεί να αποτρέψει το αναπόφευκτο σε μιαν άλλη Ήπειρο και σαν θεϊκό χέρι να διασώσει το παιδί του μέχρι την κατάρρευση του.
Ένα καρκινικό κύτταρο, που τώρα δείχνει το τραγικό του μέγεθος. Τρόμος και θάνατος σε αντιδιαστολή με αυτή την αρχική ευδαιμονία, που είναι η επίφαση, το επίστρωμα μιας πυορροούσας πληγής.
Εξαιρετική η κινησιολογία της Γιάννας Μελλά, με εκείνες τις αργές κινήσεις της απόλυτης χαλάρωσης και μετά με το μεγαλοαστικό στήσιμο των σωμάτων των ηθοποιών. Εξαιρετικοί και οι φωτισμοί του Χρήστου Τσαμπά που αποδίδουν εκείνο το καλοκαιρινό φως σε θέρετρο, με τον ήλιο να καίει πάνω από τα σώματά των ηθοποιών. Η υπέροχη μουσική του Παύλου Παυλίδη, είτε πλαισιώνοντας μια σκηνή ,είτε αυτόνομα ακολουθεί την οπτική του συγγραφέα και την στηρίζει.
Μια παράσταση πάνω σε ένα συγκλονιστικό κείμενο του Δημήτρη Δημητριάδη με συγκλονιστικές ερμηνείες της Έλενας Μαρσίδου και του Κωνσταντίνου Πασσά, αλλά και ωραίες ερμηνείες της Βίβιαν Κοντομάρη, του Γιάννη Σιαμσιάρη και της Ηρώ Κισσανδράκη.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια του Γρηγόρη Καραντινάκη απολύτως λειτουργικά ακολουθούν τις ανάγκες της σκηνοθεσίας του.
Ερμηνείες που διακρίνονται πάνω σε ένα κείμενο που βάζει προβληματισμούς καταλήγοντας στην ευχή του θερισμού από τον θάνατο. Μακάρι να τους θέριζε όλους και να ξεκίναγε μια υγιής άλλη ζωή, χωρίς ψεύτικες επιφάσεις, ανόητους πλουτισμούς και τοξικότητες.