Είδαμε το «ΣΟΥΕΛ!» του Θοδωρή Τσαπακίδη στο 104

1 year ago 69

Η παράσταση  του έργου  του Θοδωρή Τσαπακίδη “ Σουέλ” με την Ελπίδα Τοπάλογλου, τη Μαρία Μπαταγιάννη και την  Κατερίνα Προκόπη πρωτοπαίχτηκε  το Σάββατο 28 Μαΐου και Κυριακή 29 Μαΐου 2022 στο Off Off Athens θεατρικό φεστιβάλ που διοργανώνεται στο θέατρο Επί Κολωνώ.  Τώρα έρχεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο 104.

Το “ Σουέλ”  απευθύνεται σε όλους εμάς που  είτε αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας Μαρίας  Μπαρμπαρούσου (Ελπίδα Τοπάλογλου), είτε έχουμε έναν παρόμοιο με την ηρωίδα του έργου  γείτονα ή  φίλο ή συγγενή. Πάντως όλοι ξέρουμε κάποιον που να μοιάζει με αυτό το υποχόνδριο άτομο που ενοχλείται από την θορυβώδη παρουσία των άλλων  ανθρώπων γύρω  του. Κάνει έντονη την παρουσία της επινοώντας ή γράφοντας και κολλώντας σημειώματα παραπόνων και υποδείξεων ή μόνο και μόνο επενδύει χρόνο στο να τα σκεφτεί και να τα γράψει.  Πρόκειται για διάφορα σημειώματα διαμαρτυρίας που θέλει να αναρτήσει  στον πίνακα ανακοινώσεων ή στο ασανσέρ της πολυκατοικίας.

Swell (σουέλ) στα αγγλικά σημαίνει τέλεια! Σουέλ, όμως, λέγεται και το βουβό κύμα, ο κυματισμός, που προκαλείται από έναν άνεμο που έχει προηγηθεί. Ό,τι συμβαίνει και στη ζωή. Γίνονται πράγματα, απόρροια παλαιών συνθηκών με αβέβαιο αποτέλεσμα. Έτσι και στην ηρωίδα του έργου. Η συμπεριφορά της και η συμπεριφορά των γειτόνων της, όμως μαζί με τις δύσκολες και δυσάρεστες συνθήκες τη ζωής, άνοιξαν μια διέξοδο στην άχαρη ζωή της, που απέκτησε ενδιαφέρον και νόημα. Στην κυριολεξία έσωσε την κόρη των γειτόνων της, αλλά σώθηκε και εκείνη, ενώ οι δυο τους ενώθηκαν με μια ουσιαστική σχέση ζωής.

Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή του έργου φέτος, η κίνηση των ηθοποιών έχει απελευθερωθεί από τα αντικείμενα. Είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί το έργο έγινε πολύ παραστατικό, γρήγορα, ζωντανό. Το σημείωμα  αυτή τη φορά γράφεται πάνω στον βελούδινο καναπέ με το δάκτυλο και σβήνεται επί τόπου με την παλάμη, καθώς η Μαρία φαντάζεται ότι κανείς δεν  διαβάζει τα σημειώματα του πίνακα ανακοινώσεων και πολύ συχνά τα συναντά πεταμένα κάτω.  Άσε που πολλοί ένοικοι δεν μιλούν καν ελληνικά ή είναι μόνιμα απόντες. Οπότε ποιο το νόημα; Προτιμά να τα πει, όσα έχει να πει με ευγένεια από κοντά στους ίδιους.  Αποφασίζει να χτυπήσει την πόρτα των ενοχλητικών γειτόνων της.

 Η Μαρία Μπαρμπαρούσου ( Ελπίδα Τοπάλογλου), η ηρωίδα του έργου, είναι μια μοναχική, θεοσεβούμενη γυναίκα, που απευθύνεται στον Αη Νικόλα που μπορεί να είναι και το μόνο άτομο με το οποίο συνομιλεί τακτικά.  Η μοναξιά της την κάνει να γίνεται κακή με τους γείτονές της, είτε με πράξεις, είτε με τη σκέψη. Έχει ένα πρόβλημα με τον θόρυβο των άλλων, όπως δηλώνει και νομίζει ότι το σύμπαν περιστρέφεται γύρω  της. Επειδή δεν ξυπνά το πρωί καθώς δουλεύει σα δασκάλα σε εσπερινό Δημοτικό, οι ήχοι του πρωινού όλων των υπολοίπων ανθρώπων  την ενοχλούν. Θα πρέπει τα μωρά να μεγαλώνουν σιωπηλά, χωρίς να κλαίνε, τα παιδιά να μην μαλώνουν, θέλει, καθώς λέει, όλοι «να σέβονται τους κανόνες της αρμονικής συνύπαρξης».  Κατάγεται από παριανούς κουρσάρους και είναι απόλυτη, δεν καταλαβαίνει από αυτές τις συμπεριφορές. Αντιδρά νευρικά. Θέλει να πλησιάζει τους ενοχλητικούς γείτονες για να τους «καλωσορίσει» και  με την ευκαιρία να τους προσφέρει το γλυκό, που έχει ετοιμάσει για εκείνη, αλλά  της απέτυχε, να το ξεφορτωθεί μιας και θα το πέταγε  στα σκουπίδια. Με τον τρόπο της θα βρει ευκαιρία να τους επιπλήξει, να τους κάνει υποδείξεις. Με το μυαλό της πλάθει τη σκηνή που τους χτυπά την πόρτα.

Η σκηνή με τη γειτόνισσα κυρία Παπαδήμου (Μαρία Μπαταγιάννη) λαμβάνει χώρα γύρω από τον καναπέ. Εξαιρετική η Μαρία Μπαταγιάννη στο ρόλο της γειτόνισσας, νεαρής μαμάς με τη ροζ ρόμπα της, με εκείνο το αθώο, αγγελικό βλέμμα της  μωρομάνας,  που κοιτά σταθερά με στοργή το μωρό της και με ηρεμία όλον τον κόσμο, σε αντιδιαστολή με την ταραχή της Μπαρπαρούσου. Την υποδέχεται υποτίθεται και η σκηνή στήνεται και εκτυλίσσεται πάνω στον καναπέ, ή καλύτερα μέσα στο μυαλό της Μαρίας Μπαρμπαρούσου, ενώ προσεγγίζεται κινηματογραφικά, κάνοντας τα κατάλληλα στοπ καρέ στις επίμαχες στιγμές. Έξυπνη και λειτουργική η ιδέα του κλασικού βελούδινου μπεζ καναπέ.  Πάνω εκεί υποτίθεται ότι πίνουν καφέ, τρώνε γλυκό, ανταλλάσουν αβροφροσύνες, συγκρούονται με ωραίο ρυθμό, που προκαλεί ένα συγκρατημένο πικρό γέλιο. Ωραία η σκηνή που και οι δυο τους έρχονται σαν αντωπά άλογα πάνω στον καναπέ. Έρχεται η μια με την άλλη πρόσωπο με πρόσωπο και αναμετριούνται, ενώ αποκαλύπτουν η καθεμιά τον χαρακτήρα της. Ξεκαθαρίζει η Μπαρμπαρούσου ότι τα παιδιά δεν τα αφήνουν  ανεξέλεγκτα, όπως ούτε τα σκυλιά. «Καλό είναι το σκυλί να το βγάζει κάποιος με λουρί!»  Η Μαρία Μπαταγιάννη, η γλυκιά γειτόνισσα σύμφωνα με τους θεατές,  διευκολύνει να παρουσιαστεί το μέγεθος της νεύρωσης της  Μαρίας Μπαρμπαρούσου  (Ελπίδα Τοπάλογλου). Τη δέχεται στο σπίτι και παρουσιάζει διάφορες εκδοχές υποδοχής, ενός ανθρώπου που παρεισφρέει για να ελέγξει και να εδραιώσει το δικό του θέλω στη ζωή των διπλανών του. Και όσο μιλούν η μια κάθεται πάνω στην άλλης σα  να θέλει να της επιβληθεί. Άρτια η σκηνοθετική προσέγγιση του  Θοδωρή Τσαπακίδη, που είναι συνάμα και ο συγγραφέας αυτής της πανέξυπνης μαύρης κωμωδίας.

Αξίζει να σημειωθεί η επιμελημένη και ευφάνταστη παιχνιδιάρικη κίνηση από τον Δημήτρη Ράπτη, που απογείωσε την κίνηση τω ηθοποιών  ειδικά πάνω και γύρω από τον καναπέ. Μια χορογραφία συμβολική και αποκαλυπτική.

Η Μαρία Μπαταγιάννη διαθέτει εξαιρετικά εκφραστική φωνή και η φωνή της ακούγεται να τραγουδά υπέροχα στην παράσταση.

Στο έργο αυτό η Μαρία Μπαρμπαρούσου – η  Ελπίδα Τοπάλογλου κάνει αυτό που λέμε one woman show. Με μπρίο, με νευρικότητα, με ομορφιά, κάνει συμπαθητικό αυτό το κουραστικό, εγωιστικό, πικρόχολο άτομο, και την ωθεί να ξεδιπλώσει και στη συνέχεια να δικαιώσει έναν χαρακτήρα ανθρώπου με πολλές αδυναμίες, έρμαιο μάλλον των συνθηκών της ζωής του,  που τις άφησε να το καταπιούν. Η ταχύτητα του λόγου και της σκέψης της δίνουν ένα ελαφρύ κωμικό ύφος σε κατά τα άλλα ακραίες καταστάσεις.

Η ζωή όμως είναι πιο πάνω από  τα μικρά και καθημερινά και διδάσκει με τον τρόπο της.

 Η ηρωίδα φτάνει στο σημείο να μισεί τους ενοχλητικούς γείτονές της.  Οι καθοριστικές ανατροπές  στη ζωή τους όμως την καλούν να παίξει ανθρώπινα έναν  σημαντικό ρόλο  ζωής,  για τον οποίο δεν ήταν εξαρχής πρόθυμη, ούτε προετοιμασμένη. Αυτό είναι το “swell” η διαδρομή του ανθρώπου μέσα στη ζωή και οι ανατροπές, που  δύνανται να προκληθούν από την μοίρα ώστε να ακολουθήσει τελικά εκείνος μιαν διαφορετική πορεία, να ελιχθεί και να προσαρμοστεί. Η κίνηση της  με τα ελάχιστα σκηνικά συμπυκνώνει τη νεύρωση αυτού του ατόμου, καθώς και την προσκόλλησή του σε λεπτομέρειες, που από τη μια δίνουν νόημα στη μοναχική της ζωή και από την άλλη κραυγάζει το προσωπικό της αδιέξοδο, που λύνεται ωστόσο μαγικά από τυχαία γεγονότα, δίνοντάς της και ένα μάθημα ζωής.

Η ηθοποιός Ελπίδα Τοπάλογλου - κυρία Μπαρμπαρούσου με ώριμα εκφραστικά μέσα  καταθέτει μια πλήρη έκφραση εντελώς διαφορετικών  μεταξύ τους συναισθημάτων, όπως  το θυμό, την αγανάκτηση, την εναγώνια παράκληση στον Αη Νικόλα, το ευτυχισμένο λαμπερό πρόσωπο της χαράς με το παιδί της, την Νικολέτα της. Στη θάλασσα πια,  διακατέχεται από την αγωνία και  τη γονεϊκή πια απρόσμενη ανησυχία για την ασφάλεια και ευτυχία του παιδιού της, καθώς και το άγχος μήπως  η κόρη της, η Νικολέτα (Κατερίνα Προκόπη) αντιληφθεί ότι είναι υιοθετημένη ή μάθει και θελήσει να  της ανταποδώσει όσα εκείνη βλακωδώς προκαλούσε στους γύρω της. Το έργο είναι ένας ύμνος στα λαμπερά και υγιή νιάτα, που ενσαρκώνονται από την κόρη, την Κατερίνα Προκόπη και πηγάζει μέσα από τη στάση της και την φωτεινή παρουσία της.

Κοντά στη φύση όλα  βρίσκουν τον σωστό ρυθμό και ένα διαφορετικό φως.  Η ίδια ακτινοβολεί ευτυχία, το ίδιο  και η εμφάνιση της χαράς της ζωής  στο πρόσωπο της  κόρης της (Κατερίνα Προκόπη). Αυτό προκαλείται από την ισορροπία που δημιουργεί η θάλασσα και οι σχέσεις που βασίζονται στην αποδοχή,  την αμφίδρομη στήριξη, δηλαδή την αγάπη. Με ελάχιστα αντικείμενα, μια πολυθρόνα θαλάσσης, πετσέτες και βέβαια τον φωτισμό του ήλιου, που αποδίδεται το περιβάλλον στην παραλία με την κόρη της (Κατερίνα Προκόπη).  Η νεαρή κοπέλα ιδιαίτερα άνετη σα νέο κορίτσι, την καθησυχάζει με την άμεση και άνετη, δροσερή συμπεριφορά της.

Καθοριστικός ο φωτισμός του Τάσου Παλαιορούτα για όλες τις σκηνές. Για τις σκέψεις, την προσευχή, τα στοπ καρέ, τις εκμυστηρεύσεις, το φως στο νησί και τη θάλασσα.

Το κείμενο του Θοδωρή Τσαπακίδη είναι σπαρταριστό, γρήγορο, νεανικό και το ίδιο και η σκηνοθεσία. Χωρίς σκηνικά φορτώματα (Βασίλης Μπαρμπαρίγος )με έμφαση στην κίνηση και την έκφραση αποδίδει αυτή την αποξένωση και τη φοβία που αναπτύχθηκε μεταξύ των ανθρώπων και προκλήθηκε μετά την καραντίνα και την απειλή του  κορονοϊού.  Η αλήθεια όμως βρίσκεται μέσα στην αγάπη και την αποδοχή. Δεν είναι λύση να απομακρυνθεί κάποιος από τους ανθρώπους, αλλά να γίνει ο ίδιος έτσι που να μπορεί να συμβιώνει  με αγαστό τρόπο με τους άλλους.

Read Original