Είδαμε το «Life» μια παράσταση βασισμένη στον Βυσσινόκηπο του Άντον Τσέχωφ στο θέατρο Νους σε σκηνοθεσία Πάνου Ιωαννίδη κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα.
γράφει:Μαρία Μαρή 21 Μαρτίου 2023
Η παράσταση «人生» (Life) είναι βασισμένη στον «Βυσσινόκηπο» του Α. Τσεχοφ και είναι μια δημιουργία της ομάδας KATO με έδρα της το Ηράκλειο της Κρήτης. Παρουσιάζει στην Αθήνα την πρώτη της θεατρική δουλειά με την υποστήριξη του δήμου Ηρακλείου Κρήτης
Ο «Βυσσινόκηπος» παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο θέατρο Τέχνης της Μόσχας, το 1904, σε σκηνοθεσία Στανισλάβσκι και μέχρι σήμερα αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα έργα παγκοσμίως.
Αφηγείται την ιστορία ενός κόσμου που χάνεται ανεπιστρεπτί. Μια καινούργια εποχή διαδέχεται την παλιότερη. Η ζωή αλλάζει, χωρίς να υπολογίζει τους ανθρώπους που βιώνουν την απώλεια. Οι άνθρωπου αντιστέκονται να δεχτούν την αλλαγή που τους επιβάλλει ο χρόνος και οι καινούργιες συνθήκες ζωής. Το έργο θεωρείται μια προαναγγελία ουσιαστικά της επανάστασης του 1905 και της επανάστασης του 1917. Στο έργο υποδεικνύεται η αδυναμία των ανθρώπων, κυρίως των αριστοκρατών, να κατανοήσουν τις όποιες διαφοροποιήσεις αλλάζουν το κοινωνικό περιβάλλον, όπως επίσης και τον ρόλο που παίζουν αυτές οι αλλαγές στην προσωπική τους ζωή.
Η σκηνή είναι γεμάτη άμμο και σπαράγματα ενός αρχοντικού σπιτιού που έχει για πάντα κλείσει.
Ο Βυσσινόκηπος είναι η ίδια η ζωή και παραμένει ένα έργο σύγχρονο και απολύτως σημερινό. Γιατί είναι γνώρισμα των ανθρώπων σε κάθε εποχή να ανατρέπουν προς όφελος τους μια καθεστηκυία κατάσταση, γεγονός, που για μια άλλη μερίδα κόσμου είναι επώδυνο και πράγματα ανατρέπει καθοριστικά τη ζωή του. Το ζούμε και στη δική μας εποχή, πόλεμοι, φιλονικίες, εξολοθρεύσεις λαών με οποιοδήποτε πρόσχημα, όμως η ειλικρινής αιτία είναι το χρήμα. Οι αριστοκράτες θέλουνε να μείνουν όλα όπως τα έχουν μάθει και συνηθίσει. Ο νόμος της αδράνειας επιβεβαιώνεται σε καθημερινή κλίμακα. Κανείς δεν θέλει να χάσει τη βολή του και πολλοί λίγοι μπορούν να διαχειριστούν μια καθοριστική αλλαγή στην κατάσταση της ζωής τους. Βλέπουμε σπίτια κλειστά και αχρησιμοποίητα, σχεδόν στοιχειωμένα μετά από θάνατο ή χωρισμό. Η τάση είναι να νοικιάζει κανείς ό,τι έχει και να το εξαργυρώνει με κάποιο τρόπο. Μόνο το χρήμα διαφεντεύει τα πάντα.
Ο συγγραφέας θεωρούσε τον Βυσσινόκηπο κωμωδία. Η καταστροφή του βυσσινόκηπου – του κτήματος της οικογένειας των αριστοκρατών – θα παραμένει το σύμβολο του παλαιού κόσμου που καταρρέει. Γιατί είναι κωμικό το πόσο μικροί και ανυπεράσπιστοι αποδεικνύονται οι άνθρωποι αυτοί, με τα πάθη, τις ανασφάλειες και τα συμπλέγματά τους. Ο χρόνος έρχεται να τους καθορίσει και εκείνοι δέχονται τα χτυπήματά του. Αναρωτιούνται «να υπάρχει κάποιος ή να μην υπάρχει;» Μαζί με τον Βυσσινόκηπο μετεωρίζονται και τα όνειρά τους. Αυτό ακριβώς είναι η « Ζωή».
Η Λιούμπα Ρανιέφσκι (Δάφνη Μαρκάκη ) επιστρέφει στο σπίτι της από το Παρίσι μετά από απουσία 5 ετών, συντετριμμένη από έναν έρωτα και καταχρεωμένη. Είναι προφανές ότι είναι αλλαγμένη. Ο άνθρωπος αλλάζει κάθε πέντε χρόνια. Το σπίτι της με τον τεράστιο Βυσσινόκηπό του είναι υποθηκευμένα κι εκείνη μοιάζει ανίκανη να τα σώσει από το ξεπούλημα. Αντιδρά πολύ ανθρώπινα: με δράμα, αναμνήσεις, απάθεια, αφέλεια, άρνηση και υπερβολές. Στην ουσία απλώς παρακολουθεί τον κόσμο της να χάνεται.
Στη σκηνή μόνο αποκαΐδια ζωής και διαλυμένα όνειρα. Το βλέμμα της Λιούμπα (Δάφνη Μαρκάκη), λες και δεν αντιλαμβάνεται τι πραγματικά συμβαίνει. Αν πουληθεί ο Βυσσινόκηπος , θα είναι σαν να πουλιέται και εκείνη μαζί του.
Πάνω στη σκηνή το τραγικό πρόσωπο ο γιος της που πνίγηκε. Ένα παιδί που χρειάστηκε να πεθάνει για να ξαναγεννηθεί όπως ακριβώς και ο χρόνος, όπως ακριβώς το παρόν, όπως η ζωή. Παίζει με το μουσικό καρουσέλ του, ένα παιχνίδι του τσίρκο, με τα άλογα να γυρνούν γύρω από μια τροχιά όπως ο χρόνος, οι στιγμές.
Τα σκεπασμένα με σεντόνια έπιπλα του έργου του Τσέχωφ, εδώ είναι οι αιθεροβάμονες ήρωες του, καλυμμένοι με διάφανο μουσαμά, που συνοδεύεται από μπαλόνια, ενώ επικρατεί το γαλάζιο χρώμα της θάλασσας, του νερού, και του ουρανού. Οι συνειρμοί πολλοί και εννοιολογικοί και εικαστικοί. Τα όνειρα αυτών των ανθρώπων χάνονται στα σύννεφα του ουρανού ή στους αφρούς της θάλασσας. Ένας Κομπέρ, ένας κλόουν, ένας μίμος ακολουθεί την Λιούμπα , ηΣαρλότα (Γιώργος Γκιόκας ) είναι ακριβώς η ψυχή της, το συναίσθημά της, οι οιμωγές της. Οι εκφράσεις του προσώπου του, οι στάσεις του σώματός του δηλώνουν ένα φευγάτο άτομο, όπως η Λιούμπα, πολύ πληγωμένο και αδύναμο στη βάση του. Βγήκαν όλα στην παραλία προς πώληση στον επίδοξο αγοραστή. Ακριβές πορσελάνες και κρύσταλλα, ενθύμια, θύμησες, όργανα μουσικής, ακριβά μανικετόκουμπα, ρούχα, γυαλιά τα πάντα. Ο Λοπάχιν (Άρης Μπαταγιάννης), ο παλιός Μουζίκος, έχει ζήσει μια ζωή στο χώρο αυτόν και τον πονάει, όμως είναι πρόθυμος να τον αγοράσει και να τον εκμεταλλευτεί. Αντιδιαστολή της ονειρικής ατμόσφαιρας με την στυγνή πραγματικότητα, η οποία όμως δείχνει να σπαράζει. Αυτός ο εργάτης, γιος εργάτη έχει διαφορετική αντίληψη για την βιοπάλη και τον πλουτισμό. Οι σκέψεις του από την αρχή είναι φανερές αν και δεν τις εκφράζει, μέχρι το σημείο που το προτείνει στην Λιούμποβ να απαλλοτριώσει τον Βυσσινόκηπο και να χτίσει κατοικίες μέσα εκεί που θα της εξασφάλιζαν ένα καλό εισόδημα και θα την ξεχρέωναν. Εννοείται ότι δεν συμμερίζεται τις προτάσεις του Λοπάχιν, του γιου του κολίγου που είναι πλέον έμπορος με πολλά λεφτά, ο μόνος που αντιλαμβάνεται την εποχή που αλλάζει.
Για την Λιούμπα δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από τα τριαντάφυλλα της πατρίδας της. Ο Βυσσινόκηπος είναι μοναδικός. Όλοι βγάζουν τις καρέκλες τους στη σκηνή. Τις κρατούν σαν ισορροπιστές, σαν ακροβάτες, λέγοντας ότι η καρέκλα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της ανθρωπότητας. Μιλούν με πανικό κα αδιάλειπτα όλοι μαζί. Ο Κομπέρ (Γιώργος Γκιόκας) διαδηλώνει « Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από θερμή σιωπή και του δίνουν παγωμένη φασαρία», νιώθει απέραντη μοναξιά. Όλες αυτές οι κινήσεις, τα πάρτι , τα μεγάλα λόγια μόνο φασαρία αποτελούν και δεν βοηθούν την εξέλιξη. Μια προσωπικότητα πολύ ενδιαφέρουσα, η ίδια η ψυχή της Λιούμπα και η σκέψη του Τσέχωφ.
Μετά τον θάνατο του γιου της η Λιούμπα έφυγε από την πατρίδα της για το Παρίσι, αλλά συνάμα έφυγε από τον ίδιο της τον εαυτό. Λιποταξία. Αυτό ήταν το Παρίσι.
Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή που δεν αρμενίσαμε ακόμη. Το τραγούδι του με στίχους του Ναζίμ Χικμέτ, σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου είναι μια εξαιρετική επιλογή για το μέλλον που έρχεται αναπόφευκτα. Η απρόβλεπτη ζωή.
Ο Γκάγιεφ (Σάββας Πογιατζής), ο φλύαρος και φιλάρεσκος αδελφός της ζει και εκείνος στις μνήμες του και απολογείται στην Λιουμπόβ που δεν πρόσεξε όπως όφειλε τον Βυσσινόκηπο και τον παράτησε εκείνη.
Η Λιούμπα έχει φέρει μαζί της την κόρη της την Άννια (Χαρά Νικολάου). Βρίσκει στον Βυσσινόκηπο τη Βάρια (Ήρα Δαμίγου ), την ψυχοκόρη της, που είναι κρυφά ερωτευμένη με τον Λοπάχιν όπως και εκείνος. Η Βάρια διακατέχεται από μια μελαγχολία και δεν τολμά να ενδώσει στα συναισθήματά της, παρά τα καταπιέζει.
Η μικρή Άννια (Χαρά Νικολάου) ακολουθεί στην σκέψη τον Τροφίμοφ (Γιώργης Κούρλας), τον αιώνιο φοιτητή, ίνδαλμά της γεμάτον επαναστατικές ιδέες. Αυτοί οι δυο αγαπιούνται αλλά οι ίδιοι αρνιούνται τον έρωτα, μόνο υπηρετούν τις μεγάλες ιδέες. Η Άννια κοιτά από την κλειδαρότρυπα τη ζωή.
Σπασμένα τα νεανικά όνειρα, κρυμμένα σε ομίχλη με διάθεση να απομονωθούν σε μοναστήρια, όπως η Βάρια (Ήρα Δαμίγου).
Το έργο δεν κλείνει με τον Φιρς ξεχασμένο στο αρχοντικό που κατεδαφίζεται μαζί με εκείνον. Ανακοινώνεται απλά ότι ο Λοπάχιν αγόρασε τον Βυσσινόκηπο. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Θηλιά στον λαιμό του αυτή η αγορά. Πονά και ο ίδιος, όμως το δίλημμά του και το καθήκον του πια στην κοινωνία του υπαγορεύει μόνο αυτή τη συμπεριφορά. Είναι ο νέος ιδιοκτήτης. Ο χρόνος πέρασε, η κλεψύδρα τέλειωσε και η άμμος έφυγε μέσα από τα χέρια των ηθοποιών όπως ίδια η ζωή.
Αυτό το πλήθος, αφέντες και υπηρέτες, περιφέρεται μέσα και γύρω από το σπίτι για έξη μήνες. Από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο. Όλοι θέλουν κάτι ή κάποιον που δεν έχουν, όλοι είναι ανίκανοι να κάνουν κάτι δραστικό για να σωθούν. Η μουσική του Νίκου Λιάσκου, οι επιλογές και οι ερμηνείες από τους περισσότερους ηθοποιούς είναι απλά καταπληκτικές. Η Ντουνιάσσα (Madeleine Harcourt) μια καταπληκτική φωνή και ερμηνεία, μεγαλοπιάνεται ενώ είναι μόνο υπηρέτρια.
Η Λιούμπα (Δάφνη Μαρκάκη )έχει ένα αγκάθι στη ψυχή της από τότε που έχει πεθάνει το παιδί της. Ο μικρός πάνω σε μια καρέκλα διαβάζει τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Οι λάθος επιλογές της μητέρας του ίσως να ευθύνονται για το χαμό του. Το ύφος της είναι νοσταλγικό, αλλά και ένοχο, ύφος γυναίκας που υποκύπτει στις ευαισθησίες της.
Η Βάρια (Ήρα Δαμίγου) θα ήθελε για την Άννια ένα κιμπάρικο παλικάρι, όχι έναν μουζίκο, Η ίδια προβολή ανομολόγητα ισχύει και για τα εαυτό της. Και η Βάρια είναι εγκλωβισμένη στις ανεδαφικές προσμονές της, τα αισθήματά της για τον Λοπάχιν θάβονται για αυτόν τον λόγο.
Η παράσταση για να μην ξεφύγει από την κωμωδία όπως την έχει χαρακτηρίσει ο δημιουργός του έργου, κάθε τόσο είτε με τα τραγούδια, είτε με την διάσπαση της δράσης επιδίωκε την αποστασιοποίηση. Όλοι είναι τραγικά μόνοι. Το ταξίδι στη ζωή είναι τρομερά μοναχικό. Το γαλλικό τραγούδι «Tous les garçons et les filles de mon âge » της Françoise Hardy τραγουδιέται από τον ηθοποιό, για όλους τους νέους που άφοβα συνεχίζουν τη ζωή τους, ενώ εκείνος είναι μόνος όπως όλοι.
Μιλούν για το σαράκι που έχει δυνατά σαγόνια και καταστρέφει υφάσματα, έπιπλα, έργα τέχνης. Η νοσταλγία, ο έρωτας, η τύψεις κατατρώγουν την υγεία τους. Ο Δάσκαλος απευθυνόμενος στον Λοπάχιν τον κατονομάζει αρπακτικό που φροντίζει την συνέχιση του κόσμου. Είναι σαν αυτούς που θα πούλαγαν και τη ψυχή τους για να ευημερήσουν. Πόσοι άνθρωποι στην εποχή μας έχουν κάνει τα σπίτια τους RBNB και γίνονται υπηρέτες στην ίδια τους την περιουσία , πουλούν και κτίζουν τα κτήματά τους για να αποκτήσουν και άλλα και άλλα χρήματα μόνο και μόνο για να ξεχάσουν από που προήλθαν και να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που τους ενοχλεί.
Τα κοστούμια της Μάγδας Καλορίτη αιθέρια εμπνευσμένα ακολουθούν την σκηνοθετική άποψη του Πάνου Ιωαννίδη για τη ζωή, που περνά και αλλάζει, για την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Η παράσταση είναι μια ομαδική δουλειά με κίνηση, συνεργασία, χορό και τραγούδι. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Φυλακτοπούλου συνέβαλλαν καθοριστικά στο σκηνικό αποτέλεσμα καθώς και οι ηθοποιοί που ανασύρονταν από το κοινό.
Μια σύγχρονη μεταφορά του Τσέχωφ, που συγκινεί όχι μόνο ερμηνευτικά, αλλά αποτελεί μια ολιστική απόλαυση.