Είδαμε το Κουτί στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα κι έχουμε να πούμε τα καλύτερα.
γράφει:Μαρία Μαρή 20 Μαρτίου 2023
Ένα τρανζίστορ , δύο γυναίκες και μια χωματερή.
Δύο γυναίκες, μοιράζονται τη ζωή τους και ανταγωνίζονται η μία την άλλη για τη θέση τους σ΄ ένα δυστοπικό περιβάλλον. Η παράσταση πρωτοπαρουσιάστηκε στο πλαίσιο του θεσμού « Όλη Η Ελλάδα Ένας Πολιτισμός» τον Ιούλιο του 2021.
Γίνεται αναφορά στο Κουτί της Πανδώρας. Αναφορά στον Προμηθέα, τον δημιουργό των πρώτων ανθρώπων, που έκλεψε από τους Ολύμπιους θεούς τη φωτιά, ώστε να ευεργετήσει τους τελευταίους. Αυτό του το εγχείρημα θύμωσε τον αρχηγό των θεών, τον Δία, που αποφάσισε να τιμωρήσει τόσο τον Προμηθέα όσο και τους ανθρώπους, για την ευεργεσία που τους έγινε, χρησιμοποιώντας τη γυναικεία μορφή ως τέχνασμα. Αξίζει να σημειωθεί η βαριά τιμωρία που ο Δίας επέβαλε στον Προμηθέα για την κλοπή της φωτιάς, καθώς τον έδεσε σε έναν βράχο στον Καύκασο με αλυσίδες από ατσάλι, βάζοντας έναν αετό να τρώει το συκώτι του, το οποίο, όμως, αναγεννιόταν κάθε μέρα.
Σύμφωνα με τον μύθο, αυτή η γυναίκα που θα χρησιμοποιείτο ως εκδίκηση από τον Δία για να τιμωρήσει τους ανθρώπους θα ήταν η Πανδώρα, η πιο όμορφη γυναίκα επί γης. Και αυτό γιατί ο Δίας είχε αναθέσει στον Ήφαιστο να φτιάξει μια γυναικεία μορφή, στην τελειότητα της οποίας συνέβαλαν, με τη σειρά τους, όλοι οι θεοί, με σκοπό να εμπλουτιστεί με ταλέντα και χαρίσματα. Για παράδειγμα, η Αθηνά της έδωσε πνοή, εξυπνάδα και της δίδαξε την τέχνη της υφαντικής, η Αφροδίτη της χάρισε γοητεία και ομορφιά και ο Ερμής το χάρισμα της αποπλάνησης και της εξαπάτησης. Για αυτό και το όνομα αυτής της δημιουργίας ήταν Πανδώρα – από τις λέξεις «παν» + «δώρον». Ύστερα, ο Δίας έστειλε τη γυναίκα αυτή στον Επιμηθέα –αδερφό του Προμηθέα–, ο οποίος, μάλιστα, είχε προειδοποιηθεί από τον αδερφό του να προσέχει τα δώρα των θεών, που ενδεχομένως να έκρυβαν παγίδες. Αντί για αυτό, όμως, ερωτεύθηκε την Πανδώρα, παντρευτήκαν και έζησαν ευτυχισμένοι.
Το σχέδιο του Δία είχε πετύχει και το μόνο που είχε μείνει ήταν να προσφέρει ως δώρο για τον γάμο τους ένα κουτί, το οποίο έμελλε να καταστρέψει τον κόσμο μαζί με τους ανθρώπους, καθώς περιέκλειε όλες τις συμφορές του κόσμου. Προειδοποίησε, όμως, την Πανδώρα να μην ανοίξει το κουτί, καλλιεργώντας έτσι μέσα της μια ακόρεστη περιέργεια.
Ο καιρός κυλούσε και η Πανδώρα γινόταν ολοένα και πιο περίεργη για το περιεχόμενο του κουτιού που της έδωσε ο Δίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μια μέρα που ήταν μόνη της, να ανοίξει το καπάκι του κουτιού για μια κλεφτή ματιά και να ξεχυθούν από μέσα του όλα τα κακά που είχε κρύψει ο παντοδύναμος Δίας. Κακά και φοβερά πράγματα, συμπεριλαμβανομένων της Ασθένειας, της Κακίας, της Απόγνωσης, του Θανάτου, της Πλεονεξίας, των Γηρατειών, του Μίσους, της Βίας, του Πολέμου και της Σκληρότητας, τα οποία δεν υπήρχαν μέχρι τότε στον κόσμο, ελευθερώθηκαν ταυτόχρονα, αφήνοντας μόνο μέσα στο κουτί τη δύναμη της Ελπίδας.
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή του μύθου, γίνεται σαφές ότι πίσω από τα δεινά της ανθρωπότητας κρύβεται μια γυναίκα, μια γυναίκα χαρισματική και ποθητή από όλους. Ο Δίας δημιούργησε τη γυναικεία αυτή μορφή για να χρησιμοποιηθεί ως δόλωμα με έναν και μόνο στόχο, να αποπλανήσει τον Επιμηθέα και να τιμωρήσει τους ανθρώπους στο πλαίσιο της εκδίκησής του για αυτούς. Μέσα από το δικό της λάθος, που οφειλόταν καθαρά στη περιέργεια της για το εσωτερικό του κουτιού, οι άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι για πρώτη φορά με τα κακά του κόσμου, αφήνοντας πίσω τους μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Η Πανδώρα, που πλάστηκε από τους θεούς, ήταν αυτή που έδειξε αχαριστία και δεν υπάκουσε στην προειδοποίηση.
Οι άνθρωποι καθημερινά εξακολουθούν να εμφανίζουν τον χειρότερό τους εαυτό, χωρίς να είναι ποτέ ικανοποιημένοι. Η περιέργεια τούς οδηγεί στην αναζήτηση άγνωστων πραγμάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καινούργια προβλήματα. Από τότε που η Πανδώρα άνοιξε το κουτί, οι άνθρωποι έγιναν κακοί και ανυπάκουοι, χαρακτηριστικά που δεν υπήρχαν πριν από την εμφάνισή της. Οι συμφορές εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα πολλαπλασιάζονται, οι άνθρωποι βυθίζονται στη μιζέρια, την απληστία και την πανουργία.
Αυτό που έμεινε μέσα στο κουτί τότε και μένει ακόμα στους ανθρώπους είναι η Ελπίδα. Σε συσχετισμό με τον μύθο, η Ελπίδα είναι αυτή που θα δώσει θάρρος στους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τις συμφορές που υπάρχουν στον κόσμο και να βελτιώσουν τη ζωή τους, ώστε να θυμηθούν την ευδαιμονία που ένιωθαν στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου, ελλείψει τέτοιων κακών. Φαίνεται ότι το κουτί της Πανδώρας εξαπέλυσε τις συμφορές και τα δεινά, τα οποία ταλανίζουν τους ανθρώπους μέχρι σήμερα. Η Ελπίδα, όμως, είναι αυτή που θα τους βοηθήσει να ξεπεράσουν τις αρρώστιες και τα κάθε λογής βάσανα που τους ταλαιπωρούν.
Το τρανζίστορ εδώ, σαν άλλο κουτί της Πανδώρας ανασύρει, κάθε φορά που το ανοίγουν ή ανοίγει από μόνο του, σπαράγματα ιστορίας.
Δύο απόκληρες γυναίκες, η Ελένη και η Μαρία, άστεγες μαλώνουν για τον χώρο που καταλαμβάνει η καθεμιά στον ζωογόνο ήλιο. Δυο συμπαθητικές κλόουν. Η αλλαγή στην διαβίωσή τους, στον τρόπο ζωής τους έγινε συλλήβδην. Η μια πρόσφυγας από την Σμύρνη, νεαρή κοπέλα περπάταγε στην προκυμαία , έτρωγε φιστίκια ρίχνοντας λοξές ματιές. Οι Τσέτες δεν αστειεύονται.
Μοιάζουν με τον Βλαδιμήρ και τον Εστραγκόν στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ. Και οι δυο τους μιλώντας κάνουν μια αληθινή καταγραφή της ανθρώπινης αγωνίας πάνω στην ύπαρξη του ανθρώπου. Μιλούν για το “τίποτα” και μιλούν για τα πάντα, κάνουν το “τίποτα” και κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν, η ελπίδα με την απελπισία συνυπάρχουν και το γέλιο συμπεριλαμβάνει το δάκρυ και η σιωπή είναι κραυγή. Οι δυο ηρωίδες δείχνουν να είναι κάτι ενιαίο σαν να είναι ένα πρόσωπο που έχει δυο όψεις. Σαν η καθεμιά να συνομιλεί με τον άλλο εαυτό της, είναι μαζί, αχώριστες, ανίκανες να ζήσουν η μια χωρίς την άλλην.
Οι ηρωίδες συμπαθητικές και πολύ θεατρικές, μεταμορφώνονται σε ιδιότυπες περσόνες, ακροβατούν ανάμεσα σε ιστορικά γεγονότα και τις δικές τους ιστορίες. Αναρωτιέται ο θεατής από πού ξέφυγαν αυτά τα πλάσματα. Μιλούν για τα παιδιά που θα γεννιούνται με άσπρα μαλλιά. Σουρεαλιστικές σκηνές, που θυμίζουν το θέατρο της Λούλας Αναγνωστάκη. Η παρουσία της μόνιμης απειλής με την ασθένεια, ο φόβος που σαν τρωκτικό σου τρώει το μυαλό. Έχουν ανάγκη να πιστέψουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Το μέλλον συμπυκνώνεται σε ένα αυγό που το κλωσούν. Ό, τι και να είναι θα είναι διαφορετικό. Αυτή θα είναι ελπίδα τους.
Και οι δυο ηθοποιοί, η Βίκυ Θαλασσινού και η Δώρα Θωμοπούλου λειτουργούν συμπληρωματικά σε μια αλλαγή του περιβάλλοντος και για τις δυο, στις δυσκολίες που και οι δυο καλούνται να αντιμετωπίσουν, την επιθετικότητα των γύρω, την αδιαφορία, την έλλειψη φροντίδας, την κακία, τη βία, τον θάνατο. Διαπνέονται και οι δυο από την τραγικότητα του κλόουν με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το κείμενο της Βίκυς Θαλασσινού, εμπεριέχει όλη την εμπειρία της από το θέατρο και ό,τι πραγματικά την έχει χαρακτηρίσει. Αναγνωρίσουμε μαζί της σκηνές και κοινές σκέψεις που με επιδέξιο τρόπο συνέδεσε με την ιστορία και την επικαιρότητα.
Στην παράσταση ακούγεται το τραγούδι « Αθήνα» του συγκροτήματος Κοινοί Θνητοί. Οι στίχοι καλούν σε σκέψη και συμπυκνώνουν όλον τον προβληματισμό της παράστασης. Ο χρόνος που διαμορφώνει τη ζωή του ανθρώπου, τον καταδυναστεύει, τον φυλακίζει , τον καταστρέφει, τον σκοτώνει, τον απελευθερώνει.
Ωραίες εικόνες ζωής, αναπολήσεις και ελπίδες. Κυρίως ελπίδες, που σαν τον Γκοντό αναμένονται μάταια. Δυο χαριτωμένες ηθοποιοί, η Βίκυ Θαλασσινου και η Δώρα Θωμοπούλου, με ευαισθησία και ενσυναίσθηση αγγίζουν την ιστορία ανθρώπων που από ψηλά βρέθηκαν στα χαμηλά και καλούνται να επιβιώσουν. Αξιώνουν μια λωρίδα ήλιου στη ζωή τους, μια θέση στον κόσμο. Λειτουργική η σκηνοθεσία της Ιωάννας Ρούσσου.
Ευφάνταστα τα κοστούμια της Ιερονίκης Πιπεράκη και απολύτως εικαστικά τα σκηνικά της Ράνιας Αντύπα.
Ένα τρυφερό και συγκινητικό κείμενο που υποστηρίζεται από αντάξιες ερμηνείες.