Είδαμε το Χάπι στο θέατρο Σταθμός

1 year ago 90

Μετά τις «Φυλές» και το «Όπως πάει το ποτάμι», το Θέατρο Σταθμός παρουσιάζει -για πρώτη φορά στην Ευρώπη ύστερα από τη θριαμβευτική του πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη - το τελευταίο έργο του πολυβραβευμένου Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Enda Walsh  «Χάπι» («Medicine»), σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη.

 Ένας νεαρός ο Τζον εμφανίζεται σε ένα χώρο που είναι φανερό ότι  τον έχουν χρησιμοποιήσει πρωτύτερα για παιδικό πάρτι. Το σκηνικό του  Κωνσταντίνου Χαλδαίου επιμελημένο για να αποκαλύψει αυτόν τον εγκλεισμό.   Ο Τζον βρίσκεται σε κάποιο ίδρυμα και μιλά με μια φωνή, που ακούγεται από μεγάφωνο, ενώ παράλληλα αρχίζει να μαζεύει γιρλάντες και άλλα σκουπίδια από το δωμάτιο, απομεινάρια από ένα παιδικό πάρτι που έχει προηγηθεί και απομακρύνει τα έπιπλα για να γίνει ο χώρος δικός του και  να προβεί στη δική του προσωπική χρήση. Φορά πιτζάμες και μάλιστα το παντελόνι ανάποδα με το κούμπωμα στην πλάτη. Από την αρχή μπαίνουν οι σκηνοθετικές γραμμές για να σκιαγραφηθεί ένα ιδιαίτερο παιδί, πράγμα που προκύπτει και από την ανεξέλεγκτη κίνησή του. Η φωνή τον ρωτά τι τον φέρνει εδώ και εκείνος απαντά ότι του είναι δύσκολο να απαντήσει.

Ένας οργανισμός, μια υπηρεσία, μελετά αυτό το παιδί για να καταλήξουν να πάρουν τη συναίνεσή του σε αυτό το πείραμα, τη μελέτη. Αυτό ζητά κάθε σύστημα, την  υποταγή του ατόμου και αυτό επιδιώκει να  εκμαιεύσει από εκείνο.

Από την άλλη ενδέχεται να είναι μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία που χρησιμοποιεί το θέατρο για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς λόγους. Είναι γνωστό ότι η δραματοθεραπεία χρησιμοποιεί τη δομή από την τέχνη του θεάτρου με τη γνώση διαφόρων ψυχοθεραπευτικών κατευθύνσεων, όπως η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, η Γιουγκιανή ψυχοθεραπεία, η συστημική ψυχοθεραπεία κ.α. Πρόκειται για μια αρχαιότατη θεραπευτική τεχνική  πολλών πολιτισμών.  Μέσα από τη διαδικασία αυτή μαθαίνει ο ασθενής να διαχειρίζεται το τραύμα του, την απώλεια, το βίωμά του.

Πάνω σε αυτό βασίστηκε ίσως και η ταινία του Λάνθιμου Άλπεις. Μια νοσοκόμα, ένας τραυματιοφορέας, μια αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής και ο προπονητής της έχουν δημιουργήσει μια ομάδα. Αντικαθιστούν νεκρούς ανθρώπους. Προσλαμβάνονται από τους φίλους και τους συγγενείς των νεκρών και υποδύονται με φυσικό τρόπο το εκλιπόν πρόσωπο δίπλα σε αυτούς που δεν μπορούν να διαχειριστούν την απώλειά του. Η ομάδα ονομάζεται Άλπεις και ο αρχηγός της, ο τραυματιοφορέας, ονομάζεται Mont Blanc. Τα μέλη της ομάδας είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν σύμφωνα με κάποιους κανόνες που έχει ορίσει ο αρχηγός.

Παρόμοια δομή όπως και στο έργο του Enda Walsh.

Στο πλαίσιο αυτό συμμετέχουν και οι δυο Μαρίες η  Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη και η Βέρα Μακρομαρίδου , ενώ τους ήχους που χρειάζονται τους παράγει  με συνέπεια και φαντασία ο ντράμερ Βαγγέλης Παρασκευαϊδης.

Το «Χάπι» είναι μια έντεχνη, πρωτοποριακά γραμμένη αλληγορία, γεμάτη φαρσικό χιούμορ και γνήσια συγκίνηση, για την απουσία της αγάπης και για τη μακρά και βαθιά ανάγκη μας γι’ αυτήν. Οι χαρακτήρες της, ο Τζον και «οι δύο Μαρίες»  παγιδεύονται στη δομή, τους κανόνες και τον τρόπο ζωής που επιβάλλει η απομόνωση στην ψυχή τους.

H πρώτη Μαρία έρχεται μεταμφιεσμένη από πάρτι για να αναλάβει υπηρεσία- ρόλο στην ιστορία του Τζο, ενώ η άλλη Μαρία εμφανίζεται στο χώρο – αποδυτήριο πίσω από κάτι περσίδες με έναν αστακό στο κεφάλι και με γάντια δαγκάνες. Είναι  και οι δυο ηθοποιοί και συμμετέχουν και σε άλλα πάρτι για την διαβίωσή τους. Είναι η δουλειά τους.  Εδώ θα παίξουν τον διακριτό ρόλο τους. Υπάρχουν αυστηροί κανόνες, που υπαγορεύονται άνωθεν, από το μεγάφωνο, ή από το τηλέφωνο και είναι εκεί που λογοδοτούν και οι δυο.

Πρόκειται δίχως άλλο για κάποιον «θεραπευτικό» εγκλεισμό.  Ο Τζο δεν θέλει να νομίζει η Μαρία ότι εκείνος την έχει ξεχάσει και της διευκρινίζει ότι δεν είναι « ξεχαστής ανθρώπων». Θα περιέγραφε τον εαυτό του σαν ένα αγόρι τζίντζερ, σοβαρό και ισορροπημένο και αυτό που θα ήθελε υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι να μην ασχολούνται μαζί του οι άλλοι άνθρωποι.  Ίσως να ήθελε κιόλας να είναι αόρατος.

Υποτίθεται ότι εμπλέκουν τον  Τζον σε ένα παιχνίδι εμπιστοσύνης και μοιράζονται τα σουρεαλιστικά όνειρά τους, που όπως τα περισσότερα όνειρα είναι αποκαλυπτικά για τον ψυχισμό του ατόμου.  Προσπαθούν να ακούσουν τις προσωπικές μαρτυρίες του Τζον. Με μια κουβέντα τον οδηγούν νοερά στην παιδική του ηλικία. Μιλά για τους γονείς του,  ανθρώπους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, σε μια επαρχιακή πόλη. Μοναχοπαίδι που δεν ένιωσε ποτέ την αποδοχή των δικών του, μόλις κατάλαβαν την ιδιαιτερότητά του.  Θυμάται την τραυματική εμπειρία του βεβιασμένου από τη μητέρα του μπάνιου στο νεροχύτη της κουζίνας και την ανύπαρκτη αντίδρασή του γιατί ήταν μικρός. Υπέστη τον πρώτο καταναγκασμό και εγκλεισμό σε εκείνον το νεροχύτη. Καθετί που ζούμε  στη ζωή μια ερωτική ιστορία ή ένα παιδικό πάρτι μπορεί να είναι τραυματικά.

Το έργο θυμίζει πολύ τα θεατρικά έργα του Μάρτιν MακNτόνα (Πουπουλένιος, η βασίλισσας της ομορφιάς ) με την ωμή, την ανθρώπινη μοναξιά, την απελπισία, ποτισμένη με διαβρωτικό χιούμορ. Και οι δυο Ιρλανδοί συγγραφείς έχουν το χαρακτηριστικό να τέμνουν επιθετικά τα κρυφά τραύματα και να ανατέμνουν σε βάθος τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η μητέρα του Τζον στη ζωντανή φάτνη της ενορίας της υποδύθηκε μια χρονιά την Μαρία Μαγδαληνή. Αυτή η γυναίκα δεν έπρεπε να κάνει παιδί λέει ο Τζον. Αποτέλεσμα να τη “πληρώνει” αυτός  τώρα, αυτός που δεν ήταν ποτέ αποδεκτός.

Ιδιαίτερη φύση, συγγραφέας και ποιητής ο Τζον. Ανακαλεί στη μνήμη του  γεγονότα και έρχεται σε πυρετώδη, υστερική κρίση οπότε και του χορηγείται ένεση. Τον ελέγχουν ολοκληρωτικά.

Εδώ το έργο  έχει τυχαίες αναφορές στην ταινία «Truman Show»  του Πίτερ Γουίαρ. Και εκεί υπήρχε ο Μεγάλος Πατέρας, μια απρόσωπη εξουσία, έτοιμη να ελέγξει κάθε στιγμή την ορθότητα των πραγμάτων. Ο Τζιμ Κάρεϊ μοιάζει στον Τζον, το παιδί που υποδύεται με εξαιρετική επιτυχία και ενδελεχή μελέτη ο Μάνος Καρατζογιάννης, ένα αθώο, ανυποψίαστο παιδί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που βιώνει την απομόνωση και τον διαχωρισμό από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Ένα πολύ πληγωμένο παιδί. Ψάχνει να βρει τον δρόμο του και να ξεφύγει από τα σκοτάδια του. Είναι πολύ μόνος, εγκαταλελειμμένος από την οικογένειά του, που δεν τον κατάλαβαν ποτέ.

Λαμβάνει κάποια αγωγή στο χώρο αυτό, που μάλλον νοσηλεύεται, όμως δεν διευκρινίζεται αν θεραπεύεται ή απλά ησυχάζουν εκεί τα ανήσυχα πνεύματα με όλα αυτά τα θεατρικά και μουσικά παιχνίδια.

Οι δυο Μαρίες Βέρα Μακρομαρίδου και Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη παίζουν ουσιαστικά και καίρια τον ρόλο τους. Η πρώτη Βέρα Μακρομαρίδου, πιο συμπονετική καθοδηγείται ουσιαστικά από την άλλη την Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη, τη Μαρία με τον αστακό. Έχει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και είναι αυτή που στο τέλος θα μείνει κοντά στον Τζον, ενώ η Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη μπαίνει σε ρόλους, ενδύεται κοστούμια και  αποσπά την ομολογία του ασθενούς και σαν επαγγελματίας. Αναχωρεί αφού πρώτα έχει επιτελέσει με χειρουργική ακρίβεια την αποστολή της. Εξαιρετικές ηθοποιοί και οι δυο δίπλα σε έναν ταλαντούχο ηθοποιό και σκηνοθέτη τον Μάνο Καρατζογιάννη.

 Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα εξυπηρετούν πλήρως τια ανάγκες του κειμένου, το ίδιο και οι εξαιρετικοί φωτισμοί του  Άγγελου Παπαδόπουλου.

Πως  βιώνει κάποιος τον αναίτιο εγκλεισμό του; Πως είναι να λαμβάνεις μια ιατρική αγωγή χωρίς να γνωρίζεις τι είναι αυτό που χορηγούν στο σώμα σου; Και ποια μπορεί να είναι η συμβολή του θεάτρου στην ψυχική υγεία του μοναχικού, σε αδιέξοδο, σύγχρονου ανθρώπου;

Πάνω απ’ όλα όμως το «Χάπι» είναι ένα κάλεσμα αλληλεγγύης για να καταλάβουμε και να ακούσουμε τον διπλανό μας, μα κυρίως για να αναλάβουμε την ευθύνη να νοιαστούμε ξανά για όσους είναι ή αισθάνονται ευάλωτοι, να λειτουργήσουμε συμπεριληπτικά. Να κατανοήσουμε και να συμπαρασταθούμε.

Τα τραγούδια της παράστασης και τα λόγια τους φωνάζουν το αδιέξοδο του Τζον. “Please set me free”[…]
“ let me forget that i made a mistake”  […] “ if you go and find yourself” και όλο ρωτά o Τζον   τα δυο κορίτσια αν  οι άνωθεν θα τον αφήσουν να φύγει. Έχει σχεδόν αποδεχτεί ότι η συνθήκη για εκείνον είναι αυτός ο κήπος με τους τοίχους, τους ψηλούς. Δεν σταματά όμως να κάνει όνειρα, να έχει επιθυμίες, όπως ο καθένας. Λαχταρά να έχει φίλους και μια σύντροφο και ενοχλείται που δεν απασχολεί την σκέψη κανενός.

Η μουσική του Παναγιώτη Μανουηλίδη ακολουθεί το ύφος της παράστασης, η  μουσική του τέλους, ακούγεται σαν παιδικό τραγούδι, ενώ  παράλληλα ακούγονται στο βάθος βρεφικά γέλια και ήχοι, σα να  υπονοεί το τραύμα που κλαίει και γελά και που το χρεώνεται κάποιος, στην προκειμένη περίπτωση ο Τζον, για μια ζωή. Ούτε τα χάπια, ούτε το οι χυμοί μπορούν να τον απαλλάξουν από τον πόνο. Είναι σαν τους στίχους του Νίκου Καββαδία (William George  Allum – 1984)  :

«κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε 
με στίγματ’ ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή. […]

Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια

με βότανα το στήθος του να τρίβει οι θερμαστές. 

Του κάκου. Γνώριζεν αυτός, καθώς το ξέρουμε όλοι, 

ότι του Αννάμ τα στίγματα δεν βγαίνουνε ποτές…»

Μια παράσταση με ωραίες ερμηνείες, με τον Μάνο Καρατζογιάννη, όχι μόνο στο ρόλο του σκηνοθέτη, αλλά και στον σύνθετο ρόλο του Τζον, να υποδύεται ένα νέο άνθρωπο σε ταραχή μέσα σε μια αδιάφορη κοινωνία. Ένας καινούργιος Βικτώρ, αντίστοιχος με εκείνον του Βιτράκ, αλλά με πολλά τραύματα που τα φέρει μόνος του σαν να είναι ο σταυρός της ζωή του.

Read Original