To Χαμαιτυπείο στα Βούρλα, μια από τις μεγαλύτερες ξευτίλες του νεοελληνικού κράτους, στη Δραπετσώνα, το πιο οργανωμένο πολύ-μπουρδέλο του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα στη χώρα και ίσως στην Ανατολική Μεσόγειο. μακριά απ' το κοινωνικό γίγνεσθαι των κατοίκων του Πειραιά, στην έρημη τότε Δραπετσώνα . Επρόκειτο για ένα μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο – διπλάσιο της πλατείας Συντάγματος -περιφραγμένο με έναν ψηλό άσπρο φράχτη. Είχε μια εντυπωσιακή μοναδική κεντρική είσοδο. Μπαίνοντας, υπήρχε ένας μεγάλος ακάλυπτος χώρος. Προχωρώντας υπήρχε άλλη μια μάντρα η οποία αυτή όμως είχε 3 εισόδους. Όποια είσοδο και να επέλεγε κανείς συναντούσε την ίδια εικόνα.
Τρία κτήρια που χωρίζονταν ανάλογα με την ηλικία. Στο πρώτο οι πολύ νεαρές πόρνες, στο δεύτερο αυτές μέχρι 40 χρονών και στο τρίτο αυτές μέχρι 50 και κάτι. Μετά την ηλικία των 50 ετών η πόρνη έπρεπε να αποσυρθεί ή όπως μια ηρωίδα του έργου να παραμείνει στον γυναικείο αυτόν στρατώνα μόνο και μόνο για να πεθάνει. Ουσιαστικά επρόκειτο για στρατώνες , για στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου η καθώς πρέπει κοινωνία είχε συγκεντρώσει και περιχαρακώσει όλη την υποκριτική της ηθική.
Ένας στενόμακρος διάδρομος και στα τρία κτήρια, ο καθένας, έως και 40 μέτρα μήκος και 7 μέτρα πλάτος, όπου εκατέρωθεν υπήρχαν πορτούλες που οδηγούσαν σε 72 μικρούλια, χαμηλοτάβανα δωματιάκια, όπου πέρα από τους ναύτες, η καθώς πρέπει κοινωνία σερβιρίζονταν ηδονή και πληρωμένη τρυφερότητα, ή ικανοποιούσε τα άρρωστα και ανομολόγητα ένστικτά της, ανάλογα με τις ανάγκες της. Ένας τέτοιος χώρος δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται κοντά στις οικογένειες, τα σχολεία και τους ναούς. Ένα μεγαθήριο με πουτάνες επί πληρωμή και αδίστακτα καθάρματα που τους τα έπαιρναν. Σμυρνιές, Πολίτισσες, Μακεδόνισσες, Θεσσαλές, Ηπειρώτισσες, Στερεοελλαδίτισσες και Πελοποννήσιες, Βλάχες, μπορούσανε να καλύψουνε όλα τα γούστα μένοντας όμως οι ίδιες ακάλυπτες για μια ζωή περιθωριοποιημένες από την Πειραϊκή κοινωνία. Αστυνομική δύναμη μάλιστα κατοικοέδρευε εκεί. Αυτή η μικροκοινωνία λοιπόν από ρουφιάνους, νταβατζήδες, πόρνες κάθε λογής, και διεφθαρμένους πολιτσμάνους, αποτέλεσε μια μοναδική μπουρδελαγορά που λειτούργησε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ώσπου οι Γερμανοί την έκαναν φυλακή. Από φυλακή ψυχών και ονείρων έγινε φυλακή για αντιστασιακούς. Αποτελεί ειρωνεία ότι από τις Φυλακές των Βούρλων κατάφεραν να αποδράσουν με εντυπωσιακό τρόπο αριστεροί πολιτικοί κρατούμενοι.
Όλα αυτά τα διηγούνται οι δυο ηθοποιοί Ελένη Φιλίνη, και Κατερίνα Αγγελίτσα, δυο ιερόδουλες, ή και μια σε διαφορετική ηλικία με γλαφυρό και ζωντανό τρόπο . Δημιουργούν το κλίμα της εποχής , αποδίδουν πλήρως τις συνθήκες στο χώρο αυτό και τα καταθέτουν τα όνειρα κοριτσιών αυτών που αιμορραγούν .
Υπήρχε ένας μεγάλος χώρος που λειτουργούσε ως καφενείο. Πριν ή μετά τον καφέ ο πελάτης επέλεγε το δωματιάκι που ήθελε. Μέσα σε αυτό ήταν γυναίκες που είχαν ανάγκη να δουλέψουν δίνοντας το κορμί τους , γιατί η ζωή τους φέρθηκε με τέτοιο τρόπο που η πορνεία ήταν η μόνη τους λύση για επιβίωση. Γυναίκες μικρασιάτισσες , κυνηγημένες από τους Τσέτες, που μετά την καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκαν ζωντανές και πεντάρφανες στη Μυτιλήνη, μετά στη Χίο και τέλος στα Βούρλα. Επαρχιώτισσες που αναζήτησαν τη τύχη τους στην πόλη. Δυστυχισμένες γυναίκες. Προδομένες γυναίκες. Η δουλειά τους ήταν επιλογή επιβίωσης.
Η ζωή τους ήταν πάντα σε κίνδυνο. Λέει η Θεανώ, ότι μια τσιγγάνα της είπε ότι δεν θα γεράσει ποτέ, και πως κάποιος θα τη σκοτώσει κάποτε. «Τόσο το καλύτερο!» αναφωνεί εκείνη με ανακούφιση και τρέλα.
Τραγουδούν όμορφα μαζί η Ελένη Φιλίνη και η Κατερίνα Αγγελίτσα και διηγούνται μαζί τη ζωή αυτών των γυναικών. Πόρνες σε διαφορετική ηλικία, με διαφορετικές προσμονές. Οι φωνές τους είναι συμπληρωματικές όπως και το παίξιμό τους.
Θυμούνται την Μυρσίνη, που πρόσμενε τον θερμαστή της. Η ζωή την ήθελε να χαϊδεύει το κουτί με το κοχυλάκια που εκείνος της είχε δώσει και να ζει με την ανάμνηση του ονείρου, που είχαν πλέξει μαζί. Θα την παντρευόταν. Με ένα στεφάνι θα γινόταν τιμημένη. Ο θερμαστής όμως από τύφο και δεν γύρισε ποτέ και το όνειρο διαλύθηκε.
Πολλές οι ιστορίες γυναικών. Την άλλη την περίμενε το παιδί της έξω από την κάμαρα με τον πελάτη για να του δώσει λεφτά, την άλλη που δεν την αποδέχτηκε ποτέ ο αδελφός της, όμως με τα χρήματα από τη « δουλειά» της, που κυλιόταν σε αμαρτωλά κρεβάτια, του μεγάλωσε και του σπούδασε τα παιδιά, την άλλη που της πέθανε το παιδί και πολλές πολλές ανθρώπινες ιστορίες αληθινές ή και φανταστικές μέσα στην προσπάθεια να αναβιώσουν τα σπασμένα όνειρα και την εκμετάλλευση αυτών των αδικημένων γυναικών.
Οι πόρνες των Βούρλων ήταν γυναίκες που εργάζονταν από ανάγκη για να επιβιώσουν, θύματα ενός πατριαρχικού συστήματος που λειτουργούσε και λειτουργεί με διπλή αντίληψη της ηθικής.
Οι ίδιες οι γυναίκες ήθελαν να μάθουν οι άλλοι για αυτές. Κάποιες έμαθαν γράμματα για να αφήσουν πίσω το αποτύπωμά τους, τα απομνημονεύματά τους. Ήθελαν να ξέρει ο κόσμος την ιστορία τους. Κάποια δημοσιογράφος , η κυρία Ντο ρε μι , κάποτε ασχολήθηκε με αυτή την Κοριτσιέρα των Βούρλων. Κοριτσιέρα, ουσιαστικό του οποίου η παραγωγική κατάληξη – ιέρα δηλώνει ότι πρόκειται για σκεύος ή συσκευή. Κορίτσια δηλαδή σκεύη ηδονής και εκτόνωσης. Πόσο λυπηρό.
Οι μουσικοί επί σκηνής η Ντάνα Γιακουμέλου (πιάνο, πλήκτρα) και ο Γιώργος Φραγκάκης (κιθάρα, μπουζούκι) μπόρεσαν ν αποδώσουν ένα ολόκληρο κλίμα μιας εποχής με τρόπο γόνιμο για την παράσταση. Την επιλογή των τραγουδιών που ακολούθησαν την πορεία του έργου επιμελήθηκε επιτυχώς η Ντάνα Γιακουμέλου. Έτσι ακούσαμε τραγούδια όπως την «Παπαρούνα» σε μουσική και στίχους του Αττίκ «Παπαρούνα σκυθρωπή, παπαρούνα μαραμένη ο διαβάτης που προσμένει άλλην δε ζητά να βρει.»
Το παραδοσιακό τραγούδι της Πάτμου «Όποιος 'γαπήσει ορφανή και τηνε απαρατήσει τα παντελόνια που φορεί να πάει να τα ξεσκίσει. Παναγιά μου, παρηγόρα τα ξενάκια που 'ρθαν τώρα.»
Οι αυτόνομες αυτές γυναίκες παρ’όλο το ηθικό κόστος και την ψυχική τους πληγή μπορούσαν να τραγουδούν «Εγώ είμαι η νέα γυναίκα» σε μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη και σε στίχους του Γιώργου Τσοκόπουλου και του Μπάμπη Άννινου. Η εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος μιλά και αγωνίζεται ενάντια στην εκμετάλλευση αυτών των γυναικών.
«Η Τζένη των πειρατών» από την όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ σε μουσική Kurt Weill και στίχους Bertolt Brecht, επισημαίνει την συσσωρευμένη αγανάχτηση το μένος και την εκδικητική διάθεση ενάντια σε αυτή την κοινωνική αδικία.
Οι δυο ηθοποιοί αναπαραγάγουν ελαφρά την διαφήμιση των πρώτων προφυλακτικών τα επονομαζόμενα Μπεμπέκα που δήθεν δεν σπάνε ποτέ. Στα Βούρλα ο πελάτης αν ήθελε τα χρησιμοποιούσε, αλλιώς όχι.
Οι ρεμπέτες δίπλα σε αυτά τα λούμπεν πρόσωπα ζούσαν παράλληλα το αδιέξοδό τους και εμπνέονταν.
Το «Αμαρτωλό» σε μουσική της Νένας Βενετσάνου και σε στίχους της Γαλάτειας Καζαντζάκη συνοψίζει όλο το έργο και το περιεχόμενό του. «Από την κόλασή μου, σού φωνάζω: Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω. Μ' από την κόλασή μου, σού φωνάζω: Εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σού μοιάζω.» Είναι πολύ εύκολο να οριστεί ο αποδιοπομπαίος τράγος. Το δύσκολο είναι να αντιμετωπίσει κανείς την αλήθεια.
Τα τραγούδια που ακούγονται είναι σωστά επιλεγμένα και εντάσσονται λειτουργικά μέσα στην εξέλιξη της παράστασης, χώρια ότι αποκαλύπτουν την καταπληκτική ερμηνεία της Ελένης Φιλίνη, την οποία ακολουθεί με ποιο ρομαντικό ύφος και σε άλλη τονικότητα η Κατερίνα Αγγελίτσα.
Η σκηνοθεσία, ο σχεδιασμός του φωτισμού της Έφης Ρευματά ακολουθεί απολύτως και αναδεικνύει το εξαιρετικό κείμενο που έγραψε η ίδια μαζί με την Κατερίνα Αγγελίτσα, και την Σοφία Παπαδοπούλου. Το ίδιο και τα κουστούμια και το σκηνικό της Μάγδας Καλορίτη. Ένα κόκκινο κρεβάτι, ρόμπες και μπουά, παντοφλάκια με φτερά και πούπουλα. Εκμυστηρεύσεις σε προσωπικό χώρο από ανθρώπους που αιμορραγούν ψυχικά και έχουν υποστεί τον κοινωνικό απποκλεισμό.
Αποδεικνύεται ότι οι μεγάλοι ηθοποιοί, ή καλύτερα οι άνθρωποι που έχουν μάθει να εξελίσσονται όπως η Ελένη Φιλίνη δεν σταματούν να δίνουν στο θέατρο και να καταθέτουν το ταλέντο τους στο θέατρο φωτίζοντας τους συνεργάτες τους, ενώ παράλληλα μαθητεύουν ες αεί.
Μια ωραία παράσταση συνόλου με καταπληκτική μουσική και ατμόσφαιρα εποχής.
Ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία - Σχεδιασμός Φωτισμού: Έφη Ρευματά
Σύλληψη, κείμενα, δραματουργική έρευνα: Κατερίνα Αγγελίτσα, Σοφία Παπαδοπούλου, Έφη Ρευματά
Ερμηνεύουν: Ελένη Φιλίνη, Κατερίνα Αγγελίτσα
Μουσική επιμέλεια: Ντάνα Γιακουμέλου
Μουσικοί επί σκηνής: Ντάνα Γιακουμέλου (πιάνο, πλήκτρα), Γιώργος Φραγκάκης (κιθάρα, μπουζούκι)
Κουστούμια, επιμέλεια σκηνικού: Μάγδα Καλορίτη
Βοηθός σκηνογράφου: Ξένια Κούβελα
Βοηθός σκηνοθέτη: Φανή Καρρά
Οργάνωση παραγωγής: Φανή Καρρά, Βάγια Κυροδήμου
Φωτογραφίες, teaser: Θοδωρής Φράγκος
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παραγωγή: Bright Productions
Ευχαριστούμε τους: Γρηγόρη Ελευθερίου, Βασίλη Μπατσακούτσα, Λουκία, Βάσια Χρονοπούλου, Στέλλα Κρούσκα
INFO:
Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ γενική είσοδος, 10 ευρώ (ΑΜΕΑ, Ανέργων, ατέλειες), 12 ευρώ (φοιτητικό, άνω των 65)
Διάρκεια: 70 λεπτά
Για 20 παραστάσεις στο Στούντιο Μαυρομιχάλη
Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη από τις 14 Δεκεμβρίου