Ζωντανή σύνδεση — «Βρισκόμαστε στον σταθμό του Κηφισού, όπου, όπως βλέπετε, επικρατεί το αδιαχώρητο», λέει μια δημοσιογράφος στη ζωντανή σύνδεση μιας τηλεοπτικής εκπομπής. Κόρνες από λεωφορεία για τα αμάξια που εμποδίζουν μέσα στον σταθμό, σφαχτάρια από την Αιτωλοακαρνανία τυλιγμένα σε μπλε σακούλες, που τις σέρνουν οι αποθηκάριοι στις αποβάθρες, οδηγοί που τσακώνονται με επιβάτες για το τι πράγματα επιτρέπεται να κουβαλήσουν μαζί τους πάνω στα καθίσματα και ένα επαναλαμβανόμενο «ακούς τι σε λέω εγώ» ζέχνουν μαγκιά, Ελλάδα και εϊτίλα. Ο κόσμος κρύβεται από τον καμεραμάν ανάμεσα στα λεωφορεία, δεν θέλει ούτε την έκθεση και ενοχλητικές ερωτήσεις του τύπου «εσείς πού πάτε για Πάσχα;», αλλά ούτε να κάνει και το «λάθος» να γίνει μιμίδιο στο Luben που θα το συνοδεύει ένα κουτσουμπαίικο «αλλά… αυτοί είστε».
Τα δύο επίπεδα — Έξω από τον σταθμό, βυθισμένο κάτω από το επίπεδο της ασφάλτου, υπάρχει ένα μικρό παρεκκλήσι. Οι τοίχοι του είναι φρεσκοασβεστωμένοι. Δεξιά και αριστερά της εισόδου, δύο γλάστρες με κόκκινα φυτά. Τα κεριά στο μανουάλι είναι «φρέσκα», δεν έχουν προλάβει να λιώσουν. Για να ακούσεις τους ψαλμούς της Μεγάλης Πέμπτης, το αμάξι πρέπει να σε αφήσει λίγο πριν από την είσοδο στον σταθμό. Μπορεί να σταθείς λίγο, μπορεί και όχι. Αν σταθείς, αντιλαμβάνεσαι την αντίθεση της ατμόσφαιρας. Από τη μια, εκείνη της πόλης που καμώνεται για μητρόπολη και πολλές φορές πιλαλιάζει χωρίς αντίκτυπο και ουσιαστικό νόημα. Από την άλλη, εκείνη της κατάνυξης, αδιάφορης προς την κίνηση, τον θόρυβο και αυτά που γίνονται και αφορούν την επιφάνεια της λεωφόρου Κηφισού. Από το λεωφορείο δεν ακούγεται τίποτα.
Δραμινές λαϊκομπαλάντες — Εννιά ώρες ταξίδι. Το Γάμος αλά ελληνικά έπαιξε δύο φορές, γιατί την πρώτη χάλασε το DVD. Δύο στάσεις, στις εισόδους της Λαμίας και της Λάρισας. Υπερκοστολογημένοι καφέδες, νεαρές υπάλληλοι που τα αφεντικά τούς έχουν δώσει γραμμή να διαλαλούν τις κατεψυγμένες ζύμες στις προθήκες. Η δίπλα θέση καπαρώνεται, η Ιστορία Κατεύθυνσης είναι ανοιχτή στα πόδια. Κάθε σειρά ζωγραφισμένη με μαρκαδοράκι Stabilo. Το κινητό θερμαίνεται, κοντεύει να φλιπάρει. Οι κακόβουλοι θα πουν πως ευθύνονται οι λαϊκομπαλάντες της Νατάσας Θεοδωρίδου που παίζουν τυχαία, ακόμα και την ώρα που διασχίζουμε το χωριό της, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Δράμα. Είναι το ΚΤΕΛ μια κωμωδία καταστάσεων ή πολιτιστικό στοιχείο κληρονομιάς που δεν πρόκειται να εξαλειφθεί; Μία ώρα μέχρι τον Επιτάφιο.
Η ατυχία — Οι γυναίκες ψάλλουν το Αι γενεαί πάσαι γύρω από τον Επιτάφιο, ένας ψάλ-τσος τις σιγοντάρει με μακρόσυρτα «α» που μοιάζουν με ρεψίματα μετά από κρασοκατάνυξη και αντηχεί σε όλο το χωριό. Τέσσερα αγόρια με ποντιακές στολές παλεύουν να βγάλουν το ξυλόγλυπτο έξω από την εκκλησία και η σύντομη βροχή χαλάει κάθε πλάνο για περιφορά. Η γιαγιά αδιαφορεί για τη νηστεία και παρηγορεί με ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά, ένεκα της ταλαιπώριας, και σχολιάζει πως «τα εξερχόμενα βλάπτουν, όχι τα εισερχόμενα» όσο στην τηλεόραση του καθιστικού παίζει ο Εκατομμυριούχος.