Πρέπει να υπήρξα ένα από τα λίγα παιδιά της γενιάς μου –οπωσδήποτε ένα από τα λίγα παιδιά που αργότερα καταπιάστηκαν με τη συγγραφή– που δεν διάβασαν Αλκη Ζέη. Πρωτοδιάβασα βιβλίο της στα 35, αφού τη γνώρισα σ’ ένα ταξίδι στη Μόσχα. Ηταν μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις της ζωής μου: δεν συναντάς συχνά κάποιον που έχει δυόμισι φορές τα χρόνια σου και νιώθεις λες κι είστε συνομήλικοι.
Το 2016 η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Μόσχας. Οι συγγραφείς που εκπροσώπησαν τη χώρα ήταν η Αλκη Ζέη, ο Β. Βασιλικός, ο Ε. Τριβιζάς, η Ι. Μπουραζοπούλου, ο Χρ. Χρυσόπουλος, η Κρ. Γλυνιαδάκη κι εγώ. Ταξίδευα προς και από τη Ρωσία με τον Βασιλικό και τη Ζέη· έφθασα στο αεροδρόμιο ένα δίωρο πριν από την αναχώρηση κι οι δυο τους ήταν ήδη εκεί, κάθονταν πλάι πλάι, κουβέντιαζαν σαν συμμαθητές.
Στη Μόσχα, στο βανάκι που μας παρέλαβε, κάθισα δίπλα στη Ζέη. Απ’ το παράθυρο παρακολουθούσε εντατικά τα πάντα. Ηξερα ότι είχε ζήσει εδώ πριν από σχεδόν 60 χρόνια. «Πώς σας φαίνεται τώρα η πόλη;», τη ρώτησα. «Δεν ξέρω», σήκωσε τους ώμους. «Θα πάω αύριο να δω το σπίτι μου». Και πρόσθεσε: «Σου είπα ποιος έκανε μπέιμπι σίτινγκ στον γιο μου τότε; Ο Ταρκόφσκι. Φαινόταν ότι θα γίνει σπουδαίος».
Εγκατασταθήκαμε στο γιγάντιο, σοβιετικής κατασκευής, ξενοδοχείο μας –το λόμπι γεμάτο κοπέλες που πρόσφεραν υπηρεσίες συνοδού– και την επομένη, αφού πέρασα τη μέρα στην έκθεση, τη συνάντησα στο δείπνο. Ηταν μακιγιαρισμένη, ευδιάθετη, μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. «Επισκεφθήκατε το σπίτι σας;», τη ρώτησα. «Ναι», είπε. «Δεν το αναγνώρισα. Ξέρεις κάτι; Δεν μ’ αρέσει η Μόσχα όπως έγινε. Δεν θα ξανάρθω». Για κοίτα, σκέφθηκα: μια γυναίκα 93 ετών δηλώνει ότι δεν θα ξανάρθει στη Μόσχα, στην άλλη άκρη της Ευρώπης, όχι επειδή είναι 93 ετών, αλλά επειδή δεν της άρεσε. Αργότερα, αφού τη συναναστράφηκα λίγο περισσότερο, κατάλαβα γιατί το είπε: το πνεύμα της ήταν ταγμένο στο εδώ και στο τώρα, οι κεραίες της ήταν στραμμένες προς τα μπρος, χωρίς νοσταλγία, χωρίς την έπαρση που συχνά έχουν οι άνθρωποι της ηλικίας της και της γενιάς της, είτε λόγω της πείρας τους είτε λόγω πικρίας για όσα υπέστησαν. Κατάλαβα ότι είχε τη σοφία να είναι γήινη και προσηνής, αστεία, ένα χαριτωμένο και δεξιωτικό πειραχτήρι, γιατί δεν είχε τίποτα να αποδείξει σε κανέναν: τι να αποδείξει και σε ποιον κάποιος που έζησε τόσα, που πρόσφερε τόσα;
«Σου είπα ποιος έκανε μπέιμπι σίτινγκ στον γιο μου τότε; Ο Ταρκόφσκι. Φαινόταν ότι θα γίνει σπουδαίος», θυμάται και το μυαλό της τρέχει στο σπίτι όπου ζούσε. «Θα το επισκεφθώ αύριο», προσθέτει…
Το επόμενο διήμερο περάσαμε κάμποσο χρόνο μαζί. Οι αποστάσεις ήταν μεγάλες και, για να μην κουράζεται, χρειάστηκε να κινείται με αμαξίδιο. Ως ο νεότερος της αποστολής, τη μετακινούσα εγώ. Την τελευταία μέρα το πρόγραμμά μας ήταν ελεύθερο και βγήκα να τριγυρίσω στην πόλη. Κάποια στιγμή χάθηκα και άργησα να τη συναντήσω στο ξενοδοχείο. Μου τηλεφώνησε: «Πού είσαι;». «Ερχομαι σε δέκα λεπτά», απάντησα. «Θα μπλέχτηκες με κάνα κουνελάκι», είπε, εννοώντας τις κοπέλες στο λόμπι. «Οχι, όχι», διαμαρτυρήθηκα. «Αν θέλω σε πιστεύω», είπε, και το ‘νιωθες ότι χαμογελούσε. Πίνοντας καφέ αργότερα στο φουαγέ, η κουβέντα γύρισε στην πολιτική: «Δεν καταλαβαίνω τις φίλες μου», είπε. «Κολλημένες στα παλιά. Οταν έρχονται σπίτι, αποφεύγω τα πολιτικά. Δεν αντέχω».
Στην Αθήνα, τη συνόδευσα μέχρι τον γιο της και συμφωνήσαμε να ξαναβρεθούμε. Υστερα από δύο εβδομάδες, αφού διάβασα τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου», την επισκέφθηκα στο διαμέρισμά της. Περάσαμε τέλεια – μιλήσαμε, έπειτα, λίγες φορές ακόμη στο τηλέφωνο. Εκείνο το απόγευμα της έδωσα να μου υπογράψει τον «Περίπατο». Ντράπηκα να της πω ότι μόλις τον είχα διαβάσει κι ότι το φθαρμένο αντίτυπο δεν ήταν δικό μου – μου το είχε χαρίσει ένας φίλος, είχε δύο αντίτυπα από παιδί. Είμαι σίγουρος ότι, αν μπορούσε να διαβάσει αυτές τις γραμμές, θα μου το συγχωρούσε.
Ο κ. Γιάννης Παλαβός (Κοζάνη, 1980) είναι διηγηματογράφος και μεταφραστής. Η συλλογή διηγημάτων «Αστείο» (Νεφέλη, 2012) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος και το Βραβείο Διηγήματος του ηλεκτρονικού περιοδικού «Ο Αναγνώστης». Επίσης, σε συνεργασία με τον Τάσο Ζαφειριάδη έγραψε το σενάριο των κόμικς «Το πτώμα» (Jemma Press, 2011) και «Γρα-Γρου» (Ικαρος, 2017), τα οποία εικονογράφησε ο Θανάσης Πέτρου. Το «Γρα-Γρου» τιμήθηκε με τα βραβεία Καλύτερου Κόμικ και Σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς. Εχει μεταφράσει Τομπάιας Γουλφ, Φλάνερι Ο’ Κόνορ, Μπρις Ντ’ Τζ. Πάνκεϊκ, Ουάλας Στέγκνερ και Ουίλιαμ Φώκνερ.