Τα τελευταία δύο χρόνια οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις άνοιξαν τις δημοσιονομικές στρόφιγγες, πλημμυρίζοντας την Eυρωζώνη με περίπου 530 δισ. ευρώ για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της πανδημίας και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τώρα τις κλείνουν. Αυτό το ξέσπασμα λιτότητας μοιάζει κοντόφθαλμο. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί και τα χρέη είναι διαχειρίσιμα. Οι υπουργοί Οικονομικών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τα επιπλέον κονδύλια για να ενισχύσουν την ανάπτυξη, να βοηθήσουν τις ομάδες με χαμηλότερο εισόδημα και να θεσπίσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εάν δεν το παρακάνουν, οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να αμβλύνουν το πλήγμα των προσπαθειών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες εξακολουθούν να αγωνιούν για το πώς θα πληρώσουν τους λογαριασμούς οργανισμών κοινής ωφελείας. Ωστόσο, οι ηγέτες της Ευρωζώνης, όπως ο Γερμανός Ολαφ Σολτς, ο Γάλλος Εμανουέλ Μακρόν και η Ιταλίδα Τζόρτζια Μελόνι, αντιμετωπίζουν πιέσεις από τους υπευθύνους χάραξης οικονομικής πολιτικής να περιορίσουν τις παροχές. Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, προειδοποίησε στα τέλη του 2022 ότι η διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων θα οδηγούσε σε υψηλότερα επιτόκια. Οι περισσότεροι πρόεδροι και διοικητές κεντρικών τραπεζών αναγνωρίζουν ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η άνοδος του κόστους διαβίωσης απαιτούν δημόσια παρέμβαση.
Ωστόσο, όπως θέλει να λέει η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, τα δημόσια κονδύλια οφείλουν να υπόκεινται σε έναν σαφή κανόνα με τρεις όρους, ήτοι θα πρέπει να είναι προσωρινά, να στοχεύουν σε συγκεκριμένο είδος οικονομικού κραδασμού και να είναι προσαρμοσμένα στις πιο ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας. Χωρίς αυτούς τους περιορισμούς, οι κρατικές δαπάνες θα ανέβαζαν τις τιμές καταναλωτή ή ακόμη και θα οδηγούσαν σε κατάρρευση των κρατικών ομολόγων, όπως αυτή που υπέστη το Ηνωμένο Βασίλειο τον περασμένο Σεπτέμβριο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να τηρούν αυτή τη δέσμευση. Μετά την αύξηση κατά 3,75% του ΑΕΠ μεταξύ 2020 και 2022, η συνολική «δημοσιονομική στάση» της Ευρωζώνης –ένα μέτρο του κόστους των μέτρων που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις– θα επιστρέψει σε ουδέτερη κατάσταση φέτος, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο, μια τέτοια λιτότητα δείχνει άστοχη, όταν εξετάσουμε τα κρατικά ελλείμματα. Η διαφορά μεταξύ κρατικών εσόδων και δαπανών μειώνεται. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το συνολικό έλλειμμα της Ευρωζώνης θα είναι 3,7% του ΑΕΠ το 2023. Αυτό πλησιάζει στο επίπεδο του 3,5% πριν από την πανδημία και πολύ κάτω από το 7%, που έφτασε το 2020. Εν τω μεταξύ, το δημόσιο χρέος γίνεται πιο διαχειρίσιμο.
Ο συνολικός δανεισμός των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί στο 92% το 2023 από το 99% τρία χρόνια νωρίτερα, βοηθούμενος από τον πληθωρισμό που έχει ωθήσει προς τα πάνω την ονομαστική αξία της οικονομικής παραγωγής. Είναι αλήθεια ότι έξι χώρες –το Βέλγιο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Πορτογαλία– θα εξακολουθούν να έχουν χρέος άνω του ενός έτους οικονομικής παραγωγής. Αλλά από αυτά μόνο το Βέλγιο θα δει τη μόχλευσή του να αυξάνεται. Για να διατηρήσει τα δημόσια οικονομικά υγιή, το κόστος δανεισμού μιας κυβέρνησης θα πρέπει να είναι χαμηλότερο από την αύξηση των διαθέσιμων πόρων για την εξυπηρέτηση αυτού του χρέους, όπως μετράται με την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Βάσει του κριτηρίου αυτού, η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία βρίσκονται στην καλύτερη θέση τουλάχιστον από το 2001, σύμφωνα με πρόσφατη ανάρτηση ιστολογίου από το προσωπικό της ΕΚΤ. Ακόμη και η Ιταλία γνώρισε μερικές από τις καλύτερες συνθήκες χρηματοδότησης σε δύο δεκαετίες, το 2021 και το 2022.
Ομολογουμένως, αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον θα επιδεινωθεί το 2023 καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί και οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ ανεβάζουν τις αποδόσεις των ομολόγων. Ωστόσο, τέλος, οι συνθήκες χρηματοδότησης θα παραμείνουν ευνοϊκές.