Νέες ανατιμήσεις «ανθίζουν» τον Μάιο στο ράφι, ενώ στο «μπραντ ντε φερ» μεταξύ πολυεθνικών και εθνικών παικτών οι δεύτεροι είναι πιο ευάλωτοι και «θυσιάζουν» κερδοφορία για να κρατήσουν τους όγκους πωλήσεων.
Όπως αναφέρει στη «Ν» υψηλόβαθμο στέλεχος αλυσίδας, «τον φετινό Μάη οι τιμοκατάλογοι χονδρικής με στάθμιση είναι αυξημένοι κατά 10% σε σχέση με τον ίδιο μήνα πέρυσι. Βλέπουμε μια μείωση του ποσοστού αύξησης της τιμής σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες, κατά τους οποίους οι ανατιμήσεις στη χονδρική διαμορφώνονταν στο 13% με 15%, ενώ οι προβλέψεις για Ιούνιο – Ιούλιο είναι ότι πάμε πιθανότατα σε μονοψήφιο ποσοστό αύξησης τιμών. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι αρχίζουμε και ακουμπάμε και υψηλές βάσεις, δεδομένου ότι το αντίστοιχο περσινό διάστημα καταγράφηκε έντονο ανατιμητικό κύμα, συνεπώς μαθηματικά παράγεται το μικρότερο ποσοστό που καταγράφεται και αναμένεται να καταγραφεί στις ανατιμήσεις».
Οι δύο βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές των βασικών καταναλωτικών προϊόντων στο ράφι παραμένουν το κόστος ενέργειας και οι αναταράξεις στις τιμές στις πρώτες ύλες. Μολονότι το ενεργειακό πεδίο δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης, οι άνθρωποι της αγοράς δεν θεωρούν ότι έχει τελειώσει.
Δεν έχει τελειώσει το ενεργειακό
«Το ενεργειακό δεν έχει τελειώσει. Οι διεθνείς αναλυτές προβλέπουν ότι το καλοκαίρι μπορεί να έχουμε μια αρνητική έκπληξη, ενώ μελέτες υποστηρίζουν ότι ακόμα και όταν πέφτει το ενεργειακό κόστος και οι τιμές στα commodities, υπάρχει μια υστέρηση αρκετών μηνών για να περάσει στις τελικές τιμές. Άρα αυτά που βλέπουμε ως διεθνή συγκυρία θα τα δούμε μετά από έξι με οκτώ μήνες. Θα πάμε σε κάμψη των τιμών, αλλά όχι άμεσα. Ισχυρές υποτιμήσεις δεν έχουμε δει μέχρι στιγμής» αναφέρει το ίδιο στέλεχος.
Αντίστοιχα, ο επικεφαλής του ομίλου Βενέτη, Παναγιώτης Μονεμβασιώτης, μιλώντας πρόσφατα σε εκπροσώπους του Τύπου, ανέφερε ότι «η αίσθησή μου είναι ότι η ενεργειακή κρίση θα μείνει για τρία χρόνια ακόμη. Ταυτόχρονα συντελείται μια διακριτική κρίση των διεθνών τραπεζών η οποία ακόμη δεν μας έχει ακουμπήσει. Μπροστά μας έχουμε μια επισιτιστική κρίση, την κλιματική αλλαγή και τα οικονομικά προβλήματα που αυτή θα επιφέρει, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών συρράξεων, αλλά και την έλλειψη βασικών πρώτων υλών».
Σε ό,τι αφορά τις τιμές των πρώτων υλών, η εικόνα είναι πολυσύνθετη. «Υπάρχουν πρώτες ύλες που ακόμα ανατιμώνται έντονα και άλλες που εμφανίζουν αποκλιμάκωση. Το γάλα, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να πέφτει παγκόσμια και η ζάχαρη να καταγράφει μια σταθερότητα, ενώ το κακάο συνεχίζει να ανεβαίνει με έντονο ρυθμό, όπως και το χοιρινό, σε αντίθεση με το κρέας γαλοπούλας που οι τιμές εμφανίζουν μια σταθερότητα και μικρή μείωση. Σημαντικό είναι ότι τα δημητριακά αρχίζουν και εμφανίζουν τάση υποχώρησης.
Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι κάθε κατηγορία είναι ξεχωριστή, άρα δεν πρόκειται όλοι οι κλάδοι μαζί να πάνε σε μειώσεις ταυτόχρονα, αλλά ανάλογα με την εξάρτηση που έχει κάθε δραστηριότητα θα προχωρήσει σταδιακά σε αποκλιμάκωση των τιμών σε αναλογία με την αποσυμπίεση των επιβαρύνσεων» επισημαίνει στη
«Ν» υψηλόβαθμο στέλεχος που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγχώρια βιομηχανία τροφίμων.
Συνεχίζουν τις αυξήσεις οι πολυεθνικές
Σε αυτό το πλαίσιο, οι πολυεθνικοί παίκτες συνεχίζουν να αυξάνουν τις τιμές τους, καθώς οι επιπτώσεις στους όγκους πωλήσεων είναι περιορισμένες. O ελβετικός όμιλος Nestle προχώρησε σε ανατιμήσεις 10% στο πρώτο τρίμηνο, με τους όγκους πωλήσεων το ίδιο διάστημα να υποχωρούν κατά μόλις 0,5%.
Τις προβλέψεις των πωλήσεών της αύξησε η Procter & Gamble, για το οικονομικό έτος που λήγει τον Ιούνιο, επικαλούμενη υψηλότερες τιμές και ελαφρά αύξηση της ζήτησης για ορισμένα από τα προϊόντα της. Η P&G ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα αύξηση 10% στις μέσες τιμές σε όλες τις κατηγορίες της κατά τη διάρκεια του τριμήνου, με τους όγκους να υποχωρούν περί το 3%. Ο όμιλος Unilever προχώρησε σε αυξήσεις 10,7% στο πρώτο τρίμηνο καταγράφοντας απώλεια στους όγκους μόλις 0,2%, την ώρα που οι εκτιμήσεις προέβλεπαν πτώση 3,2%. Νωρίτερα φέτος στελέχη του ομίλου δήλωναν ότι ο κλάδος έχει ξεπεράσει «την κορύφωση του πληθωρισμού, αλλά όχι ακόμη την κορύφωση της τιμολόγησης».
Συνέχιση των ανατιμήσεων «βλέπει» από την πλευρά της η διοίκηση της Coca-Cola HBC AG και το 2023, καθώς το κόστος των πωληθέντων εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ανά κιβώτιο κατά 10%-13%, λόγω των υψηλών τιμών στην ενέργεια, στις πρώτες και δεύτερες ύλες. Στον αντίποδα, «φρένο» στις ανατιμήσεις προσπαθεί φέτος να βάλει η εγχώρια βιομηχανία, με στελέχη ισχυρών σημάτων βασικών ειδών διατροφής, όπως γαλακτοκομικά, αρτοσκευάσματα, αλλαντικά, εμφιαλωμένο νερό και αναψυκτικά, σνακ, ζύμες κ.ά., να δηλώνουν ότι δεν προβλέπεται να προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις τιμών, ενώ επιστρατεύουν πιο έντονες προωθητικές ενέργειες.
Η εγχώρια βιομηχανία αναμένεται να «θυσιάσει» φέτος κερδοφορία προκειμένου να κρατήσει τη δυναμική των όγκων και να θωρακίσει την μεριδιακή παρουσία της έναντι της επέκτασης της ιδιωτικής ετικέτας στο καλάθι του νοικοκυριού. «Οι ελληνικές εταιρείες, επειδή είναι εξαρτημένες από την εγχώρια αγορά, φοβούνται να μη χάσουν όγκους, γεγονός που θα τους δημιουργήσει προβλήματα. Ενώ για τους ξένους παίκτες η Ελλάδα είναι μια μικρή αγορά. Συνεπώς, βάζουν την ανατίμηση που πιστεύουν, συνυπολογίζοντας τις επιβαρύνσεις κοστολογίων πρώτων υλών, ενέργειας κτλ. και ας χάσουν μικρή μερίδα από τους όγκους τους» αναφέρει μιλώντας στη «Ν» το ίδιο υψηλόβαθμο στέλεχος.