Ο Χάρι Μπελαφόντε, τραγουδιστής, τραγουδοποιός και πρωτοποριακός ηθοποιός, που ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα τη δεκαετία του 1950, πριν στραφεί στον πολιτικό ακτιβισμό, πέθανε σε ηλικία 96 ετών.
Σε ανύποπτη στιγμή είχε δηλώσει ότι βρισκόταν σε μια συνεχή κατάσταση εσωτερικής εξέγερσης που την κινητροδοτούσε ο θυμός του.
Ως πρωτοπόρος μαύρος άνδρας, μπήκε μπροστά από την εποχή του και εξερεύνησε ως άλλος καλλιτεχνικός σκαπανέας φυλετικά θέματα σε ταινίες της δεκαετίας του 1950 – μία εποχή αναμφίβολα δύσκολη για αυτά τα ζητήματα στις ΗΠΑ.
Κατόπιν, συνεργάστηκε με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ κατά τη διάρκεια του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Τη δεκαετία του 1980, ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από το «We Are the World», που τραγουδήθηκε από σειρά διασημότητες και στόχευε στην καταπολέμηση της πείνας.
Την ίδια εποχή εργάστηκε για τον τερματισμό του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και συντόνισε την πρώτη επίσκεψη του Νέλσον Μαντέλα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πρωτοπόρος και ακτιβιστής
Ο Μπελαφόντε γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, αλλά πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην πατρίδα της οικογένειάς του, Τζαμάικα. Όμορφος και ευγενικός, έγινε γνωστός ως ο «Βασιλιάς της Καλυψώς» στα πρώτα βήματα της καριέρας του.
Ήταν ο πρώτος μαύρος που επιτράπηκε να εμφανιστεί σε πολλά νυχτερινά κέντρα και είχε επίσης φυλετικές αναφορές σε ταινίες, σε μια εποχή που οι διακρίσεις ήταν ισχυρές σε μεγάλο μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στο «Island in the Sun» το 1954, ο χαρακτήρας που ενσάρκωσε είχε σχέση με μια λευκή γυναίκα που υποδύθηκε η Τζοάν Φοντέιν – η ταινία αυτή φέρεται να πυροδότησε απειλές για κάψιμο θεάτρων στον αμερικανικό νότο.
Στο «Odds Against Tomorrow» το 1959, υποδύθηκε έναν ληστή τράπεζας με έναν ρατσιστή σύντροφό του.
Ο Μπελαφόντε ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο ως πρεσβευτής καλής θέλησης για τη UNICEF, το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά, ενώ το 1987 ίδρυσε ένα ίδρυμα για το AIDS.
Οι πολιτικές ιδέες του Μπελαφόντε μπήκαν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τον Ιανουάριο του 2006, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στη Βενεζουέλα, όταν αποκάλεσε τον πρόεδρο Τζορτζ Ου. Μπους ως «τον μεγαλύτερο τρομοκράτη στον κόσμο».
Τον ίδιο μήνα συνέκρινε το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ με την Γκεστάπο της Ναζιστικής Γερμανίας.
Το 2014 έλαβε ένα Όσκαρ για το ανθρωπιστικό του έργο.
Σε όλη του τη ζωή μιλούσε ανοιχτά για την ισότητα των φυλών και του εισοδήματος και κατόπιν παρότρυνε τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να κάνει περισσότερα για να βοηθήσει τους φτωχούς.
Ήταν εκ των επικεφαλής της «Πορείας των Γυναικών στην Ουάσιγκτον», που πραγματοποιήθηκε την επομένη της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ ως πρόεδρος τον Ιανουάριο του 2017.
Μια ανθολογία της μουσικής του κυκλοφόρησε με αφορμή τον εορτασμό των 90ων γενεθλίων του την 1η Μαρτίου 2017.
Λίγες εβδομάδες πριν από την κυκλοφορία, ο Μπελαφόντε είπε στο περιοδικό Rolling Stone ότι το τραγούδι ήταν ένας τρόπος για να διατρανώσει την αντίθεση του απέναντι στις αδικίες που συμβαίνουν στον κόσμο.
«Το τραγούδι μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω πολιτικά σχόλια, να κάνω κοινωνικές δηλώσεις, να μιλήσω για πράγματα που βρήκα δυσάρεστα – αλλά και για όλα όσα θεώρησα εμπνευσμένα», είχε αναφέρει.
Μέρος της αντίστασης
Γεννημένος στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, μετακόμισε στην Τζαμάικα πριν επιστρέψει στη Νέα Υόρκη για να παρακολουθήσει το γυμνάσιο.
Είχε περιγράψει τον πατέρα του έναν άνθρωπο των καταχρήσεων, που ήταν διαρκώς μεθυσμένος και που εν τέλει εγκατέλειψε τον ίδιο και τη μητέρα του.
Όπως είχε δηλώσει, αντλούσε δύναμη από τη μητέρα του, μια αμόρφωτη οικιακή βοηθό, που του ενστάλαξε το ακτιβιστικό πνεύμα. «Μας δόθηκε εντολή να μην συνθηκολογήσουμε ποτέ, να μην υποχωρήσουμε ποτέ, να αντιστεκόμαστε πάντα στην καταπίεση», είχε δηλώσει ο Μπελαφόντε.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτές οι αρχές τον οδήγησαν να ενταχθεί στο Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο του παρείχε μία σταθερότητα αφότου εγκατέλειψε το λύκειο.
«Το Πολεμικό Ναυτικό ήρθε ως χώρος ανακούφισης για μένα, αλλά με οδηγούσε επίσης η πεποίθηση ότι ο Χίτλερ έπρεπε να ηττηθεί. Η δέσμευσή μου διατηρήθηκε μετά τον πόλεμο. Όπου κι αν βρήκα αντίσταση στην καταπίεση, είτε στην Αφρική είτε στη Λατινική Αμερική, σίγουρα εδώ στις ΗΠΑ και κυρίως στο νότο, συμμετείχα σε αυτήν τη μάχη», είχε υπογραμμίσει σε συνέντευξη του.
Μετά το Πολεμικό Ναυτικό, εργάστηκε ως θυρωρός σε μια πολυκατοικία και κατόπιν ως σκηνοθέτης στο American Negro Theatre πριν πάρει ρόλους και σπουδάσει με τον Μάρλον Μπράντο και τον Σίντνεϊ Πουατιέ, έναν ακόμα πρωτοπόρο μαύρο ηθοποιό, με τον οποίο θα γινόταν στενός φίλος.
Εμφανίστηκε επίσης στο Μπροντγουέι, στο Almanac, κερδίζοντας ένα βραβείο Tony, και στην ταινία Carmen Jones το 1954.
Το τρίτο άλμπουμ του Μπελαφόντε, Calypso, έγινε το πρώτο που πούλησε περισσότερα από 1 εκατομμύριο αντίτυπα.
Το «Banana Boat», ένα τραγούδι για τους λιμενεργάτες της Καραϊβικής με το ηχηρό κάλεσμα του «Day O», τον εκτόξευσε καλλιτεχνικά.
Η χειρουργική επέμβαση στις φωνητικές του χορδές τη δεκαετία του ’60, ωστόσο, αλλοίωσε τη φωνή του, που πλέον έμοιαζε με έναν ραγισμένο ψίθυρο.
Το 1959, άρχισε να συμμετέχει ταινίες και συνεργάστηκε με τον Πουατιέ για την παραγωγή των «Buck and the Preacher» και «Uptown Saturday Night».
Το 1984, έκανε την παραγωγή του Beat Street, μιας από τις πρώτες ταινίες για το break-dancing και την κουλτούρα του hip-hop.
Ήταν ο πρώτος μαύρος ερμηνευτής που κέρδισε ένα Emmy το 1960. Κέρδισε επίσης βραβεία Grammy το 1960 και το 1965 και έλαβε ένα ακόμα Grammy το 2000, αλλά εξέφρασε την απογοήτευσή του για τη συμπεριφορά κατά των μαύρων καλλιτεχνών στη σόου μπίζνες.
Το 1994, τιμήθηκε με το Εθνικό Μετάλλιο των Τεχνών.
Ο Μπελαφόντε παντρεύτηκε τρεις φορές. Με την πρώτη του σύζυγος Μαργκουερίτ Μπερντ έκαναν δύο παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της ηθοποιού-μοντέλου Σάρι Μπελαφόντε. Είχε επίσης δύο παιδιά με τη δεύτερη σύζυγό του πρώην χορεύτρια, Τζούλια Ρόμπινσον.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr