Οι περισσότεροι συμφωνούν πως ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι πρωτίστως αποτέλεσμα των εκρηκτικών ανατιμήσεων στην ενέργεια, που πυροδότησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Τώρα με τις τιμές του φυσικού αερίου να έχουν κάνει βυθιστεί σε επίπεδα προ πολέμου – εν πολλοίς χάρη στις υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες και τη μειωμένη ζήτηση – δεν θα έπρεπε λοιπόν να δούμε ταχεία αποκλιμάκωση του δείκτη; Η σύντομη απάντηση είναι πως αυτό δύσκολα θα συμβεί.
Οι ενεργειακές ανατιμήσεις έχουν περάσει με ορμή σε σειρά βασικών αγαθών και υπηρεσιών, κάτι που καθιστά πιο δύσκολη τη μάχη, επισημαίνουν αναλυτές. Έτσι ενώ αναθεωρούν προς τα κάτω τις εκτιμήσεις του για τις τιμές καυσίμων, ρίχνουν ελαφρώς μόνο τον πήχυ του πληθωρισμού και περιμένουν να δουν τις επιτοκιακές αυξήσεις να έχουν συνέχεια.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Capital Economics, η οποία περιμένει λίγο μεγαλύτερη πτώση του δείκτη τιμών καταναλωτή από ό,τι αρχικά υπολόγιζε, χωρίς όμως να αλλάζει την πρόβλεψή της για το ύψος στο οποίο θα οδηγήσει η ΕΚΤ τα επιτόκια. Αν υπάρχει κάτι πιο ευοίωνο για την Ευρωζώνη είναι η εκτίμηση πως η οικονομική δραστηριότητα δεν θα πληγεί στον βαθμό που υπολόγιζαν οι αναλυτές όταν οι ενεργειακές τιμές ήταν στα ύψη – γεγονός που θα επιτρέψει στην κεντρική τράπεζα να επιστρέψει πιο γρήγορα σε σταδιακή χαλάρωση της πολιτικής της.
Η πτώση του φυσικού αερίου
Στην αγορά του φυσικού αερίου η ευρωπαϊκή τιμή σποτ έχει υποχωρήσει από τα 340 ευρώ/ MWh τον περασμένο Αύγουστο στα 135 ευρώ/MWh στα μέσα Δεκεμβρίου και μόλις 64 ευρώ σήμερα.
Η βουτιά αυτή, που επαναφέρει το κόστος του καυσίμου στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Νοέμβριο του 2021, ήρθε κόντρα στην αδυναμία των Ευρωπαίων να λάβουν μία απόφαση για ένα ουσιαστικό πλαφόν και εν πολλοίς χάρη στην τύχη του καλού καιρού.
Οι υψηλές θερμοκρασίες – σε συνδυασμό με εθελούσιες προσπάθειες των νοικοκυριών να περιορίσουν την κατανάλωση- έχουν ως αποτέλεσμα να γεμίσουν οι αποθήκες φυσικού αερίου. Αυτή τη στιγμή η πληρότητα στις αποθήκες της Ε.Ε. είναι στο 84% – κάτι που σπάνια συμβαίνει κατά τους χειμερινούς μήνες.
Η νέα εκτίμηση για τον πληθωρισμό και τα επιτόκια
Με βάση τα νέα δεδομένα οι αναλυτές της CE βλέπουν τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται στο 5,5% φέτος έναντι προηγούμενης εκτίμησης για 6%. Γιατί η διαφορά είναι τόσο μικρή; Γιατί εξακολουθεί να υπάρχει έντονη αβεβαιότητα σχετικά με τις προοπτικές των τιμών του φυσικού αερίου. Η CE πιστεύει ότι θα κινηθούν ανοδικά το δεύτερο εξάμηνο, εν μέσω αυξανόμενης ζήτηση από την Ευρώπη, αλλά και την Ασία. Εάν τελικά αυτό δεν συμβεί, και οι τιμές παραμείνουν σταθερές, τότε ο πληθωρισμός θα μπορούσε να υποχωρήσει στο 5% το 2023, αλλά και πάλι όχι χαμηλότερα. Όσο για το 2024, η εκτίμηση αναθεωρείται ελαφρώς προς το επάνω στο 2,5% από 2,3%.
Η Capital Economics διατηρεί αμετάβλητη την πρόβλεψή της που θέλει το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ να κορυφώνεται στο 3% τον Μάιο. Να σημειωθεί ότι τα επίπεδα αυτά είναι χαμηλότερα από εκείνα στα οποία ποντάρουν σήμερα οι αγορές (3,5% με 4%). Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των αναλυτών, τα επιτόκια θα παραμείνουν στο 3% έως και το δεύτερο μισό του 2024 για να αρχίσουν να μειώνονται με σταδιακά βήματα στη συνέχεια. Ωστόσο, αν έχουμε μία ευχάριστη έκπληξη και οι τιμές του φυσικού αερίου υποχωρήσουν περαιτέρω, θα έρθει πιο σύντομα και η πρώτη επιτοκιακή μείωση.
Ο αντίκτυπος στα νοικοκυριά και την ανάπτυξη
Παράλληλα οι χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα, αφού πρωτίστως σημαίνουν μικρότερη των αρχικών εκτιμήσεων πτώση για το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών και πιο ισχυρή αγοραστική δύναμη. Θα δούμε επίσης τομείς εντάσεως ενέργειας στην βιομηχανία να αναρρώνουν.
Η όποια τονωτική ένεση ωστόσο από τις χαμηλές τιμές του καυσίμου θα είναι περιορισμένη, προειδοποιεί η CE, εξηγώντας πως οι εντάσεως ενέργειας κλάδοι καλύπτουν μόλις το 3% του ΑΕΠ της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ακόμη και εάν καλυφθεί όλο το χαμένο έδαφος της περασμένης χρονιάς, δεν θα προστεθεί παρά μόνο 0,3% στο ΑΕΠ. Το μεγάλο αγκάθι για την ανάπτυξη, σύμφωνα με τους αναλυτές της εταιρείας, θα είναι η έλλειψη εργατικόυ δυναμικού.