"Blow up", το αριστούργημα του Αντονιόνι η επόμενη προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης Πατρών

1 year ago 72

BLOW-UP

·         Παραγωγή: Κάρλο Πόντι

·         Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι

·         Σενάριο: Μικελάντζελο Αντονιόνι, Τονίνο Γκουέρα, Έντουαρντ Μποντ

·         Φωτογραφία: Κάρλο Ντι Πάλμα

·         Μοντάζ: Φρανκ Κλαρκ

·         Μουσική: Χέρμπερτ Χάνκοκ

·         Πρωταγωνιστούν: Ντέιβιντ Χέμινγκς, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Σάρα Μάιλς

·         Χώρα:  Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, ΗΠΑ. (Έγχρωμη)

·         Διάρκεια: 111΄

Διακρίσεις:  9 Βραβεία και 11 Υποψηφιότητες
Academy Awards, USA 1967 , Υποψήφιο για Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Σεναρίου.
BAFTA Awards 1968,Υποψήφιο για Βραβείο Σκηνοθεσίας, Καλύτερης ταινίας και Φωτογραφίας.
Cannes Film Festival 1967 Βραβείο Χρυσός Φοίνικας.
Faro Island Film Festival 1966, Μέγα Βραβείο της Επιτροπής.
French Syndicate of Cinema Critics 1968, Βραβείο Κριτικών, για καλύτερη ξένη ταινία.
Italian National Syndicate of Film Journalists 1968, Βραβείο Silver Ribbon, καλύτερη σκηνοθεσία
Kansas City Film Critics Circle Awards 1967, Βραβείο Σκηνοθεσίας.
Laurel Awards 1967, Χρυσό Βραβείο
National Society of Film Critics Awards, USA 1967, 2 Βραβεία καλύτερη ταινία, καλύτερη σκηνοθεσία.
Online Film & Television Association 2022, Hall of Fame, Βραβείο ταινίας μυθοπλασίας.
To αριστούργημα του Μικελάντζελο Αντονιόνι, μια από τις πιο αινιγματικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά. Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ Καννών. Σε επανέκδοση με νέες αποκατεστημένες κόπιες.

Ο πιο μοντέρνος, ευρηματικός, σέξι, cool και πολυεπίπεδος κινηματογραφικός στοχασμός πάνω στο σύγχρονο lifestyle και την αδιέξοδη σχέση του με την αλήθεια που το περιβάλλει. Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες και σημείο αναφοράς της ποπ κουλτούρας.

Πολλές ταινίες έχουν κατά καιρούς διεκδικήσει τον τίτλο του κινηματογράφου γρίφου, ελάχιστες όμως, τον έχουν κατακτήσει, τόσο θριαμβευτικά, τόσο αινιγματικά, τόσο απολαυστικά και τόσο αναπόδραστα εθιστικά, όσο το «Blow-Up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, το οποίο αποτέλεσε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία της καριέρας του, κερδίζοντας αφενός το Χρυσό Φοίνικα πριν από πενήντα πέντε χρόνια και φτάνοντας μέχρι την τιμητική (περισσότερο για την Ακαδημία και λιγότερο για τον σκηνοθέτη) υποψηφιότητα για Οσκαρ Σκηνοθεσίας, αποτυπώνοντας αφετέρου μοναδικά μία ολόκληρη εποχή και νοηματοδοτώντας εκ νέου τη σχέση μεταξύ εικόνας και βλέμματος, πραγματικότητας και αλήθειας στην κινηματογραφική οθόνη.

Η πρώτη από τις τρείς ταινίες που γύρισε ο Αντονιόνι εκτός ιταλικών συνόρων μετά από το αδιανότητο σερί των τεσσάρων αριστουργημάτων της απόξένωσης στη χώρα του («Περιπέτεια», «Νύχτα», «Εκλειψη» και «Κόκκινη Ερημος») τον μετέφερε στο swinging London των μέσων της δεκαετίας του 60, σε μια νέα πολύχρωμη μητρόπολη της μόδας και της μουσικής, όπου οι φωτογράφοι και τα μοντέλα ήταν οι νέοι σταρ και όλα κινούνταν σε μια οργασμικά δημιουργική περιρρέουσα ατμόσφαιρα ράθυμης ανεμελιάς και υπερχειλίζοντος ερωτισμού. Σ’ αυτό το μεταβαλλόμενο τοπίο των αμέτρητων και απίθανων δυνατοτήτων, όπως έξοχα προοικονομείται από τα πλάνα μίας πόλης σε διαρκή ανοικοδόμηση και την άφιξη ενός άναρχου μπουλουκιού καλλιτεχνών, ο Αντονιόνι, αντλώντας έμπνευση από ένα διήγημα του Χούλιο Κορτάζαρ, τοποθέτησε πίσω από το διονυσιασμό της ποπ κουλτούρας την αμφιβολία της ψευδαίσθησης που ελλοχεύει πίσω από οποιαδήποτε προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία.

Ο Τόμας, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι ένας διάσημος φωτογράφος, ικανός να έχει οποιαδήποτε γυναίκα θέλει διαθέσιμη στο κρεβάτι του και μπροστά από το φακό του, πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένας άνθρωπος της εποχής του. Οδηγεί ένα σπορ κάμπριο αυτοκίνητο, μένει σε ένα άψογα διακοσμημένο σπίτι που λειτουργεί κι ως στούντιο και κουβαλά παντού την φωτογραφική μηχανή του, έτοιμος να συλλάβει και να απαθανατίσει ανά πάσα στιγμή αυτό που κεντρίζει την προσοχή του. Μετά από μια φωτογράφιση μόδας που κινηματογραφείται ως ερωτική πράξη με το διάσημο μοντέλο της εποχής Βερούσκα (που υποδύεται φυσικά τον εαυτό του), πηγαίνει μια βόλτα σε ένα γειτονικό πάρκο, όπου η θέα ενός ζευγαριού θα τον εμπνεύσει για μια σειρά φωτογραφιών από διάφορες οπτικές γωνίες, ένα υλικό που θεωρεί ιδανικό για το επερχόμενο βιβλίο του, καθώς νομίζει ότι αποπνέει ηρεμία.

Οταν όμως η γυναίκα τον αντιληφθεί και ζητήσει επίμονα τις φωτογραφίες και το αρνητικό, φτάνοντας μέχρι το σημείο να τον επισκεφτεί στο σπίτι του και να τον αποπλανήσει για να επιτύχει το σκοπό της, η εμφάνιση του φιλμ θα αποκαλύψειμ με μια σειρά διαδοχικών μεγεθύνσεων που καταλήγουν στα όρια του πουαντιγισμού, αρχικά ένα όπλο και μετά ένα πτώμα. Τι είδε τελικά ο Τόμας στο πάρκο; Απέτρεψε έναν φόνο ή προκάλεσε έναν άλλο; Και τι απέγινε η μυστηριώδης γυναίκα που ξαφνικά εξαφανίζεται χωρίς ίχνη; Ο φωτογράφος θα επισκεφτεί την ίδια νύχτα το πάρκο και θα δει ιδίοις όμμασι το πτώμα κάτω από μια αδιευκρίνιστη neon πινακίδα, στην επιστροφή του όμως στο σπίτι οι φωτογραφίες θα έχουν εξαφανιστεί και το πτώμα θα ακολουθήσει την επόμενη ημέρα την ίδια πορεία.

Αυτό το υλικό που στα χέρια οποιουδήποτε άλλου σκηνοθέτη θα έδινε την αφορμή για ένα συναρπαστικό και αγωνιώδες αστυνομικό θρίλερ μετατρέπεται στα χέρια (και κυρίως τη ματιά) του Αντονιόνι σε έναν στοχασμό για την απατηλή υφή της πραγματικότητας. Σε ένα σύμπαν όπου όλα είναι αφηρημένα και αμφίσημα, παροδικά και εφήμερα σαν τη μόδα και τα σεξουαλικά ήθη της εποχής, δεν υπάρχει πλέον καμία βεβαιότητα, ούτε καν γι’ αυτό που εμπειρικά βιώνεται. Αντίθετα, όλα όσα ζει ο Τόμας και όλα νομίζει πως βλέπει ο θεατής τίθενται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, αποδομούνται, γκρεμίζονται και ανασυντίθενται σαν την ίδια την πόλη που αποκτά σε κάθε στροφή ένα διαφορετικό πρόσωπο.

Αλλά και η ίδια η καλλιτεχνική δημιουργία μοιάζει a priori με μια ατελής και εκ των πραγμάτων ατελέσφορη ανασύσταση της πραγματικότητας, όχι μόνο μέσα από τα μάτια και το μάτι του φακού του Τόμας, αλλά και αναστοχαστικά του ίδιου του κινηματογραφικού μέσου. Η φωτογραφία, αυτό που θεωρείται από όλους αδιάψευστο τεκμήριο, μπορεί να είναι εξίσου παραπλανητικό με την ονειροφαντασία, κάτι ανοιχτό σε υποκειμενικές αξιολογήσεις, κρίσεις και αποτιμήσεις, όπως οι ζωγραφικοί πίνακες του φίλου και γείτονα του Τόμας, τους οποίους ο Αντονιόνι αντιστικτικά παραθέτει γεμάτους ζωή και χρώμα απέναντι στα ασπρόμαυρα κάδρα.

Κι όχι μόνο αυτό. Η χειραγώγηση της πραγματικότητας και η πεισματική άρνηση για οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα διαποτίζουν κάθε πλάνο και κάθε ήχο της ταινίας, μέχρι τη τελευταία σεκάνς, το νομοτελειακό αποκορύφωμα της προβληματικής της ταινίας, τον περιβόητο και μυθικό πλέον αγώνα τένις των μίμων χωρίς μπάλα. Εκεί όπου στο απεριόριστο και αχανές πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας και της αντονιονικής πλανοθεσίας το ψέμα και η αλήθεια, η γνώση και η άγνοια, η ψευδαίσθηση και η πραγματικότητα γίνονται μια ενιαία και αδιάρρηκτη ενότητα. Εκεί όπου η κινηματογραφική τέχνη κατακτά ίσως την υψηλότερη κορυφή της.

Τάσος Χατζηευφραιμίδης (23 Ιούν.2022)

Στο Swinging London των 60s ένας επιτυχημένος φωτογράφος μόδας φωτογραφίζει τυχαία μια γυναίκα στο πάρκο και ανακαλύπτει πως έχει μπλεχτεί σε μια πιθανή υπόθεση φόνου.

Μετά την "Κόκκινη Έρημο" (1964) ο Μικελάντζελο Αντονιόνι αποφασίζει να φύγει από την Ιταλία για το Λονδίνο, αποδεχόμενος μια πρόταση του παραγωγού Κάρλο Πόντι για τρεις αγγλόφωνες ταινίες με την MGM. Επιθυμεί να εξελίξει τόσο τη θεματική όσο και την αισθητική της "τριλογίας της αποξένωσης" ("Η Περιπέτεια", "Η Νύχτα", "Η Έκλειψη"), κάτι το οποίο επιχείρησε πειραματιζόμενος με το χρώμα στην "Κόκκινη Έρημο", χωρίς όμως να απομακρυνθεί από τα κινηματογραφικά ερωτήματα που τον απασχολούν. Κι ένα απ’ αυτά, δεμένα απόλυτα με το μοντέρνο σινεμά και τη δική του, φαινομενολογική οπτική, είναι η σχέση αλήθειας και ψέματος, όπως και γεγονότος και αναπαράστασής του, στον σύγχρονο χαοτικό κόσμο της παντοδυναμίας της εικόνας.


Πιστός στις ιδέες του μοντερνισμού, ο οποίος αντέδρασε στις συντηρητικές αξίες του ρεαλισμού, ο Αντονιόνι αμφισβητεί πως μια καθολικά αποδεκτή ερμηνεία της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι δυνατόν να προσεγγιστεί χάρη στον ορθολογισμό: "Γνωρίζουμε ότι κάτω από την εικόνα που αποκαλύπτουμε υπάρχει μια άλλη, πιο πιστή στην πραγματικότητα, και κάτω απ’ αυτήν υπάρχει ακόμα μια άλλη, και ξανά μια άλλη κάτω από την τελευταία. Ως την αληθινή εικόνα εκείνης της απόλυτης, μυστηριώδους πραγματικότητας που κανένας δεν θα δει ποτέ", δηλώνει ο ίδιος. Ξεκινά λοιπόν από το διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ "Τα σάλια του διαβόλου" και από τη ζωή του φωτογράφου Ντέιβιντ Μπέιλι, ακολουθώντας την περιπλάνηση του Τόμας στο Swinging London των 60s. Ενός επιτυχημένου φωτογράφου μόδας με πληκτικά φανταχτερή καθημερινότητα, η οποία μοιάζει να φορτίζεται με νόημα όταν ένα πρωί φωτογραφίζει τυχαία μια γυναίκα στο πάρκο. Μεγεθύνοντας τη φωτογραφία ανακαλύπτει πως έχει μπλεχτεί σε μια πιθανή υπόθεση φόνου, με τον Αντονιόνι να παρακολουθεί τη μάταιη προσπάθεια διαλεύκανσής της όπως ένα φιλμ νουάρ ακολουθεί τον ιδιωτικό ντετέκτιβ του, καθώς χάνεται όλο και βαθύτερα σε ένα δαίδαλο θολών κινήτρων και ανεξιχνίαστων διαπλοκών.


Με ένα λαμπερό, μα ψυχρό στιλιζάρισμα, το "Blow-up", το οποίο απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών και χάρισε στον Αντονιόνι τις δύο μοναδικές οσκαρικές υποψηφιότητές του (σκηνοθεσίας και σεναρίου), περιγράφει μια απατηλή, αβέβαιη πραγματικότητα, που παραμονεύει "κάτω" από ένα παραισθησιακό lifestyle. Η σκηνή στο ροκ κονσέρτο των Yardbirds, όπου η μάχη μέχρις εσχάτων για μια σπασμένη κιθάρα χάνει κάθε νόημα μόλις ο Τόμας εγκαταλείπει το κλαμπ, αποτυπώνει αριστουργηματικά έναν σύγχρονο άνθρωπο παγιδευμένο ανάμεσα σε έναν αποκλεισμένο, αυτοαναφορικό μικρόκοσμο (την ιδιωτική ζωή) κι έναν ακατανόητο, αλλοπρόσαλλο μακρόκοσμο (τις κοινωνικές αναφορές). Η δε εκείνη του φινάλε, με το αόρατο μπαλάκι του τένις, την πλήρη παραίτησή του από την εύρεση της αλήθειας, όπου η τέχνη (η περφόρμανς των κλόουν) είναι η μόνη "πλαστή" παρηγοριά.

Χρήστος Μήτσης 30 Ιουνίου 2022

Michelangelo Antonioni (1912-2007)
Γεννήθηκε στη Φεράρα και πέθανε στη Ρώμη, Ιταλία. Μαζί με τον Φελίνι, Μπέργκμαν και Κουροσάβα, θεωρείται θεμελιωτής του μοντέρνου καλιτεχνικού κινηματογράφου.  Επιπλέον το σινεμά του Αντονιόνι δεν κατατάσεται εύκολα σε κάποια κατηγορία, αφού οι ταινίες του αφορούν μια ιδιότυπη κατηγορία από μόνες τους.  Χαρακτηριστικά, του απενεμήθηκε Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών 1960, για την «Περιπέτεια», «για τη συμαντική του συνεισφορά στην έρευνα και αποκάλυψη μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας».  Στις ταινίες του συνήθως περιγράφει τη ζωή και τις συνήθειες της ιταλικής μεσαίας και ανώτερης τάξης. Αγνοεί τα παραδοσιακά κινηματογραφικά όρια και εξερευνά ένα συνεχώς μεταβαλόμενο εσωτερικό τοπίο, όπως εκφράζεται μέσω της αρχιτεκτονικής και του αστικού τοπίου.  Αντικείμενα, σχήματα και συναισθήματα αποκαλύπτονται από την κίνηση της κάμερας και το βάθος πεδίου.
Γόνος μιας μεσαίας τάξης οικογένειας, σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Bologna, όπου και συμμετείχε στη δημιουργία θεατρικού σχήματος.  Ζωγράφιζε, έγραφε κινηματογραφικές κριτικές και εργάστηκε σε οικονομικές θέσεις κινηματογραφικών παραγωγών. Σε πολλές από τις ταινίες του πρωταγωνίστησε η μούσα του, Μόνικα Βίτι.  
Φιλμογραφία:  Eros (2004), Lo sguardo di Michelangelo (Short 2004), Sicilia (Short 1997), Πέρα από τα σύννεφα (1995), Noto, mandorli, Vulcano, Stromboli, carnevale (Short 1992), 12 registi per 12 città (segment Roma 1989), Kumbha Mela (Short 1989), Gianna Nannini: Fotoromanza (Music Video 1984), Ritorno a Lisca Bianca (TV Short 1983), Identificazione di una donna (1982), Το μυστήριο του Όμπερβαλντ (1980), Επάγγελμα: Ρεπόρτερ (1975), Chung Kuo - Cina (1972), Zabriskie Point (1970), Blow-Up (1966), I tre volti (segment Il provino, 1965), Η κόκκινη έρημος (1964), Il fiore e la violenza (segment Il delitto 1962), Η έκλειψη (1962), Η νύχτα (1961), Η περιπέτεια (1960), Nel segno di Roma (last days of shooting, uncredited, 1959), Η κραυγή (1957), Le amiche (1955), L'amore in città (segment Tentato suicidio, 1953), I vinti (1953), Η κυρία χωρίς καμέλιες (1953), Cronaca di un amore (1950), La villa dei mostri (Short 1950), La funivia del Faloria (Short 1950), L'amorosa menzogna (Short 1949), Roma-Montevideo (Short 1948), Superstizione (Short 1948), Sette canne, un vestito (as Michelangiolo Antonioni, Short 1948), N.U. (Short 1948), Gente del Po (Short 1947).

Read Original