Aναπροσαρμόζονται, βάσει του πληθωρισμού (9,6%), οι εισφορές των ελευθέρων επαγγελματιών στον ΕΦΚΑ, με απόφαση του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνου Τσακλόγλου, με βάση τις προβλέψεις του νόμου 4670/2020.
Έτσι, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ένας ελεύθερος επαγγελματίας με ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ, ο οποίος με τον νόμο Κατρούγκαλου πλήρωσε αρχικά 449 ευρώ τον μήνα και με τον νόμο 4670/2020 (νόμος Βρούτση) για την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία πλήρωνε 210 ευρώ, από τώρα και στο εξής θα πληρώνει 230 ευρώ.
Αντίστοιχα, ένας ελεύθερος επαγγελματίας με εισόδημα 30.000 ευρώ, ο οποίος με τον νόμο Κατρούγκαλου πλήρωνε αρχικά 674 ευρώ και με τον νόμο Βρούτση περιόρισε τις εισφορές του μόνο στα 210 ευρώ, τώρα θα πληρώνει επίσης 230 ευρώ.
Σημειώνεται ότι την κατώτερη ασφαλιστική κατηγορία έχει επιλέξει πάνω από το 80% των ελευθέρων επαγγελματιών.
Σύμφωνα με την απόφαση, οι νέες εισφορές ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2023 και κλιμακώνονται σε έξι διαφορετικές κλάσεις. Οι ασφαλισμένοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ελεύθερα την κλάση των εισφορών που θα πληρώνουν. Παράλληλα, με απόφαση της διοίκησης του ΕΦΚΑ παρατείνεται μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 2023 η δυνατότητα επιλογής ασφαλιστικής κατηγορίας.
Ακολουθούν ενδεικτικά παραδείγματα για το ύψος των εισφορών μη μισθωτών:
Παραδείγματα εισφορών κύριας σύνταξης και υγείας μη μισθωτών ανά κατηγορία εισοδήματος, έτος και ασφαλιστική κατηγορία
Από τα παραδείγματα προκύπτει, όπως υπογραμμίζει το υπουργείο, ότι οι εισφορές το 2023 μετά την αναπροσαρμογή είναι σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με εκείνες που επέβαλε το 2017 ο νόμος Κατρούγκαλου, αλλά και με τις εισφορές που καθιερώθηκαν το 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση, μετά από την θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσε ο νόμος Κατρούγκαλου.
Σύμφωνα με το υπουργείο, η αναπροσαρμογή των εισφορών κάθε έτος είναι αναγκαία για τους εξής λόγους:
«Πρώτον, διότι η αγνόηση του πληθωρισμού στις εισφορές, θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα σε χαμηλότερες συντάξεις. Αν δεν υπήρχε ένας μηχανισμός αναπροσαρμογής εισφορών, θα οδηγούμασταν σε απαξίωση της αξίας των εισφορών υπονομεύοντας τις μελλοντικές συντάξεις των ασφαλισμένων, ιδιαίτερα δε σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων όπως αυτή που διανύουμε. Γι’ αυτό το λόγο, σε κάθε σύστημα ασφαλιστικών εισφορών υπάρχει ένας μηχανισμός αναπροσαρμογής, προκειμένου να εξασφαλίζεται η πραγματική τους αξία.
Δεύτερον, διότι οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων καλύπτονται σε σημαντικό βαθμό από τις εισφορές των εν ενεργεία ασφαλισμένων. Το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι διανεμητικό, όπως γενικά συμβαίνει στην Ευρώπη, πράγμα που σημαίνει ότι οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων καλύπτονται σε σημαντικό βαθμό από τις εισφορές των εν ενεργεία ασφαλισμένων. Κάθε αναπροσαρμογή των συντάξεων θα πρέπει να καλύπτεται και από αντίστοιχες εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Διαφορετικά το ασφαλιστικό σύστημα θα μπει και πάλι σε έναν φαύλο κύκλο αυξανόμενων ελλειμμάτων με προφανείς κινδύνους για τη βιωσιμότητά του.
Τρίτον, διότι το ασφαλιστικό μας σύστημα οφείλει να λειτουργεί με όρους δικαιοσύνης και αναλογικής κατανομής των βαρών με βάση τις δυνατότητες του κάθε ασφαλισμένου. Σήμερα επικρατεί το παράδοξο, οι εισφορές για κύρια σύνταξη των αυτοαπασχολούμενων που επιλέγουν την πρώτη ασφαλιστική κατηγορία (περισσότεροι από 8 στους 10 επιλέγουν αυτή την κατηγορία) να είναι χαμηλότερες ακόμη και από εκείνες που καταβάλουν οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό! Συγκεκριμένα το 2022 η μηνιαία εισφορά για σύνταξη και υγεία για τους μη μισθωτούς στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία ήταν 210 ευρώ τον μήνα. Αντιστοίχως, οι εισφορές ενός μισθωτού που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, διαμορφώθηκαν πέρυσι (μετά τη διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού) σε 225,4 ευρώ τον μήνα (με αναγωγή για 14 μισθούς). Υπάρχει δηλαδή το ενδεχόμενο ένας εργοδότης να πληρώνει για δικές του εισφορές λιγότερα χρήματα από τις εισφορές που αντιστοιχούν σε υπάλληλό του ο οποίος αμείβεται με τον κατώτατο μισθό!».
Σε σχετική δήλωσή του, ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, επισήμανε πως «σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, οι εισφορές των ασφαλιστικών κλάσεων των ελευθέρων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων για τα χρόνια 2023 και 2024 προσαυξάνονται κατά το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη μεταβολής μισθών της προηγούμενης χρονιάς, δηλαδή στο 9,6% για το τρέχον έτος, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Ο κορμός του ασφαλιστικού μας συστήματος είναι διανεμητικός. Η αναπροσαρμογή των εισφορών είναι απαραίτητη προκειμένου αφενός μεν οι συντάξεις των ελευθέρων επαγγελματιών να τους εξασφαλίζουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στο μέλλον, αφετέρου δε να διατηρούνται οι δημοσιονομικές ισορροπίες με δεδομένη την αύξηση των συντάξεων που λαμβάνει χώρα μετά από 12 χρόνια».