Εχει ειπωθεί πως η Ευρώπη, και κατ’ επέκταση η Ε.Ε., δυναμώνει από τις κρίσεις. Αυτό είναι εν μέρει αληθές. Στην πραγματικότητα, κάποιες φορές δυναμώνει και κάποιες φορές αποδυναμώνεται. Για παράδειγμα, θα έπρεπε κανείς να είναι πολύ ρομαντικός ή «ευρωοπτιμιστής» για να υποστηρίξει ότι η προσφυγική κρίση του 2015-16 δυνάμωσε την Ευρώπη. Στις δύο τελευταίες μεγάλες κρίσεις της, ωστόσο, η Ευρώπη φαίνεται να ξεπέρασε πολλά προβλήματα. Στην πανδημία και στον πόλεμο της Ουκρανίας είδαμε το μοτίβο της «πρόκλησης και της απάντησης», το οποίο ο ιστορικός Αρνολντ Τόινμπι είχε αναγνωρίσει ως έναν από τους κινητήριους μηχανισμούς της Ιστορίας.
Υστερα από µια αργή εκκίνηση, η Ε.Ε. απάντησε στις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας με ένα γενναίο βήμα προς τα εμπρός: εκταμίευσε πάνω από 750 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης για τις χώρες-μέλη της, με το πρόγραμμα NextGenerationEU. Με αυτή την κίνηση, δύο στερεότυπα σχετικά με την Ενωση κατέρρευσαν ταυτόχρονα. Το χρέος που δημιουργήθηκε μοιράστηκε μεταξύ των κρατών-μελών ενώ μεγάλο μέρος των χρημάτων του Ταμείου Ανάκαμψης θα δοθεί ως δωρεά και όχι ως δάνειο στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο, όπως η Ιταλία. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έκαναν επιτέλους αυτό που έπρεπε να έχουν κάνει στην κρίση της Ευρωζώνης το 2010.
Ακόμη πιο αξιοσημείωτη, όμως, υπήρξε η αντίδραση στον πόλεμο της Ουκρανίας. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες εθνικιστών όπως ο Βίκτορ Ορμπαν, οι Ευρωπαίοι εκδήλωσαν την αλληλεγγύη τους με δέκα πακέτα οικονομικών κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία. Οι Ουκρανοί πρόσφυγες υπήρξαν καλοδεχούμενοι. Υστερα από μια αργή εκκίνηση –και οι αργές εκκινήσεις είναι δεδομένες όταν έχεις μια ένωση 27 ουσιωδώς αυτόνομων κρατών– η Ε.Ε. δίνει 18 δισ. ευρώ οικονομική ενίσχυση στην Ουκρανία κι επιπλέον πολλά ξεχωριστά μέλη έχουν δώσει εντυπωσιακά μεγάλη στρατιωτική βοήθεια στη χώρα. Σε μία κίνηση που θα έμοιαζε απίθανη πριν από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, ένα μεγάλο κοινό ευρωπαϊκό ταμείο έχει ιδρυθεί για να κάνει στρατιωτικές αγορές μεγάλης κλίμακας με σκοπό να σταλούν εκεί. Επιπλέον, είδαμε την Ε.Ε. ύστερα από χρόνια να αναλαμβάνει στρατηγικές πρωτοβουλίες. Η Ενωση έχει πλέον στα σκαριά ένα μεγάλο γεωστρατηγικό σχέδιο το οποίο περιλαμβάνει την ενσωμάτωση της Ουκρανίας, της Μολδαβίας και πιθανώς της Γεωργίας, όπως και των Δυτικών Βαλκανίων, κι ένα δεύτερο σχέδιο στους αλληλοσυνδεόμενους τομείς της ενεργειακής ασφάλειας και της πράσινης μετάβασης. Η Ε.Ε. απολαμβάνει επίσης σημαντική υποστήριξη. Η τελευταία δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου υποδηλώνει ότι, κατά μέσον όρο στα 27 κράτη-μέλη, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες τείνουν να εμπιστεύονται τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. περισσότερο από τις δικές τους εθνικές κυβερνήσεις. Το 45% έχει γενικά θετική εικόνα για την Ε.Ε., έναντι 18% αρνητικής. Το 62% δηλώνει αισιόδοξο για το μέλλον της Ε.Ε., έναντι 35% που είναι απαισιόδοξοι.
Η Ε.Ε. έχει πολλές προκλήσεις να αντιμετωπίσει· είναι ισχυρή, αλλά χρειάζεται να γίνει πολύ ισχυρότερη στο μέλλον.
Πάμε όµως στα κακά νέα. Οι πολιτικές πολλών κρατών-μελών αφηγούνται μια πολύ διαφορετική ιστορία από αυτή που μας λένε οι κυρίαρχοι θεσμοί, και οι έξωθεν προκλήσεις που δέχεται η Ενωση είναι μεγαλύτερες από ποτέ. Εάν σκάψουμε λίγο βαθύτερα σε αυτές τις δημοσκοπήσεις, θα βρούμε ένα διαρκές ερώτημα που πάντοτε με απασχολούσε. Το Ευρωβαρόμετρο θέτει κάθε χρόνο την ερώτηση: «Πιστεύετε πως η χώρα σας θα αντιμετώπιζε το μέλλον καλύτερα εάν βρισκόταν εκτός της Ε.Ε.;». Πριν από την έξοδο της Βρετανίας, το 2016, στο ερώτημα αυτό είχε απαντήσει θετικά ένας μέσος όρος της τάξεως του 34% πανευρωπαϊκά. Φέτος, σε μια Ευρώπη των 27 πλέον μελών, ο μέσος όρος εκείνων που θέλουν να αποχωρήσει η χώρα τους από την Ε.Ε. ανέρχεται στο 27%. 42% στη Σλοβενία, 41% στην Κροατία, 40% στην Αυστρία. Ακόμη και στο Βέλγιο που έχει παραχωρήσει γενναιόδωρα την πρωτεύουσά του στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι αρνητές της φτάνουν στο 33%. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι κάποια από τις χώρες-μέλη αναμένεται να ακολουθήσει σύντομα το βρετανικό παράδειγμα. Οσα έχουν συμβεί στη Βρετανία από την αποχώρηση και μετά μάλλον θα τους αποθαρρύνουν. Σημαίνει όμως ότι πολλοί Ευρωπαίοι είναι δυσαρεστημένοι με την Ε.Ε., και οι εθνικιστές ηγέτες τους επιθυμούν να αλλάξουν την Ενωση από μέσα παρά να την εγκαταλείψουν. Απροσδόκητα, λιγότεροι Ούγγροι (27%) παρά Γάλλοι (28%) επιθυμούν την έξοδο. Η Ουγγαρία, πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν είναι πλέον δημοκρατία. Οι τρέχοντες ηγέτες της Πολωνίας, εάν νικήσουν τις καίριες εκλογές του φθινοπώρου, θα συνεχίσουν έναν ορμπανισμό α λα πολονέζ.
Στην Αυστρία, το ακροδεξιό και σκληρά αντιμεταναστευτικό κόμμα προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Η Ιταλία έχει μια «μετα-νεο-φασιστική» κυβέρνηση και ας συμπεριφέρεται με υπευθυνότητα στα διεθνή ζητήματα. Οι μαζικές διαδηλώσεις στη Γαλλία δεν προμηνύουν τα καλύτερα για το νεοφιλελεύθερο κέντρο του Εμανουέλ Μακρόν – πολλοί αναλυτές ήδη υποστηρίζουν πως η πιθανότερη νικήτρια για τις εκλογές του 2027 είναι η Μαρίν Λεπέν. Και όλα αυτά χωρίς να γίνεται λόγος για τους εκτός Ενωσης κινδύνους. Μια νέα φιλική προσέγγιση του Πούτιν στον Σι Τζινπίνγκ. Μία Αμερική που δεν αποκλείεται να γίνει ξανά τραμπική τον ερχόμενο χρόνο – με ή χωρίς τον Τραμπ. Την παγκόσμια υπερθέρμανση να οδεύει προς το να ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό, με τις συνέπειες ήδη ορατές στον καιρό. Εναν παγκόσμιο πληθυσμό που μόλις ξεπέρασε τα 8 δισεκατομμύρια. Το ταξικό χάσμα να είναι μεγαλύτερο από ποτέ, με τεράστιες διαφορές ανάμεσα στις πλούσιες και στις φτωχές χώρες. Α, ναι, και την πιθανότητα μιας ένοπλης σύγκρουσης ανάμεσα στην Αμερική και στην Κίνα. Να συνεχίσω;
Η Ενωση είναι ισχυρή. Αλλά χρειάζεται να γίνει πολύ ισχυρότερη στο μέλλον εάν θέλει να αντιμετωπίσει αυτές τις έξωθεν αλλά και έσωθεν προκλήσεις.
Ο κ. Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.