Άρθρο του Π. Κριάρη στην «Κ»: Τι συμβαίνει με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας;

1 year ago 53
 Τι συμβαίνει με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας;

Η Apple είναι η μόνη εξαίρεση που φαίνεται να αντέχει την καταιγίδα, παρόλο που η κεφαλαιοποίησή της έχει υποχωρήσει κατά περίπου 27% από την αρχή του 2022. Φωτ. Reuters

Από την αρχή του 2022 οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας –γνωστές συλλογικά και ως BigTech ή ακόμη και με το αρκτικόλεξο GAFAM από τα αρχικά τους (Google, Amazon, Facebook, Apple, Microsoft)– έχουν απολέσει συγκεντρωτικά περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε κεφαλαιοποίηση. Η χρηματιστηριακή αξία της Amazon είναι μειωμένη κατά περίπου 80%, της Google κατά 60%, ενώ το ποσοστό για τη Meta (πρώην Facebook) πλησιάζει το 70%. Τι ακριβώς συμβαίνει;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες –ηλεκτρονικό εμπόριο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μηχανές αναζήτησης, διαφήμιση ή ακόμη και υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους– οι εταιρείες αυτές έχουν συγκλίνει σε ένα (κοινό) επιχειρηματικό μοντέλο πλατφόρμας, που εδράζεται σε ψηφιακά οικοσυστήματα διασυνδεδεμένων υπηρεσιών. Η μοναδική τους θέση (μέγεθος, δίκτυο, δεδομένα, κερδοφορία, πελατειακή βάση) επέτρεψε μέσα σε λίγα μόνο χρόνια, όχι μόνο να γιγαντωθούν αλλά και να εδραιωθούν ανάμεσα στις πολυτιμότερες εταιρείες παγκοσμίως (βάσει κεφαλαιοποίησης), εκτοπίζοντας παραδοσιακά ονόματα όπως η General Electric, η Shell ή η IBM. Ακόμη και μετά την προαναφερθείσα απώλεια των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, οι τέσσερις από τις πέντε BigTechs (εξαιρείται η Meta) βρίσκονται εντός της πρώτης δεκάδας του παγκόσμιου επιχειρείν.

Οι GAFAMs ευδοκίμησαν ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν πολλές άλλες εταιρείες ανά τον κόσμο έκαναν χρήση κρατικών κεφαλαίων για να μη χρεοκοπήσουν: συνολικά αύξησαν τα κέρδη τους κατά περισσότερο από 55% το 2021, ξεπερνώντας το 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια σε έσοδα. Αν ήταν έθνος θα κατατασσόταν στη 13η θέση όσον αφορά το ΑΕΠ, ακριβώς πίσω από τη Βραζιλία και μπροστά από την Αυστραλία (πηγές World Bank, Market Watch).

Ωστόσο, το σημερινό μακροοικονομικό περιβάλλον έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα, ακόμη και για επιχειρήσεις αυτού του μεγέθους: ο πληθωρισμός – ρεκόρ, η αύξηση των επιτοκίων, η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος στην Ευρώπη και οι φόβοι για ύφεση είχαν τεράστιο αντίκτυπο στα αποτελέσματά τους: με βάση τις πρόσφατες ανακοινώσεις του γ΄ τριμήνου (2022), τα καθαρά κέρδη της Alphabet (Google) είναι μειωμένα κατά 27% σε σχέση με πέρυσι, ενώ η Amazon εξέδωσε απογοητευτικές προβλέψεις για το δ΄ τρίμηνο. Από την άλλη, η Meta, η οποία έχει τη χειρότερη απόδοση όλων, ανέφερε ότι τα κέρδη μειώθηκαν στο μισό κατά τη διάρκεια του γ΄ τριμήνου (από 9,2 δισ. δολάρια σε 4,4 δισ. δολάρια).

Πέραν των χρηματοοικονομικών μεγεθών και του αρνητικού επιχειρηματικού κλίματος, δύο παράγοντες φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτή την εξέλιξη:

Η χρηματιστηριακή αξία της Amazon είναι μειωμένη κατά περίπου 80%, της Google κατά 60%, ενώ το ποσοστό για τη Meta (πρώην Facebook) πλησιάζει το 70%.

– Επειτα από πολλά χρόνια διαρκώς αυξανόμενων αποτιμήσεων, βασιζόμενων κατά κύριο λόγο σε φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης και υπεραισιόδοξες ιδέες, οι επενδυτές αναζητούν σταθερά επιχειρηματικά σχέδια, κερδοφορία και βιωσιμότητα. Στοιχήματα, όπως η απόφαση της Meta να επενδύσει πολλά δισεκατομμύρια δολάρια στο metaverse (36 δισεκατομμύρια από το 2019), δεν έπεισαν τους επενδυτές, ακόμη και πριν από την έλευση της κρίσης. Είναι ενδεικτικό ότι η Meta πλέον δεν συγκαταλέγεται ούτε ανάμεσα στις 20 κορυφαίες εταιρείες παγκοσμίως (βάσει κεφαλαιοποίησης).

– Το ολιγοπώλιο ψηφιακής διαφήμισης αξίας 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Google (μέσω των μηχανών αναζήτησης) και της Meta (στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) υφίσταται πρωτόγνωρες πιέσεις, με τις εταιρείες σε όλο τον κόσμο να μειώνουν για πρώτη φορά τους προϋπολογισμούς ψηφιακού μάρκετινγκ. Με το μεγαλύτερο μέρος της διαφήμισης να έχει μεταφερθεί πλέον στο Διαδίκτυο, ένα φαινομενικά ακλόνητο επιχειρηματικό μοντέλο φαίνεται να εξαντλείται. Επιπλέον, νέοι παίκτες όπως η TikTok διεκδικούν (και καταλαμβάνουν) ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο από μια διαρκώς μειούμενη πίτα. Σύμφωνα με μελέτη της Omdia, τα διαφημιστικά έσοδα της TikTok θα αυξηθούν από τα 13 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022 σε 44 δισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2027, ενώ η TikTok Douyin (η εφαρμογή στην Κίνα) θα εκτιναχθεί από 28 δισεκατομμύρια δολάρια φέτος σε 76 δισεκατομμύρια δολάρια το 2027. Αυτό σημαίνει ότι το 2027 η TikTok θα αντιπροσωπεύει το 37% –περίπου 120 δισεκατομμύρια δολάρια– της συνολικής εκτιμώμενης ψηφιακής διαφημιστικής αγοράς (331 δισεκατομμύρια δολάρια), αρκετά παραπάνω από τη YouTube και τη Meta μαζί, που εκτιμάται ότι θα κατέχουν το 24% ή περίπου 77 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η Apple είναι η μόνη εξαίρεση που φαίνεται να αντέχει την καταιγίδα (παρόλο που η κεφαλαιοποίησή της έχει υποχωρήσει κατά περίπου 27% από την αρχή του 2022). Ο λόγος είναι διττός. Από τη μια έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα οικοσύστημα με πλήρη έλεγχο τόσο της αλυσίδας αξίας όσο και ολόκληρης της γκάμας των προϊόντων της. Επιπλέον, βρίσκεται στην ιδιαίτερα σπάνια θέση να ελέγχει τόσο το υλισμικό (hardware) όσο και το λογισμικό (software). Αυτά τα χαρακτηριστικά της επέτρεψαν να διατηρήσει τα τελευταία χρόνια το συνολικό περιθώριο κέρδους της στο εντυπωσιακό 42,3%! Από την άλλη, καθώς το κομμάτι των κινητών τηλεφώνων έχει φθάσει σε αναπτυξιακή ωριμότητα με 1,8 δισεκατομμύρια συσκευές σε κυκλοφορία παγκοσμίως, η Apple αναζητεί διαφοροποίηση των εσόδων και της ανάπτυξης μέσω των ψηφιακών διαφημίσεων. Η εισαγωγή κανόνων σχετικά με τις πληροφορίες απορρήτου (διαφάνεια παρακολούθησης εφαρμογών) ήδη από την άνοιξη του 2021, όχι μόνο έκανε δύσκολη τη ζωή των ανταγωνιστών της (Meta, Snap, Twitter), αλλά της επέτρεψε επίσης να εισέλθει και η ίδια στον χώρο της ψηφιακής διαφήμισης, με ετήσια έσοδα που εκτιμώνται σε 4-5 δισεκατομμύρια δολάρια (περίπου το μέγεθος του Twitter), σύμφωνα με το Bloomberg.

Βρισκόμαστε σε μια πρωτοφανή κατάσταση, όπου οι τεχνολογικοί κολοσσοί αισθάνονται τα όρια του επιχειρηματικού τους μοντέλου –παρά το μέγεθος, τους πόρους και τις οικονομίες κλίμακας που διαθέτουν– για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία. Κανείς δεν θέλει να έχει τη μοίρα της Nokia ή της Yahoo, οι οποίες έμοιαζαν κάποτε (επίσης) ανίκητες. Παρ’ όλα αυτά, ο κλονισμός της καθεστηκυίας τάξης μοιάζει αναπόφευκτος. Η διάσημη φράση του Τζεφ Μπέζος «το περιθώριό (κέρδους) σας είναι η ευκαιρία μου» παραμένει επίκαιρη, ωστόσο αυτή τη φορά (η ειρωνεία είναι ότι) είναι η Amazon και οι υπόλοιπες BigTech που βρίσκονται στην πλευρά των αμυνομένων.

Ο κ. Παναγιώτης Κριάρης είναι στέλεχος επιχειρήσεων στον χώρο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και του FinTech.

Read Original