Τα «Φώτα της πόλης» φώτισαν με τη μαγεία και τη λάμψη τους τη λάμψη ενός «διαφορετικού» ρομαντικού μιούζικαλ, τη Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» στο θέατρο Ρεξ, και πρόσφεραν μια ονειρική σχεδόν εμπειρία στους σύγχρονους θεατές. Η παράσταση είναι η σιωπηλή, τρυφερή και νοσταλγική ανάκληση ενός καλλιτεχνικού βιώματος από το παρελθόν, που ξεχωρίζει σαν μια σπάνια κινηματογραφική μινιατούρα, από το σύνολο των αισθητικά μεγαλόσχημων και συχνά υπερβολικών σύγχρονων μουσικών διασκευών των παλαιότερων ταινιών στο εγχώριο θεατρικό σύστημα.
Ο Τσάρλι Τσάπλιν γύρισε τα «Φώτα της πόλης» («City Lights», 1931) όταν οι παραγωγοί των ταινιών ασχολούνταν ενεργά με τον ανερχόμενο ομιλούντα κινηματογράφο. Η ταινία με τον υπότιτλο «Μια ρομαντική κωμωδία σε παντομίμα» είχε ως φόντο το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κραχ των αμερικανικών χρηματιστηρίων και ως θέμα την οδύσσεια ενός περιπλανώμενου αλητάκου, ο οποίος αγωνίζεται με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει τα χρήματα που θα χαρίσουν την όραση στην τυφλή ανθοπώλισσα, με την οποία είναι ερωτευμένος. Η Αμάλια Μπένετ, ο Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς και ο Θοδωρής Οικονόμου αξιοποίησαν την πρωτότυπη σεναριακή δομή και η χορογράφος Αμ. Μπένετ σκηνοθέτησε μια παράσταση συνόλου, όπου αναδεικνύονται ισοδύναμα όλες οι σκηνογραφικές, μουσικές και ερμηνευτικές δυνάμεις. Διατήρησε την αισθητική της ασπρόμαυρης ταινίας του βωβού κινηματογράφου και χρησιμοποίησε τα υλικά αυτού του είδους, όπως τα «γκαγκ», η παντομίμα, η ζωντανή μουσική επί σκηνής, η γλώσσα του σώματος και οι εκφράσεις του προσώπου, ως τεχνικές υποκριτικής και ηθοποιίας.
Η σκηνοθέτις έλυσε σωστά την εξίσωση του μετασχηματισμού της κλασικής μεθόδου «θέατρο εν θεάτρω» σε ένα είδος «σινεμά εν θεάτρω». Υλοποίησε μια πρωτότυπη ιδέα της κινηματογράφησης του ηχητικού αλλά όχι ομιλούντος κινηματογράφου μέσα στη θεατρική παράσταση. Ετσι το θεατρικό έργο «γυρίζεται» σε κινηματογραφικό στούντιο και αποτελεί ένα αληθινό σκηνικό επίτευγμα, μια γλυκόπικρη αποθέωση του μιούζικαλ, αυτού του δύσκολου και γοητευτικού είδους θεάτρου με μουσική. Ο Θοδωρής Οικονόμου (μουσική), η Τίνα Τζόκα (σκηνικά) και η Αμάλια Μπένετ (χορογραφία) επένδυσαν με σιωπή ένα τόσο δυναμικό μουσικό, χορευτικό, εικαστικό και ερμηνευτικό θέαμα. Η εναλλαγή των εκπληκτικών σκηνικών, συνδυαστικά με την εκφορά ηχητικών, φωτιστικών και κινητικών εφέ, δημιούργησε ένα συναρπαστικό παιχνίδι ρόλων, μια ατμόσφαιρα ρέμβης και μελαγχολίας καθώς ο θεατής παραδίδεται σε έναν ίλιγγο αδιάκοπης ροής και αλληλουχίας των εικόνων, των σκηνών και των πλάνων.
Ο Προκόπης Αγαθοκλέους είναι μια αποκάλυψη στον ρόλο του πάμφτωχου Τσάρλι Τσάπλιν.
Ο Προκόπης Αγαθοκλέους είναι μια αποκάλυψη στον ρόλο του πάμφτωχου Τσάπλιν, που παριστάνει στην τυφλή κοπέλα ότι είναι πλούσιος. Aεικίνητος, μελαγχολικός, γλυκός, τρυφερός και απελπισμένος. Η ερμηνεία του Αγαθοκλέους απέδωσε με υποκριτική ευφυΐα τον ιδιοφυή Τσάπλιν, σε μια αρμονική μείξη του κωμικού και του δραματικού στοιχείου. Ερμήνευσε τον ήρωα που διακρίνεται για την ιπποτική ευγένεια απέναντι στη γυναίκα, την ανιδιοτέλεια και τη μεγαλοψυχία, τη διαχρονική μορφή ενός ουμανιστή. Ξεχωρίζω το κινησιακό παραλήρημα του Αγαθοκλέους στη σκηνή του ρινγκ, καθώς σε μια απελπισμένη κίνηση να εξασφαλίσει τα χρήματα της εγχείρησης εμπλέκεται σε έναν αγώνα μποξ, εμφανίζεται στο ρινγκ με σακάκι και με κινήσεις slow motion διαγράφει το πιο μπαλετικό, χορευτικό και κωμικό μποξ που σκηνοθετήθηκε ποτέ σε θεατρική σκηνή. Το ακαριαίο πέρασμα του σώματος του ηθοποιού από τη μία δυνατή αίσθηση στην άλλη, ιδίως στη σκηνή όπου ο άγγελος κρατάει έναν κουβά και τον λούζει με ροδοπέταλα, συνθέτει αναμφίβολα μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της παράστασης.
Εξοχος ο Εκτορας Λυγίζος στον ρόλο του εκατομμυριούχου που γίνεται φίλος του αλήτη όταν είναι μεθυσμένος και δεν τον αναγνωρίζει όταν είναι νηφάλιος. Ιδιαίτερης ερμηνευτικής αξίας το παίξιμό του, αλλά και η ικανότητα μεταμόρφωσής του ως προς την εξωτερική εμφάνιση, την κίνηση, τους μορφασμούς και τις ποικίλες εκφράσεις του προσώπου του. Τρυφερή, ευαίσθητη και σχεδόν πορσελάνινη η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, στον ρόλο της τυφλής κοπέλας, αποθέωσε με την κομψότητα της κίνησης και τη σωματική ερμηνεία της την τεχνική της παντομίμας. Το τραγούδι της Σαβίνας Γιαννάτου διακόπτει άλλοτε εύστοχα και άλλοτε άστοχα την αφηγηματική ροή των πλάνων-θεατρικών σκηνών, ενώ η ερμηνεία της Υβόννης Μαλτέζου στον ρόλο της γιαγιάς του τυφλού κοριτσιού προσθέτει μερικές ουσιαστικές λεπτομέρειες, αποσαφηνίζοντας ψυχολογικές καταστάσεις. Το φινάλε, μαγικό· υπέροχο και συγκινητικό φινάλε μιας σιωπηλής ιστορίας κάτω από την πανσέληνο, με τα «φώτα της πόλης» να σβήνουν και τον δραματικό Σαρλό να μένει μόνος με τη μοναξιά του.
Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ και καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.