Αποστολή: Φέρε πίσω το παιδί ζωντανό

1 year ago 53

Ενας άνδρας προσπαθεί να βρει τον μικρό του ανιψιό και να τον φέρει σπίτι. Σώο. Ο τόπος είναι η ανατολική Ουκρανία και ο χρόνος είναι το 2014, η πρώτη μεγάλη κρίση Ρωσίας – Ουκρανίας, η οποία και αποτέλεσε προοίμιο γι’ αυτό που ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 2022. Αυτό που μοιάζει τόσο απλό, να πας να βρεις ένα παιδί και να το φέρεις σπίτι, στο «Ορφανοτροφείο», το μυθιστόρημα του Ουκρανού Σέρχι Ζαντάν (Serhiy Viktorovych Zhadan, γενν. το 1974), είναι το πιο δύσκολο, το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο.

Κινούμενος σε ένα τοπίο ρημαγμένο και φονικό, ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο τριανταπεντάχρονος δάσκαλος Πάσα, αγκομαχάει να φτάσει στο ορφανοτροφείο όπου ζει ο ανιψιός του Σάσα. Το ορφανοτροφείο, όμως, πλέον βρίσκεται σε κατεχόμενη από τον εχθρό περιοχή. Ο Πάσα ωστόσο επιμένει: αλλάζει σύνορα συνεχώς με έναν τρόπο σχεδόν ζαλιστικό, βρίσκεται εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, συμμαχώντας ακόμα και με τον Διάβολο, αρκεί να καταφέρει να φτάσει στο παιδί.

Ο Ζαντάν, ποιητής, μυθιστοριογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και κοινωνικός ακτιβιστής (αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του πατριώτη αλλά όχι του εθνικιστή), έχει γράψει δεκάδες βιβλία ποίησης και πεζογραφίας, πολλά από τα οποία έχουν κερδίσει ουκρανικά μα και διεθνή βραβεία, ενώ έχουν μεταφραστεί και σε πολλές γλώσσες. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της Ουκρανίας και της Ευρώπης σήμερα και το 2022 τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης που απονέμει η Ενωση Εκδοτών και Βιβλιοπωλών Γερμανίας στην έκθεση της Φρανκφούρτης.

Ο Ζαντάν δεν εγκατέλειψε την Ουκρανία όταν εισέβαλαν οι Ρώσοι. Παρέμεινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Χάρκοβο, για να βοηθήσει όπως μπορεί στον αγώνα των Ουκρανών κατά του εισβολέα.

Η «Κ» προδημοσιεύει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο, το οποίο κυκλοφορεί στις 5 Απριλίου από τις εκδόσεις Διόπτρα, σε μετάφραση του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη.

Η. Μ.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 

Στη συνέχεια ήρθε στο σχολείο ένα μακρύ σαν υπόθετο, παλιό στρατιωτικό ασθενοφόρο που είχε το χρώμα πράσινου σαπουνιού και άρχισαν να βγάζουν τους τραυματίες. Τους μετέφεραν στους ώμους, θαρρείς κι ήταν τσουβάλια με προϊόντα, απ’ ό,τι φαίνεται δεν υπήρχαν φορεία, γι’ αυτό ανέβαιναν με βήματα βαριά τα σκαλοπάτια και διέσχιζαν τον άδειο διάδρομο. Εστριβαν δεξιά, με τις λερωμένες από σοβάδες αρβύλες τους, και άνοιγαν την πόρτα της πρώτης αίθουσας. Δηλαδή της αίθουσας της ουκρανικής γλώσσας.

Δηλαδή της αίθουσας όπου ο Πάσα δίδασκε στα παιδιά. Αφηναν τους τραυματίες στο πάτωμα, ανάμεσα στα θρανία. Ο Πάσα έτρεξε ξοπίσω τους, είπε στα παιδιά να πάνε σπίτι τους. Εκείνα, τρομαγμένα, προσπαθούσαν να μην πατήσουν πάνω στο φρέσκο αίμα, μαζεύονταν στον διάδρομο.

Βγήκε και ο Πάσα και με φωνές πρόσταξε τους μαθητές της τάξης του: Πηγαίνετε σπίτι σας, αμέσως. Εκείνα στέκονταν ακίνητα. Φώναξε στα ρωσικά, όπως κάνει πάντοτε εκτός της τάξης, στον διάδρομο. Υστερα, μισάνοιξε δειλά την πόρτα. Στην τάξη επικρατούσε η μυρωδιά από τις λάσπες και το αίμα, το χιόνι και τα χώματα. Οι στρατιώτες έφερναν κουβέρτες στην τάξη, κάποια ζεστά ρούχα, μετακινούσαν τα θρανία, βόλευαν στις γωνιές τους τραυματίες.

Στην τάξη επικρατούσε η μυρωδιά από τις λάσπες και το αίμα, το χιόνι και τα χώματα. Οι στρα- τιώτες έφερναν κουβέρτες, βόλευαν στις γωνιές τους τραυματίες.

Μπήκε ένας ακόμα στρατιώτης, κουβαλούσε στον ώμο του ένα πολυβόλο, χωρίς να έχει πετάξει από το στόμα του το τσιγάρο. Μαλλιά κατάμαυρα, μαύρα και ως εκ τούτου δύσπιστα μάτια, σκόνη έχει καθίσει στις ρυτίδες του προσώπου του. Τέτοια πρόσωπα ο Πάσα είχε δει μόνο στους μεταλλωρύχους, που ανέβαιναν από τις στοές. Κοίταξε ψυχρά τους τραυματίες, είδε τον Πάσα, του έγνεψε, τον χαιρέτησε και άρχισε να μιλάει με κάποια καυκάσια προφορά.

Μπερδευόταν με τις γλώσσες, μα προσπαθούσε να μιλήσει πρόσχαρα, λες και είχε πολύ μεγάλη σημασία γι’ αυτόν να τον πιστέψει ο Πάσα. Ορισμένες λέξεις τις μετέφραζε αμέσως από τα ρωσικά στα ουκρανικά, κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια, λες και έδινε εξετάσεις. Εντάξει, λέει, μη φοβάσαι, δάσκαλε, δεν θα παραδώσουμε το σχολείο σου, θα το υπερασπιστούμε, του λέει. Θα συνεχίσεις να διδάσκεις παιδιά.

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε γνέφοντας προς τη μεριά των πορτρέτων.

«Ποιητές», απάντησε διστακτικά ο Πάσα.

«Καλοί;» ρώτησε επιφυλακτικά ο πολυβολητής.

«Νεκροί», απάντησε ο Πάσα, για παν ενδεχόμενο.

«Σωστά», είπε γελώντας ο πολυβολητής, «καλός ποιητής είναι ο νεκρός ποιητής».

Εστησε με προσοχή το πολυβόλο στο περβάζι, λες και ήθελε να το αερίσει. Ο Πάσα μάζεψε τα τετράδια από την έδρα, τα πέταξε στα σακίδιό του και, βγαίνοντας, κάρφωσε το βλέμμα του στον τραυματία που είχαν αποθέσει στο πάτωμα δίπλα στο βαμμένο καλοριφέρ: δύο μάλλινες κουβέρτες με ξεραμένα αίματα, από πάνω ένας παλιός, φθαρμένος υπνόσακος, είχε γυρίσει προς τη μεριά του τοίχου, φαίνονταν μόνο τα άλουστα εδώ και καιρό μαλλιά του και ο αξύριστος λαιμός του, το κομμένο μανίκι του στρατιωτικού μπουφάν, το βρόμικο δέρμα ανάμεσα στις γάζες, γεμάτο γρατζουνιές, η γυμνή αριστερή παλάμη που πρόβαλλε κάτω από τον υπνόσακο. Λες και κάποιος επιβάτης βαγονιού τρίτης θέσεως απελευθέρωσε το χάραμα το χέρι από την κουβέρτα της σιδηροδρομικής εταιρείας, η οποία αγκάλιαζε το νυσταγμένο, ακίνητο κορμί του, σκιαγραφώντας τη γωνία των ποδιών και την επίπεδη κοιλιά, όπως η σινδόνα σκιαγραφεί το σώμα του Χριστού, ενώ η γύμνια του ταλαιπωρημένου αντρικού σώματος ξεχώριζε έντονα ανάμεσα στα τσακίσματα των ζεστών ρούχων που ήταν πεταμένα στο διπλανό ράφι. Ετσι κι εδώ, σκέφτεται ο Πάσα, το λεπτό, κάτωχρο χέρι, με την αραιή τριχοφυΐα, μοιάζει αφύσικο στο φόντο του βαμμένου το καλοκαίρι πατώματος της σχολικής αίθουσας, στο φόντο των θρανίων και του μαυροπίνακα, και το χέρι αυτό είχε πιάσει τον υπνόσακο, τον έπιανε σφιχτά, φοβούμενο να τον αφήσει, λες και ο υπνόσακος είναι το τελευταίο πράγμα που τον συνέδεε με τη ζωή. Για μια στιγμή ο Πάσα δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από τα μακριά μαύρα δάχτυλα, γεμάτα κοψίματα και γρατζουνιές, με εκείνη τη γαλαζωπή απόχρωση, μα εκείνη τη στιγμή τον χτύπησε ένα ρεύμα φρέσκου αέρα απέξω και ο πολυβολητής μόλις που πρόλαβε να κλείσει το παράθυρο. Ο Πάσα θυμήθηκε πού βρίσκεται και γρήγορα βγήκε στον διάδρομο, πέφτοντας αμέσως στην αγκαλιά της διευθύντριας.  Φέρε πίσω το παιδί ζωντανό-1

«Πάβελ Ιβάνοβιτς, Πάβελ Ιβάνοβιτς», του είπε κλαίγοντας, πιάνοντάς τον από το χέρι. «Τι είναι αυτά τα πράγματα; Πείτε τους να φύγουν».

Κλαίει τόσο ψεύτικα, πιάνει ο Πάσα τον εαυτό του να σκέφτεται. Δεν ξέρει να κλαίει, σκέφτεται, απλώς δεν ξέρει πώς είναι να κλαις. Δεν ξέρει ούτε να γελάει.

«Πείτε τους», συνεχίζει να λέει στον Πάσα, μιλώντας του στον πληθυντικό, λες κι είναι εισπράκτορας στο τραμ.

«Πείτε τους να φύγουν».

«Ναι, ναι», την καθησυχάζει ο Πάσα. «Θα τους το πω, οπωσδήποτε θα τους το πω».

Πήγε τη διευθύντρια στο γραφείο της, τη βοήθησε να καθίσει και βγαίνοντας έκλεισε πίσω του την πόρτα. Για κάποιες στιγμές στάθηκε μπροστά στην πόρτα, άκουσε πως η διευθύντρια, έχοντας αστραπιαία ηρεμήσει, τηλεφωνούσε σε κάποιον και έκανε φασαρία μιλώντας στο ακουστικό.

Να μου λείπουν αυτά, μονολόγησε ψιθυριστά ο Πάσα και έφυγε για να γυρίσει σπίτι του.

«Καλύτερα να μην πάτε εκεί. Θα μείνετε χωρίς πόδια»

Οι στρατιωτικοί στέκονταν στη βεράντα και κάπνιζαν. Μπαίνοντας στο κτίριο του σχολείου, καθάριζαν προσεκτικά τις μπότες τους με καθαρά πανιά. Δύσκολα έβγαινε το αίμα. Με πολλή προσπάθεια, όμως, μπορούσαν και το σκούπιζαν.

Οταν η ατμόσφαιρα είναι υγρή, αμέσως νιώθεις διάφορες μυρωδιές. Εκείνοι που ήρθαν από τον νότο ανέδιδαν καπνιά, λες και κάθονταν για ώρα πολλή γύρω από τη φωτιά. Η ατμόσφαιρα γέμιζε αμέσως από τη βαριά μυρωδιά των βρεγμένων ρούχων. Οι νεοφερμένοι ολοένα και αυξάνονταν, άλλοι προχωρούσαν παρακάτω, προς τη μεριά του σιδηροδρομικού σταθμού, άλλοι ανέβαιναν σε τζιπ, κάποιοι βοηθούσαν άλλους να ανέβουν στις καρότσες των φορτηγών. Οι θέσεις είναι πια λίγες, ένας στρατιώτης, περνώντας μπροστά από τον Πάσα, φορούσε ένα βαρύ αλεξίσφαιρο γιλέκο. Ο Πάσα σφίχτηκε, έκανε ένα βήμα πίσω, προς την άκρη του δρόμου, έπειτα άλλο ένα, η μπότα του βούλιαξε στο χιόνι που ήταν ανακατεμένο με κίτρινη λάσπη, ύστερα ένα ακόμα βήμα κι άλλο ένα.

Οταν η ατμόσφαιρα είναι υγρή, αμέσως νιώθεις διάφορες μυρωδιές. Εκείνοι που ήρθαν από τον νότο ανέδιδαν καπνιά.

«Καλό θα ήταν να μην μπαίνατε εκεί», άκουσε ο Πάσα.

Γύρισε προς τη μεριά της φωνής: είδε έναν άντρα να στέκεται με σκούρο μπουφάν, ορειβατικές μπότες, σακίδιο, φροντισμένη γκρίζα γενειάδα, να τον κοιτάζει υπεροπτικά, υποτιμητικά θα έλεγε κανείς. Μιλούσε σταθερά, βέβαια, αν τον κοιτούσε κανείς προσεκτικά θα μπορούσε να δει πως το πιγούνι του ήταν αδύναμο πολύ, γύρω από το στόμα του είχε ρυτίδες, πράγμα που έδειχνε πως άφηνε γένια για να δείχνει πιο άγριος απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Εδειχνε να είναι περίπου πενήντα χρόνων και κοιτούσε τον Πάσα με το βλέμμα του μεγαλύτερου που δεν λογαριάζει τον νεότερο. Ετσι κοιτάζουν οι επιβάτες που έχουν ανέβει από την αφετηρία εκείνους που ανεβαίνουν από διάφορες στάσεις: όλοι έχουν εισιτήρια, μα οι επιπλέον ώρες που είχαν περάσει μέσα στο κουπέ τούς έδιναν κάποιο ακατανόητο πλεονέκτημα. 

 Φέρε πίσω το παιδί ζωντανό-2Ο Σέρχι Ζαντάν θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της Ουκρανίας και της Ευρώπης σήμερα. Φωτ. VALENTYN KUZAN

Το όνομά του ήταν Πίτερ, έτσι είπε: Πίτερ, σε ανεκτά ρωσικά, χωρίς καν να μπει στον κόπο να κρύψει την προφορά του.

«Καλύτερα να μην πάτε εκεί», είπε γνέφοντας προς τη μεριά του χαντακιού για τα όμβρια ύδατα. «Θα μείνετε χωρίς πόδια. Γενικά, ελάτε προς τα δω, σε λίγο θα αρχίσουν να πυροβολούν ο ένας τον άλλο από κακία».

Read Original