Συντριβή και χείμαρρος αγαπητικής γενναιοδωρίας. Αυτά γεννούν οι πραγματικοί influencers της ζωής, εκείνοι που το πέρασμά τους από τον κόσμο τον κάνει λιγότερο μάταιο.
Αυτό συνέβη και με το άγγελμα του θανάτου της Δέσποινας Γερουλάνου. Μιας γυναίκας που αφοσιώθηκε στη ζωή και την τέχνη, στους ανθρώπους και τα «πράγματά» τους με εκείνη την απλοχεριά των βαθιά χορτασμένων ανθρώπων.
Οι δημόσιες εκδηλώσεις πένθους και ευγνωμοσύνης ήρθαν από παντού. Ο θάνατός της ήταν ένα σημείο συγκλονισμού· ακόμα και οι επίσημες ανακοινώσεις πολιτικών και φορέων ήταν αδύνατον να κρύψουν την ειλικρινή συγκίνηση, το συναισθηματικό σοκ όσων τη γνώριζαν – προσωπικά, καλλιτεχνικά, επαγγελματικά.
«Δούλεψε σκληρά, αντιμετώπισε προβλήματα και προκλήσεις, έδωσε λύσεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη συνεργασία μας. Της χρωστάμε ένα μεγάλο “ευχαριστώ” για όλα όσα κατάφερε. Την ευχαριστώ για τη φιλία της και για όλα όσα μας προσέφερε», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. «Η Δέσποινα ήταν μια δύναμη της φύσης και αυτό το κάνει ακόμα πιο αδιανόητο ότι χάθηκε τόσο πρόωρα, αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο κενό», ανέφερε ο υφυπουργός Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης.
Σήμερα, στις 17.30, στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας, η Δέσποινα Γερουλάνου περνάει στην αιωνιότητα. Ο αδελφός της, Παύλος Γερουλάνος, την αποχαιρέτησε με την απλότητα της αγάπης: «Αντίο, αδελφούλα μου… Σ’ αγαπώ πολύ», με τον δραματικό ήχο του «The Host of Seraphim» των Dead Can Dance.
Οι δικοί της άνθρωποι –εκείνοι που έζησαν από κοντά τη μεγάλη κυρία του Μουσείου Μπενάκη και εσχάτως της Ελευσίνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας– την αποχαιρετούν μέσα από την «Κ».
«Η οικογένεια του Μουσείου Μπενάκη αποχαιρετά με οδύνη και αίσθημα βαθιάς απώλειας τη Δέσποινα Γερουλάνου, τη γυναίκα που προσέφερε με μοναδική γενναιοδωρία την ενέργεια, την καλλιέργεια και το δημιουργικό της πάθος στον ελληνικό πολιτισμό. Στη μακρόχρονη πορεία της στο Μουσείο Μπενάκη, η Δέσποινα Γερουλάνου υπηρέτησε, πέρα από την αποστολή του –τη διασπορά του περιεχομένου των συλλογών του για την παραγωγή γνώσης–, και ένα προσωπικό της όραμα: να προσφερθεί ο πλούτος των συλλογών του Μουσείου ως ένα ανεξάντλητο πεδίο μέσα στο οποίο θα ζωντάνευαν ξανά τέχνες και τεχνικές που χάνονταν, ενώ παράλληλα θα ανανεώνονταν τα εκφραστικά μέσα νέων καλλιτεχνών», όπως λένε στην «Κ» ο Νίκος Τριβουλίδης, διευθυντής Ανάπτυξης Μουσείου Μπενάκη, και η Στέλλα Λιζάρδη, επιμελήτρια Νέων Συλλογών, Πωλητήριο Μουσείου Μπενάκη.
«Οργανώνοντας με μια αβίαστη χάρη και ακαταπόνητο πνεύμα τα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη, δημιούργησε γύρω από αυτά εκλεκτικές κοινότητες ανάμεσα σε τεχνίτες, σχεδιαστές και καλλιτέχνες, που βρήκαν σε αυτά έναν τόπο εξέλιξης και ανάδειξης της δουλειάς τους, ερμηνεύοντας το περιεχόμενο των συλλογών του Μουσείου. Η Δέσποινα», μας λένε Τριβουλίδης και Λιζάρδη, «θα λείψει ως άνθρωπος και ως χαρούμενη βουή. Κάτι από τον εαυτό της όμως μένει σε όλους του ανθρώπους της οικογένειας του Μουσείου, που σημάδεψε με τη ματιά της και το πνεύμα της, αλλά και σε όλους τους ανθρώπους που εμπνέονται από τις εκφάνσεις της ελληνικότητας για να δημιουργήσουν εκ νέου».
Οι ιδιαίτερα στενοί της συνεργάτες στη διοργάνωση της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας στην Ελευσίνα, η Νανά Σπυροπούλου, διευθύνουσα σύμβουλος, και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, γενικός καλλιτεχνικός διευθυντής, μεταφέρουν στην «Κ» τα λόγια εκείνα που μοιάζει αδύνατον να αντέξουν την οδύνη.
«Μία συνεργάτις που έγινε γρήγορα στενή φίλη. Μία πραγματική κυρία του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, που αφήνει πίσω της μια σπουδαία παρακαταθήκη. Μία πρόεδρος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, που κατάφερε με το έργο και το δημιουργικό της πνεύμα να βάλει μια μικρή πόλη, την Ελευσίνα μας, στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη. Μία υπέροχη γυναίκα, η δική μας Δέσποινα Γερουλάνου», λέει στην «Κ» η Νανά Σπυροπούλου.
Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός τής απευθύνει επιστολή άφατης οδύνης.
«Δέσποινά μου,
Εκπαιδεύω τη σιωπή, να ξέρεις, για να μπορέσει επιτέλους κάποια
στιγμή να μιλήσει για σένα, αλλά μόνο όπως σου αξίζει.
Δικός σου.
Μιχαήλ
ΥΓ. Σε περιμένω, σου έχω μαζέψει ό,τι μου ζήτησες, έλα.
Εχουμε δουλειές».
Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις λέξεις της. «Την ήξερα από μικρό παιδί, ήταν ανέκαθεν χαρισματική, το πλάσμα που συμπαραστεκόταν σε όλους με τρόπο γοητευτικό. Ημασταν συμμαθήτριες με τη μητέρα της, κι έτσι, σαν μάνα τώρα κι εγώ, βλέπω ένα παιδί μας που, ξαφνικά, μέσα σε λίγο καιρό, πεθαίνει. Ηταν ένα λουλούδι που έδινε τα πάντα στα παιδιά της, στο μουσείο, στους καλλιτέχνες – στην ίδια τη ζωή», λέει η μεγάλη κυρία της Γκαλερί Ζουμπουλάκη στην «Κ».
Η νέα εποχή των πωλητηρίων του Μουσείου Μπενάκη, που ανέδειξαν σύγχρονους Ελληνες σχεδιαστές μέσα από το πάθος και την επιμονή της Δέσποινας Γερουλάνου, ήταν εκείνα που αναβίωσαν την παραδοσιακή ελληνική τέχνη και τεχνική με τη σύγχρονη εποχή. Η σχεδιάστρια Αλεξάνδρα Τσουκαλά ανήκει στους καλλιτέχνες που βρήκαν φωτεινό χώρο στα περίφημα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη.
«Ηταν ταλέντο, είχε “μάτι”, ξεχώριζε και στήριζε τις επιλογές της. Δεν αντέγραφε άλλα μουσεία, δεν έβλεπε, ας πούμε, τι έκανε ο ΜοΜΑ ή τι έγραφαν τα περιοδικά. Ηταν τολμηρή, είχε φαντασία, μα κυρίως βοηθούσε τους καλλιτέχνες, όπως εμένα. Μας βοηθούσε να προχωρήσουμε, να ανοίξουμε τα φτερά μας, αναβιώνοντας με έναν μοντέρνο τρόπο την ελληνική χειροτεχνία, δίνοντάς της καινούργιες διαστάσεις», μεταφέρει η Αλεξάνδρα Τσουκαλά στην «Κ».
«Ηταν ένας άνθρωπος που τα είχε όλα – τρέλα, ζωντάνια, τέχνη, ήθος, ταλέντο. Και ένα απίστευτο γέλιο. Ηταν αψεγάδιαστη, ουδείς έχει να της προσάψει οτιδήποτε. Μια σεμνή, χωρίς ύφος, χορτασμένη γυναίκα», συμπληρώνει η Αλεξάνδρα Τσουκαλά.
Η οικογένεια της Δέσποινας Γερουλάνου, οι φίλοι και οι συνεργάτες της την αποχαιρετούν σήμερα στο αποτεφρωτήριο Ριτσώνας. Εχουν ζητήσει, αντί στεφάνων, να ενισχυθεί (Alpha Bank, αρ. λογ. GR31 0140 3690 3690 0200 2000 759) το Μουσείο Μπενάκη, το «σπίτι» της, την επί τόσα και τόσα χρόνια ζωή της.
Η Δέσποινα Γερουλάνου αφήνει πίσω της τις νέες διαστάσεις που έλαβαν μαζί της η αφοσίωση και η γενναιοδωρία.