Τα υπολείμματα αντιβιοτικών στα λύματα και στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων στις περιοχές γύρω από την Κίνα και την Ινδία συμβάλλουν στην μικροβιακή αντοχή, προειδοποιεί μια νέα μελέτη του Karolinska Institutet.
Οι ερευνητές της μελέτης ανίχνευσαν τα κατάλοιπα 92 αντιβιοτικών στην περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού και 45 από αυτά ανιχνεύθηκαν στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας, η οποία περιλαμβάνει και την Ινδία.
Συγκεντρώσεις αντιβιοτικών που υπερβαίνουν τα ασφαλή επίπεδα βρέθηκαν σε λύματα, εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων και θάλασσες όπου οι άνθρωποι πετούσαν τα απόβλητά τους. Η ομάδα αναφέρει ότι τα αντιβιοτικά που βρέθηκαν στα λύματα και τα δίκτυα αποχέτευσης αποτελούν τον υψηλότερο κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.
Οι ερευνητές ανίχνευσαν κατάλοιπα αντιβιωτικών που υπερβαίνουν τα ασφαλή επίπεδα, σε πόσιμο νερό στην Κίνα και στην περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού. Το νερό αυτό ήταν πιθανότερο να περιέχει ίχνη του αντιβιοτικού σιπροφλοξασίνη (ciprofloxacin).
«Τα αποτελέσματά μας μπορούν να βοηθήσουν τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να στοχεύσουν σε μέτρα μείωσης του κινδύνου των υπολειμμάτων αντιβιοτικών σε περιοχές υψηλού κινδύνου, για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος», αναφέρει η Νάντα Χάνα, ερευνήτρια στο Τμήμα Παγκόσμιας Δημόσιας Υγείας του Karolinska Institutet.
«Η αποτελεσματική κατανομή αυτών των πόρων είναι ιδιαίτερα ζωτικής σημασίας για τις χώρες με φτωχούς πόρους που παράγουν μεγάλες ποσότητες αντιβιοτικών», σημείωσε η ερευνήτρια.
«Τα υπολείμματα αντιβιοτικών στα λύματα και στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων μπορεί να χρησιμεύσουν ως εστίες ανάπτυξης ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά σε αυτές τις περιοχές και να αποτελέσουν δυνητική απειλή για την ανθρώπινη υγεία μέσω της έκθεσης σε διάφορες πηγές νερού, συμπεριλαμβανομένου του πόσιμου νερού», τόνισε η επιστήμονας.
Η ανθεκτικότητα των βακτηρίων στα αντιβιοτικά αποτελεί παγκόσμια απειλή που μπορεί να οδηγήσει σε μη θεραπεύσιμες βακτηριακές λοιμώξεις σε ζώα και ανθρώπους. Τα αντιβιοτικά μπορούν να εισέλθουν στο περιβάλλον κατά τη διαδικασία παραγωγής και όταν οι ασθενείς τα καταναλώνουν ή τα πετούν.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «The Lancet Planetary Health».
ΠΗΓΗ: ΕΡΤ