Σύμφωνα με τον ηθοποιό που τον υποδύεται, ο «Ανδρέας Καραμούτσος», του θεατρικού έργου «Τάο», δεν έχει κάποιο πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Εκτός από το εξής: «Είναι ένας γκάνγκστερ, που διανύει την τρίτη ηλικία και σκέφτεται πώς θα περάσει τα υπόλοιπα χρόνια του κάπου ήσυχα. Πώς θα πάρει σύνταξη δηλαδή», λέει χαμογελώντας ο ηθοποιός Αντώνης Καφετζόπουλος, «από ένα επάγγελμα που δεν είναι στις παραδόσεις του να συνταξιοδοτεί τους ανθρώπους».
Το έργο έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες: εκτός από τον Ανδρέα Καραμούτσο, παρακολουθεί τον επιπόλαιο γιο του, Γιάννη, ο οποίος φαντασιώνεται ότι κληρονομεί το πατρικό βασίλειο της νύχτας. Απέναντί του βρίσκει τον Ιωσήφ Μωυσίδη, που κάνει κουμάντο στην πόλη και που η αχαριστία του δεν του επιτρέπει να βοηθήσει τον άμυαλο γιο. Η παράσταση παίζεται στο θέατρο Επί Κολωνώ μέχρι τα μέσα Μαρτίου και στους συντελεστές της εντοπίζει κανείς κάτι ακόμη: τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει η Δανάη Σπηλιώτη, τον αχάριστο μαφιόζο υποδύεται ο Θοδωρής Σκυφτούλης και τον επιπόλαιο νεαρό ερμηνεύει ο Γιώργος Καφετζόπουλος, ο οποίος υπογράφει και το κείμενο.
«Ο γιος θαυμάζει τον πατέρα, γιατί ήταν μεγάλο μούτρο και θέλει να του μοιάσει, αλλά ακόμη βρίσκεται σε μια διαδικασία ισχυρής αμφισβήτησής του, παρόλο που έχει περάσει την εφηβεία», λέει ο Αντώνης Καφετζόπουλος, πατέρας ο ίδιος του Γιώργου. «Είναι η εποχή που σκέφτεσαι να σκοτώσεις πνευματικά τον πατέρα σου, για να ενηλικιωθείς, να δεις ποιος είσαι, πώς θα συνεχίσεις τη ζωή σου. Στην περίπτωσή τους, επειδή κρατούν συνέχεια κάτι πιστόλια, αυτό είναι επικίνδυνο στα όρια της κυριολεξίας».
Αυτοβιογραφικά στοιχεία
Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στη σχέση των δύο Καραμούτσων; Ναι, «μοιραία», εφόσον πρόκειται για δύο ανθρώπους που έχουν και φυσική σχέση εκτός σκηνής, λέει ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Πέραν τούτου, άλλες αντιστοιχίες δεν εντοπίζονται. Ο υπό συνταξιοδότηση γκάνγκστερ έχει βρει αποκούμπι στον Ταοϊσμό, ενώ ο ηθοποιός αυτοπροσδιορίζεται ως «στεγνά ορθολογιστής». Οπως εξηγεί, «πιστεύω ότι η ζωή του καθενός μας είναι αυτό που θα ζήσει, 70-80 χρόνια –ίσως λιγότερα λόγω ασθένειας ή ατυχήματος– και το μόνο που μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας είναι οι σχέσεις που έχουμε αναπτύξει με άλλους ανθρώπους και κάνα δυο καλές ιδέες».
Το μόνο που μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας είναι οι σχέσεις που έχουμε αναπτύξει με άλλους ανθρώπους και κάνα δυο καλές ιδέες.
Το επάγγελμα του ηθοποιού δεν το επέλεξε ακριβώς – ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική και το σινεμά. «Το να είμαι ηθοποιός», συνεχίζει, «μου ήταν πάρα πολύ εύκολο, ευπρόσδεκτο, ενώ είχε και οφέλη στην καθημερινότητά μου: μου άφηνε χρόνο να διαβάζω και να κάνω άλλα πράγματα».
Αντί για «αγαπημένους ρόλους» έχει δουλειές που ξεχωρίζει. Για παράδειγμα, η ερμηνεία του «Ανατολίτη» στη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου το 1989 και η σκηνοθεσία του «Αμερικανού βούβαλου» το 2006· οι χαρακτήρες του στην «Ακαδημία Πλάτωνος» (2009) και στον «Αδικο κόσμο» (2011) του Φίλιππου Τσίτου· ο «Αγγελος Γιαννούζης» στην «Αστροφεγγιά» (1980), η γενικότερη ατμόσφαιρα στο «Μινόρε της αυγής» του 1983 και, βέβαια, η σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» του 1997.
«Το DNA του Ακάλυπτου είναι κληρονομημένο από τους φτωχοδιάβολους της παλιάς καλής ελληνικής ταινίας», λέει ο Αντώνης Καφετζόπουλος. «Το άλλο ενδιαφέρον», συνεχίζει, «ήταν ότι η σειρά πρότεινε ως κωμωδία κάτι μεταξύ της σουρεαλιστικής υπερβολής των αδελφών Μαρξ και του αυτοσχεδιασμού. Αυτοσχεδιάζαμε πολύ, κάτι που θέλει να υπάρχει ένα κλίμα, να το παρακολουθήσει ο σκηνοθέτης –ο Αντώνης Τέμπος– και να το καταγράψει. Είναι επίσης μια μακρά παράδοση, που πάει πίσω στον Εντουάρντο ντε Φιλίπο, στον Πιραντέλο, στην Κομέντια ντελ άρτε. Ο Ακάλυπτος ήταν κι ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα, που από κάποιους έχει εκτιμηθεί ως τέτοιο».
H συζήτηση φτάνει στα πτυχία των καλλιτεχνών. «Στενά, τεχνικά, τα πτυχία μας δεν είναι κατατάξιμα με τις υπάρχουσες διατάξεις. Εφόσον η ευρωπαϊκή οδηγία λέει ότι υπάρχουν τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης, ανήκουμε τεχνικά στη δεύτερη. Από την άλλη, υπάρχει ένα τεράστιο, όχι μόνον ηθικό, ούτε στενά επαγγελματικό, αλλά ουσιαστικό ζήτημα: κάποιοι άνθρωποι έχουν κάνει σπουδές και έχουν προβληματιστεί γύρω από το αντικείμενό τους, έχουν “ματώσει”. Ο κόπος αυτός πρέπει να βρει τη θέση του στο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν μπορεί να θεωρούμαστε απόφοιτοι λυκείου, που από χόμπι σπούδασαν ηθοποιοί. Δεν είναι αλήθεια. Η ανθρωπότητα έχει βρει τρόπους, πράγματα που δεν είναι αληθή, να τα τακτοποιεί με νόμους, ώστε να πλησιάσουν στην πραγματικότητα», υπογραμμίζει ο Αντώνης Καφετζόπουλος και συμπληρώνει ότι με τις δεδομένες συνθήκες «φράζεται» σε νεότερους συναδέλφους ο δρόμος προς ένα μεταπτυχιακό. «Το άρθρο 16», συνεχίζει, «με το οποίο διαφωνώ ριζικά, λέει κάτι σωστό: το κράτος έχει την υποχρέωση να φροντίζει για τη μορφωτική ανέλιξη των πολιτών που ενδιαφέρονται».
«Πολιτικό ον» όπως δηλώνει, παρακολουθεί την επικαιρότητα, εσωτερική και διεθνή. Για την Τουρκία έχει ένα επιπλέον ενδιαφέρον, όχι μόνον επειδή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. «Παρακολουθώ το ανθρώπινο μέρος αυτού που συνέβη· είναι συνταρακτικό, αν και ένας σεισμολόγος ίσως έλεγε ότι ήταν αναμενόμενο. Και ενώ η Τουρκία έδειχνε κατά καιρούς να έχει μεγάλη ανάπτυξη στη δόμηση, ο τελευταίος σεισμός, που έγινε σε υποβαθμισμένες περιοχές, έδειξε πόσο χάρτινη ήταν η ανάπτυξη αυτή».