Η δολοφονία του 14χρονου Εμετ Τιλ, που διεπράχθη τον Αύγουστο του 1955, ο φρικτός ξυλοδαρμός και η εκτέλεσή του με μία σφαίρα, δεν παρουσιάζονται στην ταινία «Till» της Αφροαμερικανίδας σκηνοθέτιδος Σινόγιε Σούκου. Για τις ΗΠΑ αυτό το έγκλημα –τυπική υπόθεση λιντσαρίσματος ενός μικρού αγοριού που τόλμησε να σφυρίξει θαυμαστικά σε μια λευκή γυναίκα– είναι τόσο γνωστό που δεν χρειάζεται να το ξαναδούν οι θεατές.
Αρκεί η αναφορά του για να ανακαλέσουν οι Αμερικανοί στη μνήμη τους δύο λευκούς άντρες που άρπαξαν το παιδί από τον δρόμο –αφού κάποιος ή κάποια, ίσως η ίδια η Κάρολιν Μπράιαν, αισθάνθηκε ότι το σφύριγμα την έθιξε–, το βασάνισαν, το σκότωσαν και πέταξαν το πτώμα του στον ποτάμι. Θυμούνται ακόμη ότι οι δολοφόνοι αθωώθηκαν σε μια διαβόητη δίκη-παρωδία κι εύκολα μπορεί να βρει κανείς στο Διαδίκτυο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία τους μετά την αθώωση, στην οποία ποζάρουν ικανοποιημένοι αγκαλιάζοντας τις συζύγους τους.
Ετσι, η Σινόγιε Σούκου στο «Till» επιλέγει να μιλήσει για το τραγικό περιστατικό βασισμένη στην αληθινή ιστορία της μητέρας του αγοριού, της Μάμι Τιλ-Μπράντλεϊ, δασκάλας και ακτιβίστριας, η οποία έως το τέλος της ζωής της αξίωνε από την πολιτεία δικαιοσύνη. Η μητέρα του Εμετ επέμεινε να γίνει η κηδεία με ανοιχτό φέρετρο, ώστε να δει ο κόσμος το κατεστραμμένο πρόσωπο του παιδιού της, και δέχθηκε να δημοσιευθούν φωτογραφίες στο περιοδικό Jet για να γίνει γνωστό το γεγονός σε όλη τη χώρα. Πολλά χρόνια αργότερα κυκλοφόρησαν βιβλία και έρευνες για την υπόθεση, ένα από τα οποία είναι και το «Γράφοντας για να σώσω μια ζωή» (εκδ. Πόλις, 2020) του Τζον Εντγκαρ Γουάιντμαν.
Aκριβώς αυτή την ταινία, που στην Αμερική έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο, επέλεξε ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν να παρουσιάσει σε επιλεγμένο κοινό στο Ανατολικό Δωμάτιο (East Room) του Λευκού Οίκου προχθές. Σε σύντομο σχόλιό του που ακούστηκε λίγο πριν κλείσουν τα φώτα και αρχίσει η προβολή, σημείωσε –σύμφωνα με το Associated Press– ότι ενώ κάποιοι μπορεί να θέλουν να αγνοήσουν την ιστορία του έθνους, «μόνο με την αλήθεια έρχεται η θεραπεία και η δικαιοσύνη». Ο Μπάιντεν είπε ότι έχει μάθει ότι «το μίσος δεν φεύγει ποτέ» και ότι το μόνο πράγμα που το σταματά, είναι η σύσσωμη καταδίκη από ολόκληρη τη χώρα. «Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που το σταματά: όλοι μας», τόνισε ο Μπάιντεν. «Η σιωπή είναι συνενοχή».
Συμβολική προβολή της ταινίας για την υπόθεση Εμετ Τιλ οργάνωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ.
Ανάμεσα στους προσκεκλημένους, εκτός από τη σκηνοθέτιδα, τους πρωταγωνιστές της κινηματογραφικής ταινίας και τη Γούπι Γκόλντμπεργκ, που έχει ένα μικρό ρόλο –της γιαγιάς του Εμετ– αλλά ταυτόχρονα είναι συμπαραγωγός, βρισκόταν και η οικογένεια του Τιλ. Μεταξύ αυτών και ένας εξάδελφός του Εμετ, που έχει καταθέσει μήνυση στο ομοσπονδιακό δικαστήριο για να αναγκάσει τον σερίφη της κομητείας του Μισισίπι να επιδώσει το ένταλμα σύλληψης που ανακαλύφθηκε πρόσφατα αλλά χρονολογείται από το 1955, στη σχεδόν 90χρονη πλέον Κάρολιν Μπράιαν Ντόναμ.
Εκείνο το καλοκαίρι, ο Τιλ είχε ταξιδέψει από το Σικάγο στο Μισισίπι για να επισκεφθεί συγγενείς. Η γυναίκα που τον κατηγόρησε ότι της φέρθηκε άσεμνα στο παντοπωλείο της μικρής κοινότητας του Μάνεϊ, όπως δείχνουν τα στοιχεία, ήταν εκείνη που υπέδειξε τον Τιλ στους δύο άνδρες που τον σκότωσαν αργότερα. Ενταλμα σύλληψης κατατέθηκε, αλλά ο σερίφης της κομητείας εκείνη την εποχή είπε στους δημοσιογράφους ότι δεν ήθελε να την «ενοχλήσει», αφού μεγάλωνε δύο μικρά παιδιά.
Εβδομάδες αφότου βρέθηκε το σώμα του Τιλ, ο Ρόι Μπράιαντ, ο πρώτος σύζυγος της Ντόναμ, και ο ετεροθαλής αδελφός του Τζ. Ο Μίλαμ δικάστηκαν για φόνο και αθωώθηκαν από ένα δικαστήριο που αποτελείτο μόνον από λευκούς άντρες. Μήνες αργότερα ομολόγησαν την ενοχή τους σε συνέντευξη που έδωσαν επί πληρωμή στο περιοδικό Look. Τα βασανιστήρια και η δολοφονία του Τιλ στο Δέλτα του Μισισιπή έγιναν καταλύτης για το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Τον περασμένο Μάρτιο, ο Μπάιντεν υπέγραψε νόμο με τίτλο «Till», που χαρακτηρίζει το λιντσάρισμα ομοσπονδιακό έγκλημα μίσους. Το Κογκρέσο είχε εξετάσει για πρώτη φορά μια τέτοια νομοθεσία πριν από περισσότερα από 120 χρόνια.