Το ατελιέ του Αχιλλέα Ραζή είναι υπέροχα ακατάστατο. Πίνακες, καβαλέτα, πανάκια με λεκέδες από χρώματα, επιπλάκια, δίσκοι βινυλίου, σακούλες πλαστικές… Σε ένα τραπεζάκι, απλωμένες χύμα, οι λαδομπογιές. «Πρόσεχε μη λερωθείς», μου κάνει. Κυρίως να μη λερώσω φοβάμαι, γιατί ακριβώς δίπλα μας στέκονται τα καινούργια του έργα. Βρισκόμαστε στη Χαλκίδα, στον χώρο που μέχρι πριν από λίγες ημέρες επισκεπτόταν καθημερινά μετά το σχολείο (είναι καθηγητής καλλιτεχνικών), για να ζωγραφίσει. Σκέφτομαι ότι, σε αντίθεση με εμάς που γράφουμε κείμενα, οι ζωγράφοι είναι αναγκασμένοι να ζουν κυριολεκτικά ανάμεσα στα έργα τους. Να τα έχουν δίπλα τους, μεγάλα και επιβλητικά, πολλές φορές για χρόνια ολόκληρα, μέχρι να τα μοιραστούν.
Όταν πια κάθομαι στην πολυθρόνα, ρωτάω τον Αχιλλέα Ραζή πώς βρίσκει ιδέες. Στα γόνατά μου προσγειώνεται ένας χοντρός κίτρινος φάκελος με φωτογραφίες. «Κάποιες θα γίνουν πίνακες, κάποιες όχι», μου εξηγεί. Εγκαταλελειμμένα κτίρια, νταλίκες μέσα στη νύχτα, καντίνες, φοινικόδεντρα… Η ασυναρτησία της ελληνικής επικράτειας. Το καλτ στοιχείο, ο άτσαλος εκσυγχρονισμός, η μιζέρια, η κοινοτοπία και η κρυμμένη της ποίηση. Στοιχεία που συναντάμε και σε προηγούμενα έργα του, αλλά ωριμάζουν τώρα και απλώνονται σε μια νέα προσωπική έκθεση με τίτλο Εθνική Οδός (εγκαίνια 21/03). Ο Αχιλλέας είναι χαρούμενος. Σαν να του φεύγει ένα βάρος. Καθώς μιλάμε για το «θαύμα που βρίσκεται δίπλα μας», τη συνομιλία μας συνοδεύει η χαρμόσυνη καμπάνα του Αγίου Νικολάου (από την ομώνυμη πλατεία), μέχρι που αποφασίζουμε να τη σκεπάσουμε με τον δεύτερο δίσκο των Talking Heads.
Αχιλλέα, η νέα έκθεση λέγεται Εθνική Οδός, όμως δεν βλέπω αποκλειστικά εικόνες εθνικής οδού…
Αυτό που θέλω πάντα είναι να πηγαίνω πέρα από το προφανές. Εδώ ξεκινάω μεν από την εθνική οδό, αλλά ουσιαστικά το θέμα μου είναι η ελληνική επικράτεια. Μια αφανής περιοχή όπου εκτυλίσσονται διάφορες ιστορίες. Πέρα από διόδια, φορτηγά κ.λπ., βλέπω μια ενιαία επικράτεια, αληθινή ή της φαντασίας μου, λίγο αστεία, λίγο πένθιμη, στην οποία εντάσσονται τα χωριά, τα πανηγύρια, οι μοναχικοί σταθμοί, οι καντίνες, κάποια κτίσματα…
Όπως;
Ένα πολύ χαρακτηριστικό είναι το εργοστάσιο ζυμαρικών Ήλιος. Έχω περάσει τόσες φορές από εκεί, που το ξέρω απέξω. Το έχω δει σε όλες τις φάσεις: πρωί, απόγευμα, βράδυ, με βροχή, με ομίχλη… Σαν μια γυναίκα που τη βλέπεις ατημέλητη, τη βλέπεις βαμμένη… Γενικά, όλα αυτά τα μισοπαρατημένα κτίσματα της Αθηνών-Λαμίας υπήρξαν πηγές έμπνευσης, ακόμα κι αν δεν αποτυπώθηκαν σε έργα.
Έχει συμβεί να σταματήσεις για να φωτογραφίσεις κάτι;
Βέβαια! Στην αρχή το ανέβαλλα. Έλεγα: «Άσ’ το, θα περάσω αύριο». Τελικά, ένα ωραίο πρωί έβγαλα μια σειρά από φωτογραφίες, σταθμεύοντας κάθε φορά στην άκρη του δρόμου.
Έχεις ξεκινήσει ποτέ έργο χωρίς να ξέρεις από πριν τι θα απεικονίζει, χωρίς φωτογραφία-οδηγό;
Αυτό το σκεφτόμουν πολύ καθώς έφτιαχνα τη συγκεκριμένη σειρά έργων. Μήπως η φωτογραφία με σκλαβώνει, πέρα από το να με καθοδηγεί; Η αλήθεια είναι ότι βασίζομαι πολύ σε αυτήν. Αλλά στην πορεία έχω μάθει πια να το χάνω και να κάνω τα δικά μου. Νομίζω τα τελευταία μου έργα είναι πιο ελεύθερα.
Ποιος πίνακας σε ταλαιπώρησε περισσότερο;
Τα Σκυλιά. Ήταν μια περιπέτεια. Αρχικά το είχα φορτώσει με πολλά κτίρια. Δεν ανέπνεε, μέχρι που αφαίρεσα κάποια και φάνηκε ο ουρανός. Τα σκυλιά που τρέχουν προστέθηκαν στο τέλος. Επίσης με δυσκόλεψε αρκετά ο Γάμος. Όπως κάθε γάμος, ήταν δύσκολος. Τελικά στέριωσε ο γάμος και νομίζω σε αυτό βοήθησαν πολύ οι συμβουλές της φίλης μου Μάριας Μπαχά, που είναι επίσης ζωγράφος και εικονογράφος, και είχαμε μια διαρκή επικοινωνία μέσω Messenger.
Με τι υλικά δούλεψες;
Έχω δεκατέσσερα έργα με λάδι σε καμβά, μεγάλες διαστάσεις – και επίσης έργα σε μεγάλα χαρτιά με ακρυλικά, ακουαρέλες και χρωματιστά μολύβια.
Την ώρα της δημιουργίας υπάρχει συγκίνηση;
Θα έλεγα ότι είμαι νηφάλιος. Δεν είμαι από τους τύπους που μουγκρίζουν πάνω από ένα τελάρο ή κάνουν έτσι πολύ θεατρικές χειρονομίες. Από την άλλη, η συγκίνηση λειτουργεί ως αφορμή για να ξεκινήσω κάτι.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ
Οι πίνακές σου είναι περισσότερο σχόλιο ή παρατήρηση;
Νομίζω υπάρχει και σχόλιο. Στη νέα μου έκθεση με απασχολεί η σύγχρονη Ελλάδα. Μια χώρα μισομοντέρνα και μισοκολλημένη στο παρελθόν, με μια επίφαση εκσυγχρονισμού, αλλά παράλληλα και εγκατάλειψης.
Ο Σαββόπουλος λέει ότι τo αίτημα του Έλληνα είναι να γίνει μοντέρνος χωρίς να χάσει την ψυχή του· δηλαδή την παράδοση, τις οικογενειακές αξίες, την αγάπη για τον τόπο κ.λπ. Πώς επιτυγχάνεται αυτό;
Δεν νομίζω ότι πρέπει να χαθούμε στις θεωρίες. Ούτε να χτίσουμε μια καινούργια. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να αφεθούμε ελεύθεροι και να δούμε τα πράγματα όπως είναι.
Εσύ νιώθεις ζωγράφος του καιρού σου;
Ναι. Θεωρώ ότι τα θέματά μου είναι σύγχρονα. Δεν αναπολώ το παρελθόν. Το εμπεριέχω, αλλά δεν το αναπολώ. Κάνω σύγχρονη ζωγραφική. Σύγχρονη παραστατικότητα. Ένα πράγμα που συμβαίνει αυτή τη στιγμή και στο Λονδίνο, και στο Βερολίνο, και στην Αμερική. Ας είναι καλά το Instagram που μας πληροφορεί.
Ίσως το «σύγχρονος» σ’ εσένα έχει να κάνει με το «βλέμμα». Βλέπεις μεν το ελληνικό τοπίο, αλλά δεν το ωραιοποιείς…
Προσπαθώ πάση θυσία να αποφύγω το μελό και τη νοσταλγία. Αν υπάρχει φύση, συνήθως είναι μια φύση βρόμικη, δίπλα σε κτίσματα, δίπλα σε μπετά. Μια εικόνα που βλέπουμε παντού πλέον και υπάρχει σχεδόν σε όλους τους πίνακές μου. Αλλά ακόμα και ένα γηπεδάκι 5 x 5 το εντάσσω σε μια νέα ελληνική φύση.
Πάντως, πολλοί νέοι άνθρωποι σήμερα απεμπολούν οτιδήποτε ελληνικό. Το Instagram τους δεν προδίδει πουθενά ότι ζουν εδώ, ακούν λαϊκά για να γελάσουν, βλέπουν μόνο ξένες σειρές…
Πάντοτε υπήρχε αυτή η ξενομανία – και στη δική μου τη γενιά. Είναι όμως μια παγίδα κι αυτή, ακριβώς όπως ο επαρχιώτικος τοπικισμός. Αν νιώσεις καλά εκεί που πατάς, με τα πολλά θα βρεις το βάδισμά σου κι ίσως έτσι βρεις και όλους τους άλλους.
Από την άλλη, μήπως η ρήξη με το περιβάλλον (οικογενειακό, κοινωνικό, αισθητικό) είναι που σπρώχνει τα πράγματα μπροστά;
Καμιά φορά πρέπει να πετάξεις αυτά που σε βαραίνουν, για να πας παραπέρα. Αλλά αυτό νομίζω είναι κάτι που το κάνουμε οι περισσότεροι δημιουργικοί άνθρωποι, ούτως ή άλλως. Ακόμα και στις ίδιες μας τις ευκολίες όταν πηγαίνουμε κόντρα, κάτι κατακτάμε.
Εσένα ποιοι δημιουργοί διαμόρφωσαν την αισθητική σου όταν ήσουν 15-20 ετών;
Είχα την τύχη να έχω πατέρα ζωγράφο (τον Άγγελο Ραζή), οπότε δεχόμουν από παιδί πολλά ερεθίσματα και πληροφορίες. Πήγαινα στο εργαστήριό του και χάζευα τα λευκώματα του Τσαρούχη. Είχα γνωρίσει και τον ίδιο τον Τσαρούχη. Με είχε πάει ο πατέρας μου να δούμε Καραγκιόζη στην αυλή του σπιτιού του, με τον Σπαθάρη. Από εκεί και πέρα, το να κατακτήσεις μια δική σου γλώσσα θέλει πολλή δουλειά και υπομονή. Σε αυτό είσαι μόνος. Φυσικά υπάρχουν οι δάσκαλοι που σε συμβουλεύουν, οι πραγματικοί αλλά και οι συμβολικοί. Ο Τσαρούχης ήταν ένας τέτοιος για μένα. Από τους διεθνείς, ο Χόπερ. Νομίζω είμαι υπό το άστρο του και υπό την καθοδήγησή του από την αρχή της πορείας μου. Θεωρώ όμως ότι έχω το προσωπικό μου ύφος.
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ
Με την εικονογράφηση πότε άρχισες να ασχολείσαι;
Το 2016. Ήταν κάτι που ήθελα από παλιά, μου έλεγαν όλοι ότι μου ταιριάζει. Δεν το τολμούσα, ώσπου έκανα το Μελάκ, μόνος σε κείμενο της Αργυρώς Πιπίνη, που πήγε πολύ καλά, βραβεύτηκε κ.λπ. Η εικονογράφηση είναι προέκταση της δουλειάς μου, την αντιμετωπίζω με την ίδια βαρύτητα. Αυτόν τον καιρό ετοιμάζω τρία βιβλία σε τρεις διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους.
Έχεις σκεφτεί ποιος είναι ο λόγος που ζωγραφίζεις. Γιατί κάνεις αυτή τη δουλειά;
Την περίμενα κάπως αυτή την ερώτηση – και πάντα αισθάνομαι αμήχανα με την απάντηση. Γιατί είναι μια κλίση που έχω από πολύ μικρός. Από παιδάκι με θυμάμαι στο πάτωμα να ζωγραφίζω σε κόλλες Α4 και να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες. Στην εφηβεία με έπιασε μια αντίδραση, φυσιολογική, να μην κάνω τη δουλειά του πατέρα μου. Ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Μόλις τελείωσα το σχολείο, λοιπόν, γράφτηκα στη Σχολή Σταυράκου. Πρέπει να ήμουν ίδια εποχή με τον Λάνθιμο. Τελικά δεν με κέρδισε, μου φαινόταν λίγο πεπαλαιωμένο το σύστημα, με γέροντες δασκάλους, σοφούς μεν, αλλά… Είδα πολύ κινηματογράφο βέβαια και νομίζω επηρεάστηκα από αυτόν. Στα έργα που φτιάχνω θέλω να υπάρχει μια μικρή ιστορία πίσω από την εικόνα. Η ρεαλιστική ζωγραφική, η απλή απόδοση μιας εικόνας δηλαδή, είναι κάτι βαρετό. Αν δεν υπάρχει μυθοπλασία, αν δεν υπάρχει ένα αίνιγμα πίσω από το προφανές, γιατί να μπεις στη διαδικασία;
Στα νέα σου έργα ποιο είναι το αίνιγμα; Ή, μάλλον, τι κατάλαβες καθώς τα έφτιαχνες;
Ότι το θαύμα είναι δίπλα μας. Ότι μπορεί να έρθει μέσα από το τετριμμένο. Το βασικό μου υλικό είναι πάντα αυτά που βλέπω γύρω μου.
Εν τω μεταξύ, δεν έχει σταματήσει να χτυπάει η καμπάνα…
Μας έχει ζαλίσει! Αυτό μπορείς να το γράψεις. «Ο ήχος μιας χαρμόσυνης καμπάνας συνόδευε τη συνομιλία μας». Τι άλλο να πούμε, ξέρω γω; Θες να βάλουμε λίγη μουσική;
ΙΝFO → Η έκθεση Εθνική Οδός θα φιλοξενηθεί στην Γκαλερί Σκουφά (Σκουφά 4, Κολωνάκι). Εγκαίνια στις 21/03. Το πρόσφατο παιδικό βιβλίο του Αχιλλέα Ραζή Είναι τέρας; κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ «ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ»
→ O συγγραφέας Γιάννης Παλαβός για την Εθνική Οδό του Αχιλλέα Ραζή
Τα δεκαεννιά έργα της ενότητας καταγράφουν, σχεδόν με όρους –για να δανειστούμε το λεξιλόγιο μιας άλλης τέχνης– ενός ιδιωτικού ντοκιμαντέρ ή ενός φιλμ που αμήχανα θα αποκαλούσαμε «κινηματογραφικό δοκίμιο» (όχι διανοητικό, όμως, αλλά ανάλαφρο και τρυφερό), το νεοελληνικό «εδώ και τώρα». Ψηλαφούν και αποτυπώνουν τη νέα ρωμιοσύνη όπως αντριεύει και θεριεύει σαν τις πικροδάφνες που στολίζουν τον εθνικό αυτοκινητόδρομο. Έχει ενδιαφέρον το ότι η ελληνικότητα του Ραζή δεν συγγενεύει με την ελληνικότητα της Γενιάς του ’30 ούτε ως αίτημα ούτε ως τρόπος, παρότι ο Ραζής όχι μόνο δεν την απαξιώνει πατροκτονικά, αλλά αντιθέτως αναγνωρίζει την οφειλή του στον παραστατικό βραχίονα του μεσοπολεμικού μοντερνισμού. Αν, όμως, η ελληνικότητα του Μεσοπολέμου αναζητήθηκε στα αθηναϊκά νεοκλασικά, στις Κυκλάδες και στον συλλήβδην εξιδανικευμένο και «ανόθευτο» λαϊκό πολιτισμό, η νέα ελληνικότητα που οργανώνεται πέριξ του αυτοκινητόδρομου είναι, όπως βλέπουμε στα έργα της ενότητας, διαφορετική. Είναι, πρώτα απ’ όλα, μια ελληνικότητα ηπειρωτική, ένας πολιτισμός της ενδοχώρας. Κι ακόμα, αντί να στραφεί στα νεοκλασικά, αρθρώνεται αρχιτεκτονικά, δηλαδή με όρους δημόσιου, συλλογικού χώρου, ως ένα παλίμψηστο από βιομηχανικά κουφάρια, γυμνά μπετονιένα κτίρια, καπνισμένες από τις εξατμίσεις πολυκατοικίες, αδόμητες εκτάσεις μεταξύ αλάνας και χωματερής, μικρομάγαζα και πρατήρια καυσίμων, σε ένα πυκνό δίκτυο διαστρωματώσεων που άλλοτε θυμίζει δυστοπία κι άλλοτε αποπνέει, με τον άναρχο, παρδαλό χαρακτήρα του, κάτι το ευφρόσυνα σουρεαλιστικό. Κι όσο για το λεγόμενο «λαϊκό» στοιχείο, η λαϊκότητα την οποία τέμνει και συνέχει η Εθνική Οδός είναι μια λαϊκότητα ελάχιστα καθαγιασμένη και εξωραϊσμένη (ο καθένας, άλλωστε, γνωρίζει πως αυτή η συζήτηση δεν αφορά κανέναν «λαϊκό» άνθρωπο και πως πρόκειται για ιδεολογικής χρήσης επινοήσεις αστών λογίων): στο πανηγύρι οι καρέκλες είναι πλαστικές, τα πλήκτρα ηλεκτρονικά και η επιγραφή φέγγει «Tickets», το αγοράκι γέρνει μελαγχολικά στα κάγκελα ανάμεσα στις πλαστικούρες του λούνα παρκ στο παρηκμασμένο θέρετρο, νύφη και συμπέθεροι ποζάρουν με φόντο τα γιαπιά και τα φουγάρα, στο αυτοσχέδιο μπουζουξίδικο μπροστά από τους γερανούς προγάστορες φωνασκούν στο κινητό και, πάνω απ’ όλα, ο βαριεστημένος γενειοφόρος γέρος, ίδιος με προτομή αρχαίου φιλοσόφου, αραδιάζει στο πεζοδρόμιο πήλινες απομιμήσεις μορφών από τη λαϊκή παράδοση.
Πέρα, όμως, απ’ όσα αποτυπώνουν και φωτίζουν οι συνθέσεις του Ραζή –και δίπλα σε όσα σημειώσαμε πρέπει να προσθέσουμε κι άλλα, όπως αδέσποτα σκυλιά και βουλκανιζατέρ, πούλμαν κι εργάτες στην κάψα του κάμπου καταμεσήμερο, βυτιοφόρα, διόδια και μπλόκα–, ό,τι, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, κάνει την Εθνική Οδό να συλλαμβάνει, μέσα από το αισθητικό ιδίωμα του Ραζή, και να προσφέρει κάτι από την ψίχα τής εδώ-και-τώρα ελληνικότητας, και μάλιστα μιας ελληνικότητας «από τα κάτω», έγκειται στο εξής: στην υβριδική, μετέωρη, διαρκώς μεταιχμιακή συνθήκη που διαγράφεται στα έργα της ενότητας. Ο τόπος στα έργα της Εθνικής Οδού δεν είναι ακριβώς αστικός ούτε ακριβώς ύπαιθρο· ούτε ακριβώς πόλη ούτε χωριό· οι αλάνες είναι ανοικοδόμητες, αλλά δεν είναι αγροί· τα κτίσματα χάσκουν ημιτελή· τα πελώρια βιομηχανικά κτίρια στέκουν μεν, αλλά παροπλισμένα· οι πολυκατοικίες υψώνονται άβαφες ή γιαπιά· όλα μοιάζουν υπό κατασκευή, εν προόδω, και την ίδια στιγμή ακίνητα, λιμνάζοντα, σταματημένα. Μοιάζει να είμαστε διαρκώς καθ’ οδόν – από κάπου φύγαμε, κάπου υποτίθεται πως πάμε, και η Ελλάδα ταξιδεύει, ολοένα ταξιδεύει, αλλά στο μεταξύ τα μόνα μέρη που βλέπουμε ή όπου σταματάμε λιγάκι προτού αναχωρήσουμε ξανά είναι άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία. Η Ελλάδα της Εθνικής Οδού είναι η επικράτεια των αυτοσχέδιων συνοικιών από τα σπλάχνα των οποίων πηγάζει ο αυτοκινητόδρομος και των μισοχτισμένων κωμοπόλεων που διασχίζει και, είτε μας αρέσει είτε όχι, ο πολιτισμός τους είναι πολύ αντιπροσωπευτικότερος της σύγχρονης ελληνικής συνθήκης από ό,τι τα νησιά με το μίνιο και με το φούμο.
Προδημοσίευση αποσπάσματος από το κείμενο του καταλόγου της έκθεσης.