Στην κοινή αραβική, χαλάουα δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά γλύκισμα. Είναι ο χαλβάς ή χελβάς, που θα βρούμε στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου σε άπειρους τύπους. Όσο για τις κυρίες, στις οποίες η λέξη χαλάουα κάτι θύμισε, άδικο δεν έχουν, μια που μία από τις αρχαιότερες μεθόδους αποτρίχωσης είναι ένα μείγμα κεριού με μέλι.
Της Ρήνας, πανηγυριώτικος, σαπουνέ, Φαρσάλων, σιμιγδαλένιος, νηστήσιμος ή πολίτικος, της κόλλας, του φούρνου ή της κατσαρόλας. Πιο γνωστός όλων ίσως ο χαλβάς της ταβέρνας ο νηστίσιμος, με την περίφημη αναλογία «3 και 4 στο 2 κι 1». Τουτέστιν, 3 μέρη ζάχαρη και 4 μέρη νερό για το σιρόπι που ενσωματώνεται στα 2 μέρη σιμιγδάλι που έχουν τσιγαριστεί σε 1 μέρος λάδι.
Υπάρχει φυσικά και ο χαλβάς του μπακάλη. Όταν ήμουν πιτσιρικάς, αυτός δεν ήταν όπως ο σημερινός, με ταχίνι, αλλά ένας σκληρός λευκός, πιο κοντά στο μαντολάτο. Θυμάμαι τον μπακάλη να σπάει κομμάτια με το σφυρί και να τα βάζει σε μια λαδόκολλα. Από εκεί τα παίρναμε και τα πιπιλάγαμε κομμάτι-κομμάτι. Ο σημερινός χαλβάς του μπακάλη γίνεται με πολτό σουσαμιού και μπορούμε αν θέλουμε να τον παρασκευάσουμε και στο σπίτι. Για τα νότια της Ελλάδας είναι πιο πρόσφατη κατάκτηση, αφού πρόκειται για μικρασιάτικη και πολίτικη πατέντα.
Ο αληθινός σπιτικός χαλβάς, ή τουλάχιστον ο λατρεμένος μου χαλβάς, γίνεται με την προαναφερθείσα μέθοδο του «1-2-3-4», αλλά «χωράει» και πολλές παραλλαγές. Άλλες φορές το λάδι γίνεται βούτυρο, άλλες το νερό αντικαθίσταται από γάλα, ενώ εκτός από τα αμύγδαλα μπορεί να περιέχει και άλλους ξηρούς καρπούς και κομμάτια ξηρών φρούτων. Πιθανόν, επίσης, το σιμιγδάλι να είναι διάφορων τύπων, ψιλό, χονδρό, μέχρι και πλιγούρι. Ο χαλβάς αυτός, όπως καταλαβαίνετε, όχι μόνο δεν είναι νηστίσιμος, αλλά είναι σχεδόν κολάσιμος. Αν υπάρχει ένα βασικό μυστικό που αφορά όλους τους χαλβάδες, αυτό είναι το συνεχές και καλό ανακάτεμα. Στην περίπτωση του χαλβά ταχινιού, ζυμώνεται και με τα χέρια. Ένα άλλο μυστικό θα μπορούσε να είναι η χρήση μελιού στην παρασκευή όλων τους.